Με τον όρο Νεομάρτυρες, αποκαλούμε όσους θυσιάστηκαν με τρόπο μαρτυρικό στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, από το 1821 και μετά, επειδή αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν και να προσκυνήσουν το Μωάμεθ.
Όταν «όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», οι Νεομάρτυρες ομολόγησαν με θάρρος την πίστη τους στον Ιησού Χριστό, χωρίς να φοβηθούν το μαρτύριο και χωρίς να λυγίσουν μπροστά στις υποσχέσεις και σε όλα όσα τους πρόσφεραν για να τους δελεάσουν οι αλλόθρησκοι κατακτητές.
Κληρικοί και μοναχοί, αλλά και πολλοί λαϊκοί και απλοί άνθρωποι της καθημερινής ζωής, άνδρες και γυναίκες, που έκαναν διάφορα επαγγέλματα, όρθωσαν το ανάστημά τους «για του Χριστού την πίστη την αγία και την πατρίδας την ελευθερία» και έγιναν πρότυπο και σύμβολο αφύπνισης των υπόδουλων συμπατριωτών τους. Έδωσαν, έτσι, θάρρος και με το μαρτύριό τους εμψύχωσαν και ενδυνάμωσαν τους υπόδουλους Έλληνες, μιας που το χριστιανικό στοιχείο ταυτιζόταν εθνικά με την ελληνική κοινότητα, γεγονός κρίσιμο σε μια μεταβατική περίοδο, όπως αυτή μετά το 1821. «Κάθε Νεομάρτυς είναι ένα ισχυρό ανάχωμα στην πλημμύρα του εξισλαμισμού και εκτουρκισμού. Χωρίς τους Νεομάρτυρες είναι αμφίβολο εάν διετηρούντο η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός», θα επισημάνει σε ομιλία του ο π. Γεώργιος Μεταλληνός.
«Είναι τα πρόσωπα εκείνα που στο ζοφερό χειμώνα της δουλείας δεν δέχθηκαν να αρνηθούν την πίστη στο πρόσωπο του Χριστού και την ιδιότητα του Χριστιανού και έτσι, πλήρωσαν την άρνησή τους με φρικτά βασανιστήρια και στο τέλος με την ίδια τους τη ζωή» (Μητροπολίτης Καστορίας κυρός Σεραφείμ).
Γράφει σχετικά ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων:
«Οἱ Νεομάρτυρες δὲν εἶχαν ἕνα πεῖσμα, ἕνα φανατικὸ δεσμὸ μὲ μιὰ ἰδεολογία, ἀλλὰ εἶχαν μιὰ χάρι, ποὺ φανερώνει ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς· τὸ μήνυμά τους δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάση στὸ σημεῖο νὰ θυσιάση τὴ ζωή του γιὰ τὴ δοξασία του, ἀλλὰ ὅτι καταργήθηκε ὁ θάνατος, ὑπάρχει δυνατότης νὰ ζήση ὁ ἄνθρωπος, νὰ περάση πέρα ἀπὸ τὸν θάνατο, πέρα ἀπὸ ὁποιαδήποτε σκλαβιὰ κι ἀπὸ ὁποιαδήποτε δοκιμασία. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο γεγονός· δείχνουν μιὰ θύρα ζωῆς, «ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι».
Γι' αὐτό, ὁ τρόπος ποὺ ἀντιδροῦν στὸν κατακτητὴ δὲν ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὴ λογικὴ καὶ τὴ δύναμι τοῦ παρόντος αἰῶνος· δὲν κάνουν ὁμάδες ἀντάρτικες, γιὰ νὰ τὸν χτυπήσουν. ῾Απλῶς μένουν ἐκεῖ ὅπου εἶναι, καὶ ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους. Δὲν σκοτώνουν τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ ζήσουν αὐτοὶ πρόσκαιρα, ἀλλὰ δέχονται νὰ σκοτωθοῦν, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα τους, γιὰ νὰ σωθῆ ἡ δυνατότης νὰ ἐλευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος, νὰ θεωθῆ, νὰ μπῆ στὴν αἰώνια ζωή».
Ο ακριβής αριθμός των Νεομαρτύρων δεν έχει υπολογισθεί, αφού συνεχώς έρχονται στο φως νέα συναξαριστικά κείμενα και ιερές Ακολουθίες τους. Ενδεικτικά, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης βιογραφεί στο «Νέο Μαρτυρολόγιό» του ογδόντα τέσσερις, ενώ ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος αναφέρει εκατόν είκοσι έξι και ο Ι. Περαντώνης εκατόν εξήντα δύο.
«Ο εκ Τερόβου των Ιωαννίνων Άγιος Ιωάννης, ο Επίσκοπος Φαναρίου Σεραφείμ, ο εκ Μετσόβου Άγιος Νικόλαος, ο Σαμαριναίος Μοναχός Δημήτριος, ο εκ της επαρχίας Γρεβενών Άγιος Γεώργιος και εν Ιωαννίνοις μαρτυρήσας, υπήρξαν οι πολύεδροι αδάμαντες, οίτινες συνέθεσαν το περιδέραιον των ινδαλμάτων του Γένους και της Εκκλησίας, με αποκορύφωμα αγώνων και διδαχής τον Άγιον Κοσμάν...».
Αυτά αναφέρει, μεταξύ άλλων στο Αντί Προλόγου σημείωμά του ο μακαριστός Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών) στο βιβλίο του Δημ. Β. Σιωμόπουλου «ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ», έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων.
Η «μνήμη πάντων των αγίων νεοφανών του Χριστού μαρτύρων των μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων» έχει οριστεί και τιμάται κάθε χρόνο από την Ορθόδοξη Εκκλησία την «Κυριακή Γ’ Ματθαίου», δηλαδή την τρίτη Κυριακή από την εορτή των Αγίων Πάντων.
Μιλώντας για τους Νεομάρτυρες, ας σταθούμε στον εορταζόμενο άγιο Γεώργιο, τον «εν Ιωαννίνοις αθλήσαντα και Πολιούχο ημών», του οποίου τη μνήμη τιμά αύριο, 17 Ιανουαρίου, η επιφανής και περίφημη πόλη των Ιωαννίνων.
Ιδού, πως με τρόπο απλό και ευσύνοπτο, παρουσιάζει ένας μοναχός από την Ιερά Μονή Ελεούσης Νήσου Ιωαννίνων, σ’ ένα φύλλο του «Μεγάλου Ωρολογίου», το συναξάρι του Νεομάρτυρα:
«1838: Ιανουαρίου: 17: κάποιος νέος εις Ιωάννινα Γεώργιος τούνομα, εσυκοφαντήθη από τους Τούρκους Ιωαννίνων, ότι άλλαξε την θρησκείαν του, και έγινεν Τούρκος, και τον επήγαν εις τον Κατήν, και εις τον Βεζήρ Μουσταφά Πασάν, και τον εξέταξαν, και επαίδευσαν αυτόν πολλά, τέλος δεν εκατεπίσθη να γίνει τούρκος, εστάθη σταθερός, και δεν άλλαξε την χριστιανοσύνην του: τον εκρέμασαν, εις το Κουραμαργιό, ημέρας δύω κρεμασμένος, και τον εξεκρέμασαν και τον έθαψαν εις την Μητρόπολιν τη: 19: γεναρίου, και έγινεν μάρτυρας και κάμνει θαύματα εις τους μετά πίστεως προσερχομένους…».
Η ενθύμηση αυτή, γραμμένη τη χρονιά που μαρτύρησε ο άγιος, περιγράφει τα γεγονότα τόσο απλά, όσο απλή ήταν και η ζωή του Γεωργίου. Ένα νεαρό παιδί, μόλις είκοσι οκτώ ετών, ιπποκόμος στο επάγγελμα, μόλις που είχε νυμφευθεί τη σύζυγό του Ελένη και είχε αποκτήσει μαζί της και ένα γιό, τον οποίο τον βάπτισε λίγες ημέρες πριν το μαρτυρικό του τέλος:
«Ξημερώνοντας Δευτέρα, 17 Ιανουαρίου, γιορτή του αγίου Αντωνίου… Φτάνοντας στο Κουρμανιό τον ρώτησαν πάλι:
-Τι είσαι συ;
-Χριστιανός. Προσκυνώ τον Χριστό μου και τη Δέσποινά μου Θεοτόκο.
Τότε οι δήμιοι του έλυσαν, ύστερα από παράκλησή του, τα χέρια. Ο Γεώργιος έκαμε το σημείο του σταυρού και απευθύνθηκε προς τους παριστάμενους χριστιανούς:
-Συγχωρείστε με, αδελφοί, και ο Θεός να σας συγχωρήσει.
Ευθύς αμέσως οι δήμιοι του πέρασαν στο λαιμό την τριχιά, που είχε ριχτεί πρόχειρα στο γείσο της στέγης του φούρνου «και τραβώντας την, παρέδωσε το πνεύμα ο γενναιότατος ων τριακονταετής…» (Κ. Π. Βλάχος, «Βίος του Αγίου Ενδόξου Νεομάρτυρος Γεωργίου του εν Ιωαννίνοις»).
Ο μάρτυρας παρέμεινε στην αγχόνη για τρεις μέρες, αλλά από τη νύχτα της 17ης Ιανουαρίου, φως σαν στεφάνι κατέβαινε και στόλιζε το κεφάλι του, κάτι που έγινε αμέσως γνωστό στην πόλη. «Θαυμαστά τα προ του μαρτυρικού του τέλους γενόμενα. Θαυμαστά και τα μετά την εν Χριστώ τελείωσή του», σημειώνει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης. Πρώτο θαύμα η θεραπεία της άρρωστης μητέρας του Πέτρου, πρωτοψάλτη στο μητροπολιτικό ναό, όταν την άγγιξε ο γιος της, αφού προηγουμένως είχε ακουμπήσει και ψηλαφήσει το σκήνωμα του Νεομάρτυρα, προκειμένου να τον αγιογραφήσει. Αλλά κι αυτό, όταν μια Τουρκάλα άρπαξε την κάλτσα από το πόδι του αγίου στην κρεμάλα και την φόρεσε σε μια άλλη Οθωμανή γυναίκα, η οποία ήταν χρόνια άρρωστη και θεραπεύτηκε αμέσως.
Δεκατρείς μόλις μέρες μετά το μαρτύριό του, γράφεται το πρώτο συναξάρι του Νεομάρτυρα. Στο κάτω μέρος μιας φορητής εικόνας, που ιστορήθηκε από τον αγιογράφο Ζήκο Μιχαήλ (Χιονιαδίτη) και βρίσκεται σήμερα στον παρεκκλήσιο του Οίκου του Αγίου Γεωργίου, στο τέμπλο:
«…Λοιπόν «δι’ αγχόνης ετελείωσεν» εις ηλικίαν τριάκοντα ετών, ημέρα Δευτέρα, ώρα πέμπτη της ημέρας, Ιανουαρίου 17, 1838, ηγεμονεύοντος ο Μουσταφά πασιάς, αρχιερατεύοντος Κυρίου Ιωακήμ Χίου…».
Η επίσημη αγιοποίηση του Γεωργίου ήταν θέμα χρόνου, αφού στη συνείδηση των πιστών ήταν ήδη άγιος. Έγινε με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, που εκδόθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1839 και που τον κατέτασσε στο αγιολόγιο της εκκλησίας μας. Από τότε πρεσβεύει αδιάκοπα για τη «μικρή μας πόλη» και κάνει φανερή την παρουσία του, θαυματουργώντας μέχρι σήμερα.
«Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον στερρόν, άσμασιν εγκωμίων ανευφημήσωμεν ότι ενήθλησε λαμπρώς και κατήνεγκεν εχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν απαύστως πρεσβεύει, υπέρ των ψυχών ημών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου