Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων:
«Στη σημερινή Πόλη των πολλών εκατομμυρίων νιώθεις να δεσπόζει και να επιβάλλεται διαρκώς η παρουσία της Αγια - Σοφιάς, που με μια ουράνια ευρυχωρία κατανοήσεως -ξένη από την ταραχή μικρών επιδιώξεων-, ιερουργεί το μυστήριο της σωτηρίας πάντων.
Και όλα τα τζαμιά, προσπαθώντας είτε να την ξεπεράσουν σε μέγεθος είτε να τη μιμηθούν σε χάρη, δείχνουν ότι σε καμιά περίπτωση δε μένουν αδιάφορα μπροστά σ’ αυτή την ανερμήνευτη μεγαλοπρέπεια του θεϊκού κάλλους της ταπεινώσεως.
Και η Αγια - Σοφιά μένει σιωπηλή. Δεν ενοχλείται. Δεν ενοχλεί. Μόνο φωτίζει, παρηγορεί, ανέχεται και περιμένει».
«Καθένας αναγνωρίζει αυτό που μπορεί και θέλει στην Πόλη, την Ιστανμπούλ, την Κωνσταντινούπολη. Είτε είσαι κατακτητής, Φατίχ, είτε είσαι λεπτομέρεια βυζαντινή είτε περιπατητής, προσκυνητής των λόφων που στοίχειωσαν από κάθε είδους νοσταλγία» (Γ. Ξανθούλης).
Η «Πόλις»… μας ακολουθεί…
Είναι η, ανά τους αιώνες, παράκληση του υμνωδού: «συντήρησον πάσης εχθρών αλώσεως την σην Πόλιν, Θεοτόκε».
Είναι «η ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της ρωμιοσύνης», στο στίχο του Γιώργου Σεφέρη.
Είναι τα πνεύματα που «επιστρέφουνε τις νύχτες, φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές» στο γνωστό τραγούδι «Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο».
Είναι οι γεύσεις της Λωξάντρας, είναι οι κινηματογραφικές εικόνες από την «Πολίτικη κουζίνα», είναι τα «πολίτικα, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα» στο στίχο του Κωστή Παλαμά.
Είναι το Φανάρι, που φωτίζει και διδάσκει με την υπομονή και την προσευχή του. Που προσφέρει σταυροαναστάσιμο ασπασμό στην Οικουμένη. Που μυρώνει τον κόσμο με το Μύρο το Άγιο.
Είναι το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, η μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως: «Εκκλησία της δοξολογίας και της μαρτυρίας, εκκλησία της σταυρικής διακονίας και της στον Θεό και μόνο πίστεως και προσηλώσεώς Της…», τη χαρακτηρίζει ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος.
Και συνεχίζει: «Η Μεγάλη Εκκλησία… δεν υπέταξε λαούς, διακόνησε λαούς. Γι’ αυτό και, παρά την ενιαία διοικητική μορφή της αυτοκρατορίας, δεν αρνήθηκε τα διάφορα εκκλησιαστικά καθεστώτα, τα οποία σεβάστηκε, χωρίς να αποπειραθεί να τα αφομοιώσει ή να τα απομειώσει.
Η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο οίνος και ο άρτος για τη συνεχώς τελούμενη Μεγάλη Λειτουργία της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην ιστορία του κόσμου».
Είναι, τέλος, τα λόγια του Ηπειρώτη πατριάρχη Αθηναγόρα, σε μια από τις τελευταίες του ομιλίες για το λαό της χάριτος:
«Σας βλέπω σαν μια αλυσίδα με αμέτρητους κρίκους, σαν ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι που ποτέ η μια άκρη δεν συναντά την άλλη. Και ο κάθε κρίκος κι ένα διαμαντένιο κάστρο. Και μέσα στο κάστρο αυτό, τρεις ατίμητες λέξεις: ο Ρωμιός, η Ρωμιά, το Ρωμιόπουλο. Αυτά τα τρία μαζί αποτελούν την Εκκλησία μου. Όσο υπάρχουν και τα έχω, νιώθω το λαό της χάριτος αμέτρητο. Και μου χαρίζουν κάθε μέρα Πάσχα. Και το ξανάλεω. Δεν με ενδιαφέρουν τα νούμερα. Όσοι μου ερωτούν, πόσοι είσθε; Τους λέγω: Και λίγοι και αμέτρητοι»!!
«Στη σημερινή Πόλη των πολλών εκατομμυρίων νιώθεις να δεσπόζει και να επιβάλλεται διαρκώς η παρουσία της Αγια - Σοφιάς, που με μια ουράνια ευρυχωρία κατανοήσεως -ξένη από την ταραχή μικρών επιδιώξεων-, ιερουργεί το μυστήριο της σωτηρίας πάντων.
Και όλα τα τζαμιά, προσπαθώντας είτε να την ξεπεράσουν σε μέγεθος είτε να τη μιμηθούν σε χάρη, δείχνουν ότι σε καμιά περίπτωση δε μένουν αδιάφορα μπροστά σ’ αυτή την ανερμήνευτη μεγαλοπρέπεια του θεϊκού κάλλους της ταπεινώσεως.
Και η Αγια - Σοφιά μένει σιωπηλή. Δεν ενοχλείται. Δεν ενοχλεί. Μόνο φωτίζει, παρηγορεί, ανέχεται και περιμένει».
«Καθένας αναγνωρίζει αυτό που μπορεί και θέλει στην Πόλη, την Ιστανμπούλ, την Κωνσταντινούπολη. Είτε είσαι κατακτητής, Φατίχ, είτε είσαι λεπτομέρεια βυζαντινή είτε περιπατητής, προσκυνητής των λόφων που στοίχειωσαν από κάθε είδους νοσταλγία» (Γ. Ξανθούλης).
Η «Πόλις»… μας ακολουθεί…
Είναι η, ανά τους αιώνες, παράκληση του υμνωδού: «συντήρησον πάσης εχθρών αλώσεως την σην Πόλιν, Θεοτόκε».
Είναι «η ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της ρωμιοσύνης», στο στίχο του Γιώργου Σεφέρη.
Είναι τα πνεύματα που «επιστρέφουνε τις νύχτες, φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές» στο γνωστό τραγούδι «Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο».
Είναι οι γεύσεις της Λωξάντρας, είναι οι κινηματογραφικές εικόνες από την «Πολίτικη κουζίνα», είναι τα «πολίτικα, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα» στο στίχο του Κωστή Παλαμά.
Είναι το Φανάρι, που φωτίζει και διδάσκει με την υπομονή και την προσευχή του. Που προσφέρει σταυροαναστάσιμο ασπασμό στην Οικουμένη. Που μυρώνει τον κόσμο με το Μύρο το Άγιο.
Είναι το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, η μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως: «Εκκλησία της δοξολογίας και της μαρτυρίας, εκκλησία της σταυρικής διακονίας και της στον Θεό και μόνο πίστεως και προσηλώσεώς Της…», τη χαρακτηρίζει ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος.
Και συνεχίζει: «Η Μεγάλη Εκκλησία… δεν υπέταξε λαούς, διακόνησε λαούς. Γι’ αυτό και, παρά την ενιαία διοικητική μορφή της αυτοκρατορίας, δεν αρνήθηκε τα διάφορα εκκλησιαστικά καθεστώτα, τα οποία σεβάστηκε, χωρίς να αποπειραθεί να τα αφομοιώσει ή να τα απομειώσει.
Η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο οίνος και ο άρτος για τη συνεχώς τελούμενη Μεγάλη Λειτουργία της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην ιστορία του κόσμου».
Είναι, τέλος, τα λόγια του Ηπειρώτη πατριάρχη Αθηναγόρα, σε μια από τις τελευταίες του ομιλίες για το λαό της χάριτος:
«Σας βλέπω σαν μια αλυσίδα με αμέτρητους κρίκους, σαν ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι που ποτέ η μια άκρη δεν συναντά την άλλη. Και ο κάθε κρίκος κι ένα διαμαντένιο κάστρο. Και μέσα στο κάστρο αυτό, τρεις ατίμητες λέξεις: ο Ρωμιός, η Ρωμιά, το Ρωμιόπουλο. Αυτά τα τρία μαζί αποτελούν την Εκκλησία μου. Όσο υπάρχουν και τα έχω, νιώθω το λαό της χάριτος αμέτρητο. Και μου χαρίζουν κάθε μέρα Πάσχα. Και το ξανάλεω. Δεν με ενδιαφέρουν τα νούμερα. Όσοι μου ερωτούν, πόσοι είσθε; Τους λέγω: Και λίγοι και αμέτρητοι»!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου