«Ποτέ δεν αγάπησα, δεν ταυτίστηκα, δεν ενστερνίστηκα το προπατορικό αμάρτημα και τις ζωγραφιστές του εικόνες. Το πριν και το μετά του. Ένας Αδάμ και μια Εύα πρώτα αθώοι κι αδαείς μέσ’ στον Παράδεισο, μετά φριχτοί κι άθλιοι, ντυμένοι με τη γύμνια τους και το σκοτάδι της δαγκωνιάς της γνώσης, να πορεύονται στο πουθενά της Πλάσης.
Με πόνους να γεννήσεις τα παιδιά σου. Υπάρχει άραγε κι άλλος τρόπος;
Με το αίμα σου και τον ιδρώτα σου να καλλιεργήσεις τη γη. Δηλαδή πως αλλιώς να δαμάσεις αυτό που σε ξεπερνάει, το ανερμήνευτο. Για μένα, Παράδεισος και άγνοια δεν πάνε μαζί. Το φως έχει βαρύτητα κι αξία μονάχα σε συνδυασμό με το σκοτάδι. Όλα είναι διπλά. Το καλό και το κακό, η ζωή κι ο θάνατος, η ζωή που δεν είναι ζωή κι ο θάνατος που δεν είναι θάνατος.
Το παραμύθι του Θεού του τιμωρού μόνο αποστροφή κι από γνώση γεννούσε στην ψυχή μου.
Αυτή η οριστικά κομμένη γραμμή της επικοινωνίας και της συνάντησης θνητού και Αιώνιου, μ’ όλο το λάθος στην πλάτη του ανθρώπου φορτωμένο, αυτό το δείγμα ζευγαριού που μ’ ένα φίδι ατέλειωτα θα γεύεται την πτώση, ήταν πολύ βαριά Διαθήκη κι ανελέητη. Πολλά χρόνια μετά, πολύ πρόσφατα τώρα, με δεδομένη εμπειρικά την ορθόδοξη πίστη μου, ξαναγυρίζω στις πηγές να καταλάβω και να μετα-λάβω της Ευ-αγγελία, το χαρμόσυνο μήνυμα που έφερε στον άνθρωπο ο Χριστός, στα λόγια και στο βίο του.
Για την ανύψωση του κόσμου στο Ανάστημά Του, την Ανάσταση της Αληθείας την τρίτην ημέραν κατά τας γραφάς, την ένθεή μας φύση.
Καινή η Διαθήκη, με καινούργια μάτια κι εμείς να τη διαβάσουμε. Στα μάτια της Μαγδαληνής είδα τα δάκρυά μου. Θες πόρνη, θες ελεύθερη, γι’ άλλους δαιμονισμένη. Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη, που ανύψωσε την Εύα. Σημείο αναφοράς πολύτιμο κι αναίτια για όλους μας κρυμμένο. Το μεγαλείο της γυναίκας που βυθίστηκε στη φύση της, για ν’ ανεβεί απ’ το μηδέν και να βρει το Ένα. Όχι που τη διαλέξανε, μα διάλεξε εκείνη το τι και ποιον περίμενε να βρει και να πιστέψει.
Δαίμονες είναι οι αισθήσεις. Πέντε τον αριθμό. Δαίμονας η επιθυμία. Δαίμονας και η οργή της γνώσης. Το σύνολο επτά.
Δεν τους παλεύεις με τα όχι και τα μη. Μονάχα με το είμαι. Είμαι κομμάτι από την ύλη αυτού του κόσμου. Είμαι το χάος και το φως, είμαι εσύ, είμαι ο Λόγος, είμαι η Άνοιξη κι ΕΙΝΑΙ η Αγάπη.
Την είδε η Μαγδαληνή τη Σταύρωσή Του δίπλα στην Παναγία Μητέρα Του, άντεξε τη ζωή μετά το θάνατό Του. Έτρεξε άφοβα στον τάφο του κι είδε αγγέλους που της είπαν την Ανάσταση. Κι όταν της φανερώθηκε με το λεπτό Του σώμα, σ’ αυτήν τα πρόσφερε τα τελευταία λόγια Του, και το ποτέ ξανά στο αντάμωμά τους, μέχρι το τότε μιας αλλιώτικης συνάντησης».
Λίνα Νικολακοπούλου
(«Ελευθεροτυπία» στις 23 Απριλίου 1995)
Με πόνους να γεννήσεις τα παιδιά σου. Υπάρχει άραγε κι άλλος τρόπος;
Με το αίμα σου και τον ιδρώτα σου να καλλιεργήσεις τη γη. Δηλαδή πως αλλιώς να δαμάσεις αυτό που σε ξεπερνάει, το ανερμήνευτο. Για μένα, Παράδεισος και άγνοια δεν πάνε μαζί. Το φως έχει βαρύτητα κι αξία μονάχα σε συνδυασμό με το σκοτάδι. Όλα είναι διπλά. Το καλό και το κακό, η ζωή κι ο θάνατος, η ζωή που δεν είναι ζωή κι ο θάνατος που δεν είναι θάνατος.
Το παραμύθι του Θεού του τιμωρού μόνο αποστροφή κι από γνώση γεννούσε στην ψυχή μου.
Αυτή η οριστικά κομμένη γραμμή της επικοινωνίας και της συνάντησης θνητού και Αιώνιου, μ’ όλο το λάθος στην πλάτη του ανθρώπου φορτωμένο, αυτό το δείγμα ζευγαριού που μ’ ένα φίδι ατέλειωτα θα γεύεται την πτώση, ήταν πολύ βαριά Διαθήκη κι ανελέητη. Πολλά χρόνια μετά, πολύ πρόσφατα τώρα, με δεδομένη εμπειρικά την ορθόδοξη πίστη μου, ξαναγυρίζω στις πηγές να καταλάβω και να μετα-λάβω της Ευ-αγγελία, το χαρμόσυνο μήνυμα που έφερε στον άνθρωπο ο Χριστός, στα λόγια και στο βίο του.
Για την ανύψωση του κόσμου στο Ανάστημά Του, την Ανάσταση της Αληθείας την τρίτην ημέραν κατά τας γραφάς, την ένθεή μας φύση.
Καινή η Διαθήκη, με καινούργια μάτια κι εμείς να τη διαβάσουμε. Στα μάτια της Μαγδαληνής είδα τα δάκρυά μου. Θες πόρνη, θες ελεύθερη, γι’ άλλους δαιμονισμένη. Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη, που ανύψωσε την Εύα. Σημείο αναφοράς πολύτιμο κι αναίτια για όλους μας κρυμμένο. Το μεγαλείο της γυναίκας που βυθίστηκε στη φύση της, για ν’ ανεβεί απ’ το μηδέν και να βρει το Ένα. Όχι που τη διαλέξανε, μα διάλεξε εκείνη το τι και ποιον περίμενε να βρει και να πιστέψει.
Δαίμονες είναι οι αισθήσεις. Πέντε τον αριθμό. Δαίμονας η επιθυμία. Δαίμονας και η οργή της γνώσης. Το σύνολο επτά.
Δεν τους παλεύεις με τα όχι και τα μη. Μονάχα με το είμαι. Είμαι κομμάτι από την ύλη αυτού του κόσμου. Είμαι το χάος και το φως, είμαι εσύ, είμαι ο Λόγος, είμαι η Άνοιξη κι ΕΙΝΑΙ η Αγάπη.
Την είδε η Μαγδαληνή τη Σταύρωσή Του δίπλα στην Παναγία Μητέρα Του, άντεξε τη ζωή μετά το θάνατό Του. Έτρεξε άφοβα στον τάφο του κι είδε αγγέλους που της είπαν την Ανάσταση. Κι όταν της φανερώθηκε με το λεπτό Του σώμα, σ’ αυτήν τα πρόσφερε τα τελευταία λόγια Του, και το ποτέ ξανά στο αντάμωμά τους, μέχρι το τότε μιας αλλιώτικης συνάντησης».
Λίνα Νικολακοπούλου
(«Ελευθεροτυπία» στις 23 Απριλίου 1995)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου