«Ο Νεομάρτυς Γεώργιος ην εκ τεινός χωρίου Τζούρφλι ονομαζόμενον, υποκείμενον του αγίου Γρεβενών, πτωχών γονέων υιός και μετερχόμενος των υποκόμων εις πολλούς. Εις δε τους 1836, Οκτομβρίου 26, ενυμφεύθει εις Ιωάννινα μίαν νέαν Ελένην ονόματι, εις δε τους 1837, τέλει Δεκεμβρίου, εγένησεν υιόν, ο οποίος ονομάσθει Ιωάννης.
Αναμεταξύ σικοφαντίτε παρά μερικών ότι ποτέ καιρόν εξόμοσεν την πατρίαν θρησκείαν και δι’ αυτό παραστένετε πρώτην και δευτέραν φοράν εις τους κρατούντας, ο οποίος και κηρίττει τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και δι’ αυτό καταδικάζετε δια θάνατον.
Λοιπόν «δι’ αγχόνης ετελείωσεν» εις ηλικίαν τριάκοντα ετών, ημέρα Δευτέρα, ώρα πέμπτη της ημέρας, Ιανουαρίου 17, 1838, ηγεμονεύοντος ο Μουσταφά πασιάς, αρχιερατεύοντος Κυρίου Ιωακήμ Χίου, προεστεύοντος Κυρίου Ιωάννου Νάγιου. Δι’ εξόδου ελαχίστου ιερομονάχου Χρύσανθου Λαενά εκ πόλεως Κονίτζης: 1838, Ιανουαρίου 30, δια χειρός Ζήκου Χιονιαδίτου».
Το συναξάρι αυτό, με αναλλοίωτο τον τρόπο γραφής του συντάκτη του, είναι το πρώτο που γράφτηκε, δεκατρείς μόλις μέρες μετά τον «δι’ αγχόνης» μαρτυρικό θάνατο του εκ Γρεβενών καταγομένου (γεννήθηκε το 1808 στο χωριό Τσούρχλι) Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, «του εν Ιωαννίνοις», στις 17 Ιανουαρίου του έτους 1838.
Βρίσκεται στο κάτω μέρος μιας φορητής εικόνας, που ιστορήθηκε από τον αγιογράφο Ζήκο Μιχαήλ (Χιονιαδίτη), ύστερα από παραγγελία του ιερομόναχου Χρύσανθου Λαϊνά και βρίσκεται σήμερα στον παρεκκλήσιο του Οίκου του Αγίου Γεωργίου, στο τέμπλο.
Κονιτσιώτης ο Χρύσανθος, ήταν εκείνος που έζησε από κοντά τόσο το μαρτύριο όσο και την κηδεία του Νεομάρτυρα, συνέταξε την πρώτη Ακολουθία του Αγίου, προτού καταταγεί επίσημα στο αγιολόγιο της Εκκλησίας. Η αντιγραφή του χειρογράφου του Λαϊνά έγινε από τον Αναστάσιο, γιο του ιερέως Κωνσταντίνου, στις 25 Φεβρουαρίου του 1838, 39 ημέρες από το μαρτύριο του Γεωργίου.
Στην εικόνα δεσπόζουν τα πολύ έντονα χρώματα ως κύριο εκφραστικό μέσο της λεγόμενης χιονιαδίτικης σχολής, που «γεννήθηκε» στο χωριό Χιονιάδες της επαρχίας Κόνιτσας και ήταν φημισμένο για τους αγιογράφους του. Η δράση τους -εντός και εκτός Ελλάδας- καταγράφεται από τα τέλη του 17ου ως και τις αρχές του 20ου αιώνα σε ναούς, αλλά και σε κατοικίες της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των Βαλκανίων.
Το μακρύ χρονικό εύρος της δημιουργίας των χιονιαδιτών αγιογράφων «ευθύνεται» για το ότι δε συναντάμε ένα ενιαίο ύφος και μια συγκεκριμένη ταυτότητα στις δημιουργίες τους, οι οποίες αντλούν στοιχεία κυρίως από τη λαϊκή ζωγραφική, μπολιασμένα με καλλιτεχνικές τάσεις και επιρροές από τα αντίστοιχα ρεύματα της κάθε περιόδου.
Επειδή η συγκεκριμένη εικόνα είναι η πρώτη χρονικά που φιλοτεχνείται, αυτό μας κάνει να συμπεραίνουμε πως η μορφή του Αγίου είναι πολύ κοντά στην πραγματική και πως έτσι ήταν η μορφή του. Ο Άγιος εικονίζεται φουστανελοφόρος και με το τουρκικό φέσι, δηλωτικό της εργασίας του. Ο Γεώργιος εργάσθηκε από μικρός σε διάφορους αγάδες, ώσπου έγινε ιπποκόμος (σεϊτζής) του Χατζή Αβδουλά, αξιωματικού του Ιμίν πασά των Ιωαννίνων. Έζησε μαζί του καλά και κέρδισε την εμπιστοσύνη του, προκαλώντας όμως έτσι τη ζηλοφθονία των άλλων υπηρετών. Τον αποκαλούσαν γκιαβούρ Χασάν (άπιστο Χασάν) και με τον καιρό άρχισαν πολλοί να νομίζουν ότι ήταν μουσουλμάνος.
Ένας χότζας τον κατηγορεί ότι από Τούρκος έγινε χριστιανός, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν το Γεώργιο στο δικαστή. Ο δικαστής αποφαίνεται ότι πρώτα ήταν Τούρκος, οπότε ή θα γίνει πάλι Τούρκος ή θα θανατωθεί. Ο Γεώργιος θα επιμείνει ότι είναι χριστιανός και θα κλειστεί στη φυλακή. Θα βασανιστεί με πολλά από τα γνωστά ως τότε βασανιστήρια (με χαρακτηριστική τη βαριά πέτρα στο στήθος), θα επανέλθει κι άλλες φορές στο δικαστή για να κάνει δήλωση πίστης, αλλά ατάραχος και γαλήνιος θα επιμείνει ότι είναι χριστιανός…
Με το φέσι εμφανίζεται έκτοτε και μέχρι σήμερα σε πάμπολες εικονογραφικές αποτυπώσεις του. Στο δεξί του χέρι κρατά ένα σταυρό, σύμβολο μαρτυρίου, ενώ στο αριστερό του χέρι κλαδί μυρτιάς κι ένα ειλητό με την επίκληση: «Μη χωρίσεις με της δόξης των μαρτύρων σου, γλυκύτατε Ιησού, ότι τέτρωμαι της σης αγάπης, αλλά ενίσχυσόν με δια το μέγα σου έλεος Χριστέ». Άγγελος στεφανώνει το μάρτυρα.
Πίσω του βρίσκεται το κάστρο της πόλης των Ιωαννίνων, με το αποτύπωμά του να χάνεται στους αιώνες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Άννας Κομνηνής, ο Νορμανδός Βοημούνδος, γιος του Ρομπέρτο Γυισκάρδο, κατέλαβε την πόλη των Ιωαννίνων και, κατά την ολιγόμηνη παραμονή του, επισκεύασε τα τείχη, περιέζωσε την πόλη με μεγάλη τάφρο και, κρίνοντας την υπάρχουσα ακρόπολη ανεπαρκή, ανήγειρε και δεύτερη.
Το χρονικό εκείνο διάστημα, η επιφανής πόλις των Ιωαννίνων προσπαθούσε να συνέλθει και να ξαναβρεί το βηματισμό της, μετά την καταστροφική φωτιά του 1820 και το θάνατο του Αλή Πασά, δύο χρόνια αργότερα. Την ίδια ώρα, η χριστιανική κοινότητα της πόλης ήταν διχασμένη σε φατρίες, εξαιτίας της εκλογής των Επιτρόπων των πέντε ενοριών της, η οποία δημιούργησε ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα μεταξύ των χριστιανών και κόστισε το θρόνο στον έως τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιωακείμ το Χίο (1835 – 1838). Θα τον διαδεχτεί ο Ιωαννίκιος, ο από Ρεθύμνης, η αρχιερατεία του οποίου θα ταυτιστεί με το μαρτυρικό τέλος του Αγίου Γεωργίου. Ο Μητροπολίτης Ιωαννίκιος θα λάβει από το Πατριαρχείο την εντολή να διενεργήσει έρευνα και να στείλει αναφορά με τα στοιχεία γύρω από τη ζωή, τη δράση και το θάνατο του Γεώργιου, επικυρώνοντας ακολούθως έκθεση γιαννιωτών που ζητούσαν την αγικατάταξή του. Μετά την παρέλευση δεκαεννιά περίπου μηνών, με Πατριαρχικό και Συνοδικό Υπόμνημα, ο Γεώργιος κατατάσσεται στο μαρτυρολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Βιβλιογραφία:
· Κ. Π. Βλάχος: «Βίος του Αγίου Ενδόξου Νεομάρτυρος Γεωργίου του Εν Ιωαννίνοις». Ιωάννινα, 2000.
· Κίτσος Α. Μακρής, «Χιονιαδίτες Ζωγράφοι». «Μέλισσα», 1981.
· «Ηπειρωτική Εστία» (Μηνιαία Επιθεώρησις εν Ιωαννίνοις). Τ. 303 – 304, Ιούλιος - Αύγουστος 1977.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου