Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015

Η πόλη των Ιωαννίνων υποδέχεται το λείψανο της Αγίας Θεοδώρας




Η πόλη του Νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου, του εν Ιωαννίνοις αθλήσαντος, υποδέχεται το Σάββατο 4 Ιουλίου στις 8 το βράδυ στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αρχιμανδρείου τμήμα του ιερού λειψάνου της Βασιλίσσης και Πολιούχου Άρτης Αγίας Θεοδώρας, που θα κομίσει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Άρτης κ. Ιγνάτιος για να το παραδώσει στο Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας κ. Μάξιμο προκειμένου να το εναποθέσει στον ως άνω ιστορικό Ναό των Ιωαννίνων.


῾Η ῾Αγία Θεοδώρα ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1210 πιθανότατα στή Θεσσαλονίκη καί ὑπῆρξε γόνος τῆς μεγάλης καί ἀρχοντικῆς βυζαντινῆς οἰκογένειας Πετραλείφα (νορμανδικῆς καταγωγῆς), ὁποία ἐγκαταστημένη ἀρχικά στό Διδυμότειχο προσέφερε πολλές καί σημαντικές ὑπηρεσίες στήν αὐτοκρατορία καί ἐτιμήθηκε μέ ὑψηλά ἀξιώματα. ῾Ο πατέρας της ᾿Ιωάννης εἶχε τόν τίτλο τοῦ σεβαστοκράτορος καί ἦταν διοικητής Θεσσαλίας καί Μακεδονίας.
Κοντά στούς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους γονεῖς της ἀνατράφηκε «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου» ἀντλώντας ἀπό τή ζωή τους τό πρῶτο φωτεινό παράδειγμα ἐνάρετης ζωῆς, παράδειγμα πού θά χαραχθεῖ ἀνεξίτηλα καί στή δική της ζωή.
Ο πατέρας της ἀπέθανε γρήγορα ἀφήνοντας τή Θεοδώρα σέ μικρή ἀκόμα λικία ὀρφανή. Τήν προστασία τῆς οἰκογένειας ἀνέλαβε ὁ Δούκας τῆς ᾿Ηπείρου Θεόδωρος (θεῖος της), ὁ ὁποῖος τήν ἐποχή αὐτή εἶχε καταλάβει τή Θεσσαλονίκη καί ἐπέκτεινε τό κράτος του μέχρι τήν ᾿Αδριανούπολη.
῾Η Θεοδώρα ἔζησε καί ἐμεγάλωσε στά Σέρβια τῆς Κοζάνης, μιά σημαντική πόλη μέ στρατηγική θέση τήν ἐποχή αὐτή. ᾿Ανατρέφεται μαζί μέ τά ἀδέλφια της ἀπό τήν εὐσεβή μητέρα της ῾Ελένη καί μαθαίνει καλά γιά τό σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν εἶναι ἄλλος παρά ἁγιότητα καί « κατά Θεόν ὁμοίωσις». Γνωρίζει καί πιστεύει ὅτι τό ἀληθινό νόημα τῆς σύντομης ζωῆς μας κρύβεται στήν ἐπιτυχία τῆς αἰώνιας ζωῆς καί Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διδάσκεται ἀπό τήν ἀγαθή μητέρα της ὅτι τά ἀληθινά κοσμήματα πού πρέπει νά στολίζουν τή γυναίκα εἶναι ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, εὐσπλαχνία, ἐλεημοσύνη, προσευχή καί ἀληθινή πίστη, πού μέ τό δικό της ἀγώνα καί τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦν νά πραγματοποιηθοῦν καί νά φανερωθοῦν καί στή δική της ζωή.
῾Η πνευματική καλλιέργεια καί ὡριμότητα τῆς νεαρῆς Θεοδώρας, καθώς ἐπίσης καί τό κάλλος της ἐντυπωσιάζουν τόν Μιχαήλ Βύ, πού στό δρόμο του γιά τήν ῎Αρτα τή συναντᾶ στά Σέρβια, ἐνῶ βρισκόταν ὑπό τήν προστασία τοῦ θείου της Θεοδώρου.
Τή ζητᾶ ἀμέσως σέ γάμο, ὁ ὁποῖος καί τελεῖται μέ κάθε μεγαλοπρέπεια καί ἐπισημότητα στά Σέρβια τό ἔτος 1230. Μέ λαμπρή καί μεγάλη συνοδία φθάνουν στήν ῎Αρτα, τήν πρωτεύουσα τοῦ κράτους τῆς ᾿Ηπείρου, στήν ὁποία ὁ Μιχαήλ Βύ ἀνακηρύσσεται μετά ἀπό λίγο Δεσπότης.
῾Ο Μιχαήλ, ἰσχυρή προσωπικότητα, πνεῦμα ἀνήσυχο καί φιλόδοξο, ἀρχίζει νά φροντίζει γιά τήν ἑδραίωση καί ἐξάπλωση τοῦ κράτους του. ῾Η νεαρά δούκισσα Θεοδώρα ἀναδεικνύεται πρώτη κυρία τοῦ Δεσποτάτου. Στή μεγάλη αὐτή καί ἔνδοξη θέση πού ἀνέβηκε Θεοδώρα, δέν παρασύρθηκε ἀπό τή δόξα καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀξιώματός της, οὔτε, παρά τή νεότητά της, ἐτράπηκε σέ ὑλιστικές ἀπολαύσεις καί τρυφηλή ζωή. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βιογράφος της ᾿Ιώβ μοναχός, τώρα πιό πολύ κατάλαβε ὅτι πρέπει νά φροντίζει νά ζεῖ μέ πιό πολλή ἀρετή καί σωφροσύνη, μέ ταπεινοφροσύνη καί ἀγάπη, μέ ἀοργησία καί συμπάθεια, μέ ἐλεημοσύνη καί πραότητα, καί γενικά ὁλόψυχα νά δίδεται καί νά ὑπηρετεῖ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.
Μέ τή ζωή αὐτή Θεοδώρα ἀναδείχθηκε ἀληθινά κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου, λύχνος φωτεινός ἐπάνω στή λυχνία, πού φωτίζει καί καθοδηγεῖ καί τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων στόν Χριστό.
Λίγες ἦταν οἱ εὐτυχισμένες στιγμές τοῦ ζευγαριοῦ. ῾Ο μισόκαλος διάβολος φθονώντας τήν εὐτυχία τους καί τήν ἀρετή τῆς Θεοδώρας καί μήν μπορώντας νά ὑποτάξει τήν ἴδια, ρίχνει τά φαρμακερά του βέλη ἐναντίον της μέ ἄλλον τρόπο· «θηλυμανίας τόν ἄνδρα καταμαλάξας, πειρασμόν τῇ μακαρίᾳ ἐγείρει δεινώτατον». ῾Ο Μιχαήλ παρασύρεται σέ πορνεία καί ἀκολασία ἀπό μία ᾿Αρτινή ἀρχόντισσα, τήν Γαγγρινή. Αὐτή μέ τή βοήθεια τοῦ διαβόλου κατορθώνει νά σκλαβώσει ψυχικά τόν Μιχαήλ καί νά βάλει μίσος ἄσπονδο στήν καρδιά του ἐναντίον τῆς καλῆς καί ἁγίας συζύγου του. Μέ ἐντολή του πρός ὅλους ἀπαγορεύει κάθε βοήθεια καί συμπαράσταση πρός τήν ῾Αγία καί ὁρίζει αὐστηρά νά μήν κάνουν λόγο γι αὐτήν στά ἀνάκτορα, οὔτε τό ὄνομά της κάν νά προφέρουν στά χείλη τους.
Σ αὐτές τίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς της ἐφάνησαν οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς καλλιέργειας τῆς Θεοδώρας. ῞Οπως μέσα στή δόξα καί τήν καλοπέραση τοῦ παλατιοῦ δέν παρασύρθηκε καί δέν ἀλλοιώθηκε, ἔτσι καί τώρα μέσα στή φουρτουνιασμένη συζυγική ζωή Θεοδώρα δέν ἐκάμφθηκε καί δέν ἐλιποψύχησε, ἀλλά ἐφάνηκε πιό πολύ ὁ ἀδαμάντινος χαρακτήρας της καί ἀκεραιότητα τῆς πίστεώς της.
Στήν αὐθαιρεσία τοῦ ἄνδρα της ἀντέταξε τήν ὑπομονή καί τό ταπεινό της φρόνημα. Παρά τίς συκοφαντίες καί τό διωγμό της ἀπό τά ἀνάκτορα, ἐλαμπρύνθηκε μέ τή σιωπή καί τήν ἑκούσια μόνωσή της.
Χωρίς καμιά ἀνθρώπινη βοήθεια, ὁπλισμένη ὅμως μέ τήν ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα στόν Θεό, ἐγκαταλείπει ἔγκυο ἤδη τά ἀνάκτορα. Πέντε χρόνια μαζί μέ τόν πρωτότοκο υἱό της, τόν Νικηφόρο, πού ἐγεννήθηκε στήν ἐξορία, ταλαιπωρεῖται στό κρύο καί στή ζέστη, στήν πείνα καί τή δίψα, στήν ἐγκατάλειψη καί τή μοναξιά. ῎Αγνωστη, πικραμένη καί κακοντυμένη ἐπερνοῦσε λόφους καί γκρεμούς ἀποφεύγοντας τή μανία τοῦ ἄνδρα της.
Στή μεγάλη αὐτή δοκιμασία εὑρίσκει λίγη παρηγοριά κοντά στόν ἱερέα τῆς Πρένιστας. Μιά μέρα πού ἐμάζευε λάχανα, γιά νά φάει αὐτή καί τό μικρό της παιδί, τή συναντᾶ ὁ ἱερέας καί μετά ἀπό ἐπίμονη προσπάθεια νά μάθει ποιά εἶναι, Θεοδώρα τοῦ φανερώνεται. ῎Ετσι γιά λίγο διάστημα εὑρίσκει προστασία στό σπίτι τοῦ καλοῦ αὐτοῦ ἱερέως.
῾Η ἀλήθεια ὅμως καί ἀρετή ὅσο καί ἄν σπιλώνονται, ὅσο καί ἄν παραθεωροῦνται, δέν ἀργοῦν νά φανοῦν. Οἱ εὐγενεῖς ἄρχοντες τῆς ῎Αρτας ἀγανακτισμένοι ἀπό τήν ἔκλυτη ζωή τοῦ Δούκα Μιχαήλ καί τήν ἀλαζονεία τῆς πόρνης Γαγγρινῆς ἀντιδροῦν δυναμικά· διώχνουν τή Γαγγρινή ἀπό τά ἀνάκτορα καί ἀπαιτοῦν ἀπό τό βασιλέα νά ἀλλάξει ζωή.
῾Ο Μιχαήλ συγκλονίζεται, «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν», καί ἀμέσως στέλνει ἔμπιστους ἀνθρώπους νά βροῦν καί νά φέρουν πίσω τή Θεοδώρα.
Πράγματι μέ πολλή μετάνοια καί ἀγάπη, μέ ἐπισημότητα καί λαμπρότητα ὑποδέχεται τή νόμιμη καί μόνη κυρία καί βασίλισσα στά ἀνάκτορα καί στή ζωή του.
῾Ο Μιχαήλ, σέ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ καί σέ ἔνδειξη τῆς μετάνοιάς του, ἀνεγείρει τή σεβάσμια καί περικαλλή μονή τῆς Κάτω Παναγιᾶς. Στή βόρεια καμάρα ἐξωτερικά ὑπάρχει χαραγμένη ἐπιγραφή τῆς μετάνοιάς του, τῆς ὁποίας τό πανομοιότυπο καί τή μεταγραφή ἔδωσε ὁ ᾿Αναστάσιος ᾿Ορλάνδος·
«Πύλας μῖν ἄνοιξον, ὦ Θ(ε)οῦ μ(ῆ)τερ, τῆς μετανοίας, τοῦ φωτός οὖσα πύλη.
Δ(εσπότῃ) Μ(ιχαήλ) π(αράσχου) Ρ(ύσιν) ἁμαρτημάτων».
Κατά τήν παράδοση καί σέ ἀνάμνηση τοῦ ἴδιου γεγονότος κτίζει, ἐπίσης, τή μονή Παντανάσσης, κοντά στή Φιλιππιάδα, καί τή μονή τοῦ Σωτῆρος στό Γαλαξείδι, ὅπως ἀναφέρεται στό «Χρονικόν τοῦ Γαλαξειδίου».
Μέ τήν ἴδια διάθεση ὁ Μιχαήλ χαρίζει προνόμια καί ἀπαλλάσσει ἀπό φορολογία ναούς καί μονές τοῦ κράτους του καθ ὅλη τή διάρκεια τῆς βασιλείας του. ῎Ετσι π.χ. μέ χρυσόβουλλο τοῦ ᾿Ιανουαρίου τοῦ ἔτος 1246 ἀπαλλάσσει «πάσης ἀγγαρείας καί παραγγαρείας» τούς 32 πρεσβυτέρους τῆς πόλεως τῆς Κερκύρας, καί μέ ἄλλο χρυσόβουλλο τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου ἔτους δίνει προνόμια στούς 33 πρεσβυτέρους τῶν ἀγρῶν τῆς νήσου. Μέ χρυσόβουλλο, ἐπίσης, ἀποκαθιστᾶ στή νόμιμη δικαιοδοσία τοῦ Κωνσταντίνου Μαλιασηνοῦ τό μοναστήρι τοῦ κυρ-῾Ιλαρίωνος, πού εὑρισκόταν στή χώρα τοῦ ῾Αλμυροῦ κάτω ἀπό «τό Ρωμαιοβόρον φῦλον τῶν Λατίνων».
᾿Αποστέλλει πλούσια δῶρα σέ πολλές μονές καί ἐκτός τοῦ κράτους του, ὅπως π.χ. στίς ῾Αγιορείτικες μονές τοῦ Δοχειαρίου καί τοῦ ῾Αγίου Παύλου. ῾Η πόλη καί τό κράτος λαμπρύνονται μέ ἔργα πίστεως καί φιλανθρωπίας γιά χάρη τοῦ ἀγαπητοῦ λαοῦ τῆς Θεοδώρας. ῎Αλλα τέσσερα παιδιά ἔρχονται στή ζωή· ὁ ᾿Ιωάννης, ὁ Δημήτριος (Μιχαήλ), ῾Ελένη καί ῎Αννα.


Δυναμωμένη ἀπό τή δοκιμασία καί ἐνισχυμένη ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, Θεοδώρα γίνεται ὁδηγός ψυχικῆς σωτηρίας τοῦ ἄνδρα της καί μετέχει ἐνεργά πλέον στή διακυβέρνηση τοῦ κράτους, βοηθώντας τον στά πολλά καί ποικίλα ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά κυρίως προβλήματα τοῦ Δεσποτάτου καί βάζοντας τήν προσωπική της σφραγίδα στήν πολιτική του. Συμπαραστέκεται στά ἔργα εἰρήνης, ἀλλά καί ἀκολουθεῖ τίς πολεμικές περιπέτειες καί ἀποτυχίες τοῦ συζύγου της. Τό ἔτος 1234 ἐνισχύουν τήν παιδεία τοῦ Δεσποτάτου μέ τήν ἵδρυση ἀνώτερης σχολῆς. Τό 1259-60, μέ τήν ἥττα τῶν στρατευμάτων τοῦ Μιχαήλ Βύ στή μάχη τῆς Πελαγονίας, καταφεύγουν στή Βόνιτσα, Λευκάδα καί Κεφαλλονιά, διωγμένοι ἀπό τά στρατεύματα τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νίκαιας Μιχαήλ Ηύ Παλαιολόγου (1259-1282).
Πρῶτο μέλημα τῆς ῾Αγίας ἦταν διαφύλαξη τῆς ἐδαφικῆς, κυρίως ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητος καί ὑποστάσεως τοῦ κράτους. ῎Ετσι μεγάλη της φροντίδα ἐστάθηκε διαφύλαξη τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως, πού τήν ἐποχή αὐτή ἀπειλεῖτο ἀπό τόν παπισμό καί τή λατινική προπαγάνδα, ὁποία εἶχε ὡς στόχο τήν «ἕνωση» τῶν ᾿Εκκλησιῶν. ῾Η ῾Αγία ἀντιτάχθηκε σ αὐτή τήν προοπτική. Τό Δεσποτάτο, πού ἀπό τό 1204 εἶχε δεχθεῖ ὡς πρόσφυγες σημαντικές προσωπικότητες ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί εἶχε κρατήσει αὐστηρή ὀρθόδοξη πολιτική ἐπί Θεοδώρου Δούκα καί Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ῎Αρτης ᾿Ιωάννου ᾿Απόκαυκου, ἔγινε τελικά καταφύγιο ὅλων τῶν ζηλωτῶν ᾿Ορθοδόξων τῆς πρώην ἑνιαίας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Σέ ἀντίθεση μέ τή φιλενωτική πολιτική τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας καί ἀργότερα τῆς ἐπανακτημένης Κωνσταντινουπόλεως πολιτική τοῦ Δεσποτάτου παρέμεινε καθαρά καί αὐστηρά ὀρθόδοξη. ῞Οταν δέ τό ἔτος 1275 γίνεται Οἰκουμενικός Πατριάρχης ὁ ἑνωτικός ᾿Ιωάννης ΙΑύ Βέκκος (1275-1282), πολλοί ὀρθόδοξοι κληρικοί καί μοναχοί βρίσκουν προστασία στό Δεσποτάτο τῆς ᾿Ηπείρου. Σάν ἀντιστάθμισμα τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτος 1276 καί τῆς καταδίκης ὅλων τῶν ἀνθενωτικῶν, τό ἔτος 1277 γίνεται Σύνοδος στίς Νέες Πάτρες (σημερινή ῾Υπάτη), ὅπου καταδικάζονται καί ἀφορίζονται ὅλοι οἱ ἑνωτικοί καί ὁ Πατριάρχης ᾿Ιωάννης Βέκκος.
Γιά τόν ἴδιο σκοπό τή διαφύλαξη δηλαδή τῆς ᾿Ορθοδοξίας ῾Αγία προχωρεῖ μέ ὀξυδέρκεια, πέρα βέβαια καί ἀπό τίς ποικίλες πολιτικές σκοπιμότητες πού ὑπεισέρχονται σέ ἀνάλογες περιπτώσεις, στό γάμο τῶν δύο θυγατέρων της. ῎Ετσι τήν ῎Αννα τή νυμφεύει μέ τόν πρίγκιπα τῆς ᾿Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουΐνο (1258) καί τήν ῾Ελένη μέ τόν Μεμφρέδο, βασιλέα τῆς Σικελίας καί φανατικό ἐχθρό τοῦ Πάπα. Μέ τόν τρόπο αὐτό Θεοδώρα προσπαθεῖ νά θέσει φραγμό στά σχέδια τῶν παπικῶν γιά ὑποταγή τῶν ᾿Ορθοδόξων, ἀλλά καί μέ τούς συγγενικούς δεσμούς πού ἔγιναν, νά ὑποχωρήσουν οἱ κατακτητικές διαθέσεις τῶν Δυτικῶν ἐναντίον τοῦ κράτους τῆς ᾿Ηπείρου.
Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι ῾Ελένη μετά τό θάνατο τοῦ συζύγου της, τό ἔτος 1266, ἐδέχθηκε ὅλο τό μίσος τοῦ Πάπα Κλήμεντος Δύ (1265-1268). Φυλακίζεται αὐτή καί τά παιδιά της γιά ἀρκετά χρόνια στό ὑγροσκότεινο καί ἀπομονωμένο φρούριο τῆς Βουκερίας. ῾Η ῾Ελένη παραμορφωμένη ἀπό τίς κακουχίες διατηρώντας ὅμως τήν εὐγένεια καί τήν ἁγιότητα τῆς Βυζαντινῆς ἀρχόντισσας, ἔτσι ὅπως ἀκριβῶς τά ἐδιδάχθηκε καί τά παρέλαβε ἀπό τήν ῾Αγία της μητέρα βγαίνει ἀπό τή φυλακή καί πεθαίνει σέ λικία περίπου τριάντα ἐτῶν.
Οἱ προσπάθειες πού ἔγιναν γιά τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τούς γονεῖς της Μιχαήλ Βύ καί Θεοδώρα ἀπέτυχαν. Μιά τελευταία προσπάθεια πού ἐπιχειρήθηκε, νά δοθεῖ δηλαδή ὡς σύζυγος στόν υἱό τοῦ Φερδινάνδου Γύ τῆς ᾿Ισπανίας, τόν ῾Ερρίκο, εὑρῆκε τήν ῾Ελένη ἀντίθετη, καθώς δέν ἐπιθυμοῦσε οὔτε νά προδώσει τή μνήμη τοῦ συζύγου της παίρνοντας σύζυγο κάποιον ἀπό τούς ἀντιπάλους του, οὔτε μέ τήν συγκατάθεσή της σέ τέτοιο γάμο νά ἐνισχύσει τά μεγαλεπήβολα σχέδια τοῦ ἀνίερου συνασπισμοῦ Πάπα καί Καρόλου τοῦ ᾿Ανδεγαυοῦ ἐναντίον τῶν ῾Ελληνικῶν χωρῶν καί τῆς ᾿Ορθοδοξίας.
Δεύτερος σημαντικός στόχος τῆς ῾Αγίας ἦταν εἰρήνη μεταξύ τῶν ῾Ελληνικῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς (Φραγκοκρατία) καί συνεργασία τους πέρα ἀπό τίς ἀτομικές φιλοδοξίες τῶν γεμόνων καί τήν κοντόφθαλμη πολιτική τους γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων. Τό ἐπιχείρημα αὐτό ἐστάθηκε δύσκολο, ἄν λάβουμε ὑπ ὄψιν, ὅτι τά δύο σημαντικά κράτη, τό Δεσποτάτο τῆς ᾿Ηπείρου καί αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας, εὑρίσκονταν πάντοτε σέ ἀντιζηλία, ἐχθρότητα, προστριβές καί πόλεμο μεταξύ τους.
῎Ετσι τό ἔτος 1249 ταξιδεύει στή Νίκαια μέ τόν υἱό της Νικηφόρο, τόν ὁποῖο μνηστεύει μέ τή Μαρία, ἐγγονή τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νίκαιας ᾿Ιωάννου Γύ Βατάτζη (1222-1254). Μετά ἀπό κάποιες περιπέτειες καί ὑπαναχωρήσεις ῾Αγία Θεοδώρα ταξιδεύει πάλι μέχρι τόν ῞Εβρο καί τελικά τόν ᾿Οκτώβριο τοῦ 1256 γίνονται μέ λαμπρότητα στή Θεσσαλονίκη οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καί τῆς Μαρίας ἀπό τόν Πατριάρχη ᾿Αρσένιο Αὐτωρειανό (1255-1260). Μιά ἄλλη πληροφορία ἀναφέρει ὅτι Θεοδώρα μέ τόν υἱό της Νικηφόρο ἔρχονται στό Βολερό, «εἰς τήν χώραν τοῦ Λετζᾶ», (νότια τῆς ᾿Αδριανουπόλεως), ὅπου συναντῶνται μέ τόν αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Θεόδωρο Βύ Λάσκαρι (1254-1258) τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1256/7.
᾿Εκεῖ ἔμειναν τρεῖς μέρες καί ἀφοῦ ἑόρτασαν τήν ῞Υψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ πιθανότατα στόν περίλαμπρο ναό τῆς Παναγίας Κοσμοσώτειρας Φερρῶν (῞Εβρου) ἐξεκίνησαν γιά τή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγιναν οἱ γάμοι τοῦ Νικηφόρου καί τῆς Μαρίας ἀπό τόν Πατριάρχη ᾿Αρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιά τό λόγο αὐτό ἀπό τή Νίκαια.
Μέσα ὅμως σέ σύντομο χρονικό διάστημα καί μετά τόν ἐρχομό τους στήν ῎Αρτα Μαρία ἀπέθανε.
Μιά νέα προσπάθεια εἰρήνης καί συμφιλιώσεως μέ τήν ἀνορθωμένη πλέον Βυζαντινή αὐτοκρατορία γίνεται καρποφόρα, ὅταν ὁ Νικηφόρος νυμφεύεται τήν ἀνιψιά τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ Ηύ Παλαιολόγου (1259-1282), ῎Αννα. ῾Η ῎Αννα Παλαιολογίνα εἶναι τρίτη θυγατέρα τοῦ ᾿Ιωάννου Καντακουζηνοῦ καί τῆς Εἰρήνης ἤ Εὐλογίας, τῆς ἀγαπημένης ἀδελφῆς τοῦ Μιχαήλ Ηύ. Στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 1265 ὁ αὐτοκράτορας στέλνει τήν ἀνιψιά του μέ λαμπρή συνοδεία στήν ῎Αρτα, ὅπου τό ἴδιο ἔτος γίνονται καί οἱ γάμοι.
Πέρα ὅμως ἀπ αὐτό, πολλές ἦσαν οἱ ἐνέργειες τῆς ῾Αγίας γιά τήν εἰρήνη τῆς περιοχῆς καί τήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν ῾Ελληνικῶν κρατῶν. ᾿Ανάλωσε τή ζωή της στήν προσπάθεια νά ξεπερασθοῦν τά ἐμπόδια γιά τήν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας. Γι αὐτό δίκαια ὀνομάστηκε Θεοδώρα «Εἰρηνοποιός ῾Αγία».
Μετά ἀπό σαράντα περίπου χρόνια ἔγγαμου βίου, ὁ Δεσπότης Μιχαήλ Βύ, «καλῶς καί θεοφιλῶς βιώσας», ἐκοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ.
῾Η Θεοδώρα ἀμέσως ἔτρεξε στό μοναστήρι. Δέκα περίπου χρόνια ζεῖ ὡς μοναχή στό μοναστήρι τοῦ ῾Αγίου Γεωργίου (σημερινή μονή ῾Αγίας Θεοδώρας). ῾Η ζωή της ἀσκητική καί τό πολίτευμά της αγγελικό. Γιά τό διάστημα αὐτό τοῦ βίου της γράφει ὁ βιογράφος της, ὅτι ἐζοῦσε σηκώνοντας τό βάρος τῶν πόνων καί τῆς ἀσκήσεως, αὐξάνοντας τούς καρπούς τῶν ἀρετῶν της, παραμένοντας νύχτα καί μέρα στήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καί συνομιλία μέ τόν Θεό μέ ψαλμούς καί ὕμνους, ἐξαγνίζοντας τό σῶμα της μέ νηστεία καί ὑπηρετώντας μέ προθυμία τίς ἀδελφές μοναχές. ῏Ηταν ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων καί τό στήριγμα τῶν χηρῶν καί ὀρφανῶν, ἐβοηθοῦσε τούς πτωχούς, παρηγοροῦσε τούς θλιβομένους. Φροντίζει γιά τήν ἀνέγερση νέων ναῶν καί μοναστηριῶν καί ἐνδιαφέρεται γιά τή ζωή τῶν μοναχῶν. ῎Εχει μεγάλη εὐλάβεια στούς ῾Οσίους ἀσκητές τῆς περιοχῆς πρός τούς ὁποίους τρέφει ἰδιαίτερη τιμή, ὅπως φανερώνεται στό βίο τοῦ ῾Αγίου ᾿Ανδρέου τοῦ ᾿Ερημίτου († 15 Μαΐου). ῾Ο ῞Οσιος ᾿Ανδρέας ἀσκήτευσε τήν ἐποχή αὐτή σέ ἕνα σπήλαιο στήν περιοχή τῶν σημερινῶν Χαλκιόπουλων. ῞Οταν ὁ ῞Οσιος ἐκοιμήθηκε μέ θαυμαστό τρόπο περί τά ἔτη 1281-2 μ.Χ., βασίλισσα μοναχή μέ ὅλη τή Σύγκλητο πῆγε στό ἀσκητήριο τοῦ ῾Αγίου, προσκύνησε τό ἁγιασμένο του λείψανο καί μέ ἐντολή της ἐκτίσθηκε στό σπήλαιο τοῦ ῾Αγίου λαμπρός ναΐσκος καί λάρνακα πρός τιμήν του.
῾Ο ναός καί ὁ τάφος τοῦ ῾Αγίου σώζονται μέχρι σήμερα ἐντυπωσιάζοντας μέ τίς θαυμάσιας τέχνης ἁγιογραφίες του (τέλη 13ου αἰῶνος μ.Χ.) καί τίς λόγιες ἐπιγραφές του, προερχόμενες πιθανότατα ἀπό λογίους ἀνθρώπους τοῦ κύκλου τῆς ῾Αγίας Θεοδώρας καί τῶν ἀνακτόρων.
῎Εφθασε ὅμως καί γιά τήν ῾Αγία Θεοδώρα τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς καί ἀρχή τῆς ἀπολαύσεως τῆς ἄνω ζωῆς. Στήν ῾Οσία ἀποκαλύπτεται μέρα τοῦ θανάτου της, ὅπως συμβαίνει σέ πολλούς ῾Αγίους. Θερμά παρακαλεῖ τήν Κυρία Θεοτόκο καί τόν μεγαλομάρτυρα ῞Αγιο Γεώργιο νά μεσιτεύουν πρός τόν Κύριο νά τῆς δοθεῖ παράταση ζωῆς ἕξι μηνῶν «πρός τήν τοῦ ναοῦ τελείαν ἀπάρτισιν». ῎Ετσι καί ἔγινε.
Καί ὅταν ἔφθασε πλέον ὥρα νά παραδώσει τήν ἁγία της ψυχή στόν Κύριο, συγκεντρώνει τίς ἀδελφές μοναχές. Γιά τελευταία φορά τίς συμβουλεύει μέ ἀγάπη καί τίς καθοδηγεῖ πῶς νά ζοῦν καί νά ἀγωνίζονται ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι, αὐτή πού ἦταν τό ζωντανό παράδειγμα μιᾶς ἄλλης βιοτῆς. Προσεύχεται γιά τή σωτηρία τους καί δίνοντας τίς τελευταῖες ἐντολές της «χαίρουσα, τό πνεῦμα εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθετο» σέ λικία περίπου 70 ἐτῶν. Δέν γνωρίζουμε δυστυχῶς τό χρόνο τοῦ θανάτου τῆς ῾Αγίας, τοποθετεῖται ὅμως στό χρονικό διάστημα ἀπό τό 1281-1285 μ.Χ.
Τό ἅγιο καί χαριτόβρυτο σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στό νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς της, ὅπου μέχρι σήμερα εὑρίσκεται σέ εὐλογία ὅλων τῶν πιστῶν ὁ σεπτός της τάφος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου