Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Ο θάνατος του θανάτου

Του Μιχάλη Γ. Τρίτου,
(Αναπλ. Καθηγητή Α.Π.Θ.)


Αν θάθελε κανείς να συνοψίσει σε δυο λέξεις τη σημασία του γεγονότος της Αναστάσεως του Χριστού για το ανθρώπινο γένος, θα έλεγε ότι με την Ανάσταση νικήθηκε και απομυθοποιήθηκε ο θάνατος, που αποτελεί την οδυνηρότερη εμπειρία της ζωής, το πιο σταθερό της δεδομένο και την πιο συγκλονιστική οριακή της κατάσταση. «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου απαρχήν» ψάλλει θριαμβευτικά ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον αναστάσιμο κανόνα του. «...Θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» ψάλλουμε στο πασίγνωστο και θριαμβευτικό απολυτίκιο του Πάσχα.
Ανέκαθεν ο άνθρωπος που συμφύρεται με τη μεταβλητότητα, τη φθορά και την εξαφάνιση είδε το θάνατο ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ζωής και έθεσε με τον υμνωδό το μεγάλο ερώτημα: «Τί το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν τη φθορά και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;». Το ερώτημα αυτό απασχολεί τον άνθρωπο από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα αποκτήσει συνείδηση της υπάρξεώς του και τον συνοδεύει ως σκέψη μέχρι την τελευταία στιγμή της παραμονής του στη ζωή. Να τον αποφύγει είναι αδύνατο. Να μειώσει τη σημασία του παράλογου. Να παρακάμψει την παρουσία του απραγματοποίητο. Παραμένει πάντα μπροστά μας μορφή πελώρια και αδυσώπητη.
Υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετωπίσεως του θανάτου. Ο μηδενιστικός υλιστικός και ο αναστάσιμος χριστιανικός. Ο πρώτος είναι η φυσιολογική συνέπεια της μηδενιστικής θεωρήσεως της ζωής και της πεποιθήσεως ότι ο θάνατος αποτελεί την φυσική μοίρα του ανθρώπου. Εγκλωβισμένη η υλιστική κοσμοθεωρία στα στενά χωροχρονικά πλαίσια του παρόντος βλέπει το θάνατο ως μια κατάσταση φυσική, ως ματαίωση του σκοπού της ανθρώπινης ζωής και ως τραγική παρέκκλιση από τον αληθινό της προορισμό. Μη μπορώντας να ανατρέψει την αδυσώπητη αυτή πραγματικότητα, ζει ανεξάρτητα από αυτήν. Έχει ως σύνθημα το «Φάγωμεν, πίωμεν αύριον γαρ αποθνήσκομεν» και γράφει στην πλάκα του τάφου της: «Δεν πιστεύω τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι λέφτερος». Ζουν «ως ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω» και σε στιγμές ειλικρινούς αυτοσυνειδησίας και φιλοσοφικής θεωρήσεως της ζωής αναφωνούν μελαγχολικά με τον Ιούλιο Σιμόν: «Γεννήθηκα με την άγνοια. Έζησα με την αμφιβολία. Πεθαίνω με την αβεβαιότητα. Ω υπέρτατον ον, λυπήσου με!».
Το μεγάλο λάθος του υλισμού είναι ότι βλέπει τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου στο επίπεδο της φύσεως, όπως κάνει και για τους άλλους οργανισμούς. Η ανθρώπινη όμως ύπαρξη έχει και άλλες διαστάσεις και προεκτάσεις, που τις ζούμε, έστω και αν δεν μπορούμε να τις αναλύσουμε και να τις περιγράψουμε λογικά. Η φαινομενολογία της ανθρώπινης ζωής δείχνει ότι η ελπίδα για μια ζωή πέραν του τάφου αποτελεί συστατικό στοιχείο του ανθρώπου. Η ελπίδα για πληρότητα ζωής και ο πόθος για την αιωνιότητα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την αλήθεια της. Είναι αδιανόητο να ικανοποιούνται σ’ αυτή τη ζωή δευτερευούσης σημασίας πόθοι και να μένει ανικανοποίητος ο πιο μεγάλος πόθος, που έχει ο άνθρωπος για να ζήσει.
Ο δεύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως του θανάτου είναι η θεώρησή του κάτω από το φως της αναστάσιμης χαράς και της εσχατολογικής ελπίδας.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας ο θάνατος δεν υπήρχε στο αρχικό σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο, αφού ο άνθρωπος πλάσθηκε για να συμμετάσχει στην πληρότητα της ζωής του Δημιουργού. Από την αρχή της δημιουργίας δόθηκε σ’ αυτόν η δυνατότητα της αθανασίας, που θα την αποκτούσε με την καλή χρήση της ελευθερίας του. Το τραγικό όμως γεγονός της πτώσεως στέρησε από τον άνθρωπο αυτή τη δυνατότητα. Ο άνθρωπος πέθανε. Έγινε θνητός. Επομένως ο θάνατος κατά τη χριστιανική αντίληψη ούτε φυσική ατέλεια είναι ούτε μεταφυσικό αδιέξοδο. Είναι «τα οψώνια της αμαρτίας» (Ρωμ. στ΄, 23). Η οδυνηρή συνέπεια της παραμορφωμένης σχέσεως του ανθρώπου με το Θεό.
Αφού λοιπόν αιτία του θανάτου είναι η αμαρτία, ο θάνατος υπερνικιέται όταν χτυπηθεί η αμαρτία. Και η νίκη κατά της αμαρτίας κερδήθηκε με το Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. «Ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄ Κορ. ιε΄, 22-23). Ο Χριστός, όντας ο ίδιος η αυτοζωή, με την κάθοδό του στον Άδη πήρε τον θάνατο του ανθρώπου «απαθανατίζων το πρόσλημμα». «Ότε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας τη αστραπή της θεότητος» ψάλλει η Εκκλησία μας. Ο ιερός Χρυσόστομος με τον περίφημο κατηχητικό του λόγο βροντοφωνεί σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα τον θρίαμβο της ζωής απέναντι στο θάνατο και των θετικών δυνάμεών της απέναντι στις αντίθετες δυνάμεις του σκότους και της φθοράς. Απευθυνόμενος δε στον θάνατο του λέγει; «Που σου, θάνατε, το κέντρον; Που σου, Άδη, το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τοις μνήμασιν. Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται».
Βέβαια, ο θάνατος ως βιολογικό γεγονός δεν έχει ακόμα καταργηθεί. Το οντολογικό του όμως βάθος και η υπαρξιακή του σημασία έχουν καταπατηθεί με την Ανάσταση του Χριστού. Η ραχοκοκαλιά του θηρίου έσπασε και αποκαλύφθηκε η αδυναμία του. Η δύναμη της Αναστάσεως είναι πια λανθάνουσα και έμφυτη σε κάθε θάνατο.
Η πληρότητα της αναστάσιμης χαράς για την κατάργηση του θανάτου είναι ζωντανή στη ζωή της Εκκλησίας δυο χιλιάδες χρόνια τώρα. Αυτή κάνει τους μάρτυρες να αντιμετωπίζουν χαίροντες το μαρτύριο. Αυτή είναι το γνώρισμα των πραγματικών χριστιανών, που γιορτάζουν την ημέρα του θανάτου τους ως γενέθλια ημέρα. Γιατί κατά έναν παράδοξο τρόπο γεννιόμαστε για να πεθαίνουμε και πεθαίνουμε για να ζήσουμε. Όπως δε λέγει ο Μέγας Αθανάσιος «οι πιστοί αποθνήσκοντες ουκ απόλλυνται, αλλά και ζώσιν και άφθαρτοι διά της Αναστάσεως γίνονται».
Ζούμε σε μια εποχή που ο άνθρωπος διέρχεται βαθειά κρίση. Η κυριότερη αιτία αυτής της κρίσεως οφείλεται στο εγκλωβισμό του στα στεγανά της παρούσας ζωής και η έλλειψη πίστεως στην πέραν του τάφου πραγματικότητα. Αυτή η έλλειψη σωστής μεταφυσικής τοποθετήσεως κάνει τον άνθρωπο να βλέπει το θάνατο ως τη φοβερότερη δοκιμασία τερματισμού της υπάρξεως και εξουθενώσεώς του ως σκέψεως, προσωπικότητας και υλικής παρουσίας. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος πίστευε στην αλήθεια της Αναστάσεως και συνειδητοποιούσε ότι ο Χριστός με την Ανάστασή του «συνανέστησε παγγενή τον Αδάμ» θα ξεπερνούσε τις αγχωτικές εκβλαστήσεις της υπαρξιακής προβληματικότητας, θα έλυε το πρόβλημα του προορισμού της ζωής και θα απομυθοποιούσε το ριγηλό εφιάλτη του θανάτου, κάνοντάς τον πράξη κοινωνίας με τη ζωή. Μιας ζωής ποιοτικά διάφορης της παρούσης με μόνιμη υπόσταση και αιώνια διάρκεια. Μιας ζωής χωρίς τέλος.
Χριστός Ανέστη!

(Από την εφημ. «Πρωινός Λόγος» των Ιωαννίνων)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου