Του Ιωάννη Ελ. Σιδηρά*
Με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τον Σεπτέμβριο του 1889, εξελέγη
Μητροπολίτης Ιωαννίνων. Όταν στις 13 Αυγούστου του 1891 εκοιμήθη ο
Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος ο Ε΄ (1887-1891), ο τοποτηρητής τότε
του Οικουμενικού θρόνου, Μητροπολίτης Βελεγράδων Δωρόθεος συνεκάλεσε την
γενική εκλογική συνέλευση για την έναρξη της διαδικασίας εκλογής του
νέου Οικουμενικού Πατριάρχου (20 Οκτωβρίου 1891). Εκ των 75 μελών της
εκλογικής συνελεύσεως οι ακραίοι ιωακειμικοί, 24 τον αριθμό, αφού
διεμαρτυρήθησαν έντονα για την συμπερίληψη μεταξύ των υποψηφίων προς
εκλογή και του αντιωακειμικού Μητροπολίτου Νικοπόλεως και Πρεβέζης
Νεοφύτου, απεχώρησαν της εκλογικής συνελεύσεως και προέβησαν σε έντονο
διάβημα διαμαρτυρίας στην υψηλή Πύλη, χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό
αποτέλεσμα. Οι παραμείναντες, 51 τον αριθμό, αντιωακειμικοί αρχιερείς,
μεταξύ των οποίων και ο Ιωαννίνων Γρηγόριος, εσυνέχισαν την συνεδρία και
κατήρτισαν τον κατάλογο των υποψηφίων, οι οποίοι ανήρχοντο σε 18,
προκειμένου η Υψηλή Πύλη να εγκρίνει οριστικά τους τελικούς υποψηφίους
για την πατριαρχική εκλογή. Από τον κατάλογο των υποψηφίων εξαιρέθησαν 5
αρχιερατικά μέλη, οι Ηρακλείας Γερμανός, Δέρκων Καλλίνικος,
Αδριανουπόλεως Κύριλλος, Ιωαννίνων Γρηγόριος και Σμύρνης Βασίλειος.
Τελικώς την 27η Οκτωβρίου του 1891, ημέρα της πατριαρχικής
εκλογής, Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και
Πρεβέζης Νεόφυτος.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος ο Η΄ (1891-1894) ολίγον μετά την
άνοδό του στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ανασυγκρότησε
την Ιερά Σύνοδο και εκάλεσε αριστίνδην τους έγκριτους αρχιερείς
Νικομηδείας Φιλόθεο, Χαλκηδόνος Ιωακείμ, Μυτιλήνης Κωνσταντίνο και
Ιωαννίνων Γρηγόριο Καλλίδη. Όταν το 1892 ο Γρηγόριος απεφάσισε να
μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για ν’ αναλάβει τα συνοδικά του καθήκοντα,
ανέθεσε την εκκλησιαστική διοίκηση και εποπτεία της μητροπολιτικής του
περιφέρειας στον πρωτοσύγκελλό του Πανάρετο, τον οποίο δύο έτη αργότερα,
κατά το 1894, ανέδειξε με την προσωπική παρέμβασή του στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο σε βοηθό επίσκοπό του υπό τον τίτλο της πάλαι ποτέ
διαλαμψάσης επισκοπής Ναζιανζού.
Κατά το χρονικό διάστημα που ο Γρηγόριος ήταν μέλος της Αγίας και Ιεράς
Συνόδου του Πατριαρχείου, η Μητέρα Εκκλησία του ανέθεσε πολλά και
σημαντικά διοικητικά και πνευματικά καθήκοντα. Ο Γρηγόριος διετέλεσε
πρόεδρος της συνοδικής επιτροπής που διηύθυνε το πατριαρχικό
τυπογραφείο, πρόεδρος επίσης της συνοδικής επιτροπής για την διαχείριση
των μοναστηριακών κτημάτων και μέλος της εφορίας της Ιεράς Θεολογικής
Σχολής της Χάλκης. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη υπήρξε η δράση του Γρηγορίου
ως προέδρου του εκκλησιαστικού δικαστηρίου του Πατριαρχείου. Από της
θέσεως αυτής ο Γρηγόριος άφησε λαμπρές αναμνήσεις για την επιδέξια
διεύθυνση των πολυδαίδαλων συζητήσεων στο ακροατήριο, τον αδέκαστο
χαρακτήρα του και την μεγάλη προθυμία του για την επιτέλεση των
καθηκόντων του. τελικώς, ο Μητροπολίτης Γρηγόριος επανέκαμψε εκ της
Κωνσταντινουπόλεως στην έδρα της μητροπολιτικής του επαρχίας, στα
Ιωάννινα, κατά τον Μάϊο του 1894.
Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, που ως γνωστόν απέβη εις βάρος της
μικρής τότε Ελλάδος. Ο Μητροπολίτης Γρηγόριος προφύλαξε και
κυριολεκτικώς έσωσε τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό από βέβαιη σφαγή. Οι
Οθωμανοί ήταν έτοιμοι να πνίξουν στο αίμα τα Ιωάννινα, αλλά τότε ο
Γρηγόριος ανόρθωσε το ανάστημά του ως αρχιερέως και ποιμενάρχου και σε
κοινή συνεργασία με τους γενικούς προξένους των μεγάλων ευρωπαϊκών
δυνάμεων που είχαν την έδρα τους στα Ιωάννινα, απέτρεψε την γενική σφαγή
των ρωμιών στην ευρύτερη μητροπολιτική περιφέρεια των Ιωαννίνων.
Το ίδιο έτος και επ' αφορμή της σωτηρίου δράσεως και παρεμβάσεώς του, ο
Γρηγόριος ετιμήθη υπό του τότε αντιβασιλεύοντος και διαδόχου του
ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνου με το ελληνικό παράσημο των Ανωτέρων
Ταξιαρχών του Σωτήρος Χριστού. Συγχρόνως δε έλαβε υπό του αυτοκράτορος
της Ρωσίας τον Μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννης και υπό του ηγεμόνος του
Μαυροβουνίου τον Μεγαλόσταυρο του Δανιήλου. Αλλά και ο Σουλτάνος είχε
τιμήσει τον Γρηγόριο κατά το έτος 1885, όταν ήταν Μητροπολίτης
Θεσσαλονίκης, με το επίσημο κρατικό παράσημο Οσμάνιε της Β΄ τάξεως, το
οποίο ολίγοι μόνο Ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ηξιώθησαν να
λάβουν από τον αλλόθρησκο μάλιστα δυνάστη.
Όταν την 25η
Οκτωβρίου του 1894 παραιτήθη του θρόνο ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Νεόφυτος ο Η΄ (1891-1894), ο Γρηγόριος έθεσε υποψηφιότητα για τον
πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και όταν η Ιερά Σύνοδος
υπέβαλε προς έγκριση από την Υψηλή Πύλη τον κατάλογο των προς εκλογή
υποψηφίων, το αρμόδιο υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων διέγραψε τα
ονόματα 7 υποψηφίων αρχιερέων μεταξύ των οποίων ήταν και το όνομα του
Γρηγορίου. Έτσι, Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη στις 20 Ιανουαρίου 1895
ο Μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου Άνθιμος ο Ζ΄ (1895-1897), τον οποίο ο
Γρηγόριος στο παρελθόν είχε φιλοξενήσει επί μακρόν στην Μητρόπολή του,
στα Ιωάννινα, όταν ο Άνθιμος είχε αρνηθεί την μετάθεσή του από την
Μητρόπολη Αίνου στην Μητρόπολη της Αγχιάλου και επροτίμησε να ιδιωτεύσει
στην πόλη των Ιωαννίνων. Πληροφορούμεθα επίσης από το περιοδικό της
ʺΕκκλησιαστικής Αλήθειαςʺ ότι ο Γρηγόριος εκλήθη για δεύτερη φορά ως
μέλος της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου επί των ημερών του
Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντίνου του Ε΄ (1897-1901).
Στις 27 Μαρτίου του 1901, όταν παραιτήθη ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Κωνσταντίνος ο Ε΄ και εχήρευσε ο πατριαρχικός θρόνος, ο Γρηγόριος έθεσε
και πάλι υποψηφιότητα, αλλά το υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων
διέγραψε το όνομα τόσο του ιδίου, όσο και άλλων 6 υποψηφίων Αρχιερέων
από τον κατάλογο των υποψηφίων προς εκλογή. Έτσι, κατά την 25η Μαΐου του 1901 νέος Οικουμενικός Πατριάρχης εξελέγη για δεύτερη φορά ο αείμνηστος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ (1901-1912).
*Πηγή: enromiosini.gr
*Πηγή: enromiosini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου