Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

«Ο ναός των παιδικών μας χρόνων»



Ένα κείμενο λυρικού στοχασμού για τον «Αη Νικόλα στους Κοπάνους» του αείμνηστου λογοτέχνη Γιώργου Βρέλλη

Κείνη η ιστορική, εξοχική εκκλησία, ο ναός του Αγίου Νικολάου - Κοπάνων, ο κοιμητηριακός, των παιδικών μου χρόνων οι συνάξεις και οι λειτουργεμοί και των παιδικών μου χρόνων σκιρτήματα και παιγνιδισμοί και ξενιασιάς ξεσπάσματα αυθορμιτισμού.
Το ιερό της πίστης μου, εντευκτήριο θυμήσεων, επιζήσεων, παραστάσεων ασβέστων και αξέχαστων, ανεξίτηλων εικόνων, κάτω από το φώς του στέρια αναπτυσσόμενου θρησκευτικού συναισθήματος. Αυτές οι γραμμές, λόγια θυμητικά, ξυπνούν το παρελθόν με γεγονότα χαρωπά κι άλλα με θλίψη αγγιγμένα. Αναδρομές, ανάκατα γλυκόπικρες και ακουστό το απόηχο των περασμένων, ριζωμένο μέσα μου ανέβγαλτο και σφιχτοκρατημένο. Τα διαρεύσαντα χρόνια πότε ευάρεστα δεκτά και πότε εφιαλτικά. Μέσα σ' αυτά μεγάλωσε η θρησκευτικότητά μας.
Τότε νιώσαμε το Χριστό δικό μας τον θαλασσινό μας Άγιο και από τότε τους προσκυνούμε χειμωνοκαλόκαιρα, οδοιπόροι στο χωματόδρομο και τα γύρω μας αμπέλια, αγροί, λαχανόκηποι. Πάντα ποδαράτοι στην αγνή φύση, σ’ ανθισμένες χωραφιές και γραφικά τοπία βουκολικά, πηγές και νερό και ησυχία.
Με εξαίρεση τον Μύλο του Σάρρα -στη «Συνάντηση»- και απ’ εκεί όλη η οδός Παυσίλυπου χωρίς κανένα κτίσμα. Επίκεντρο εκτόνωσης της αλκής το καφενεδάκι του περιβόλου, ανάμεσα σε μωριές, μηλικοκιές που ήταν συνεργοί στα παιχνίδια μας και μοιραστάδες εμείς στους καρπούς των.
Εκεί λοιπόν ο εκκλησιασμός σε κάθε εποχή, στοιχείο συνδετικό ενισχυτικής αναγέννησης, της πρώτης νιότης μου. Αλησμόνητοι γιορτασμοί η Δεύτερη Ανάσταση που παίρναμε την Εικόνα της Έγερσης από το σπίτι του Νεομάρτυρα Αϊ Γιώργη και τη φέραμε με ευλαβική πομπή στον Αϊ Νικόλα, όπου ο Παπά Σπύρος ο Κατσίκας διάβαζε το Ευαγγέλιο στα Αλβανικά, γιατί είχε ζήσει στη Βόρειο Ήπειρο. Τρία τα πανηγύρια χρονικής: Του Αποστόλου Θωμά, του Αγίου Γρηγορίου και του Αγίου Νικολάου.
Σύρριζα σχεδόν η λίμνη που σε καιρό νηνεμίας δείχνανε στα βάθη τοίχια και λιθοσώρια παλιού χωριού παρόχθιου και πλάκες που στουμπάγανε με τον κόπανο τα σκουτιά.
Η εκκλησία πυρπολήθηκε το 1820 με εμπρηστικές βόμβες, ριγμένες από το Κάστρο, με διαταγή του Αληπασιά, για να μη βρίσκουν καταφύγιο και τόπο να σταθμεύσουν οι Σουλιώτες, που έφυγαν και ξαναπήραν το Σούλι. Ανοικοδομήθηκε από το Νούση, Ιωάννη Χρυσό που πέθανε στις 17-2-1860. Στο Μηναίο Ιουνίου 1684 γράφονται τα εξής: «Έγινε πολλή βροχή και πλήθυνε το νερό της λίμνης κι εβγήκεν και έπνιξε οσπίτια τόσα και μέσα ως στη Μητρόπολη ως μια σπιθαμή το βάθος του νερού».
Εδώ φυλάσσεται το χέρι του Αγίου Γρηγορίου, μετά από περιπέτειες των Ορλωφικών. Το δε 1784 φιλοτεχνήθηκε σε ασήμι θήκη από τον Ποντίκα τον Καλαρρυτινό. Σε μικρή λειψανοθήκη φυλάσσονται 4 τεμάχια λειψάνων που ανήκουν στον Άγιο Γεώργιο τον Μεγαλομάρτυρα, Άγ. Τρύφωνα, Άγ. Παντελεήμονα, Άγ. Μάρκο.
Εδώ στο ναό το 1820 φυλάκισαν τις 17 γυναίκες και τις πήρε και τις έπνιξε ο Αληπασιάς. Το πτώμα της Κυρά Φροσύνης θάφτηκε στου Αγ. Αναργύρους του Στρουνίου. Εδώ στον πόλεμο του 1912-13 , πάνω στο γυναικείο, κάτω από την στιβαγμένη ξυλεία κρύβαν τα όπλα οι Επίτροποι Γκόλφας ή Κωτσιάναγιας και ο Φωτόπουλος.


Δυο τα συγκλονιστικά και τραγικά γεγονότα και μακάβρια που σημαδεύτηκαν στη μνήμη μου. Το πρώτο η ομαδική κηδεία των θυμάτων της ληστείας της Πέτρας και το δεύτερο απολείτουργα της 25-3-1944 ακούγαμε το βουητό των ξεσκέπαστων φορτηγών που κουβαλάγανε τους Γιαννιωτοεβραίους, στον αφανοσμό, τσουβαλιασμένα κορμιά, ψυχικά ράκη μελλοθανάτων, τουρτουρίζοντες από το χιονόνερο που έπεφτε, σάβανο του χαμού των.
Μεγάλη μας χαρά να ντυθούμε «παπαδάκια», με τα στχάρια για να βαστούμε λαμπάδες, ξεφτέρια, Σταυρό και φανούς σε λατρευτικές ώρες και ώρες εξόδιες του Επιταφίου ανάμεσα από τα δάση των υψωμένων σταυρών.
Γνήσια και αυθεντική η παρακολούθηση τελετών και μυστηρίων με τους φτωχούληδες, τους καροτσέρηδες, μεροκαματιάρηδες και μπαλωματήδες, τους «εχούμενους νοικοκυραίους». Δεν ξέρω μόνον αν ακούγαμε ίδια εμείς τα φτωχά παιδιά με τους κατέχοντας πλούσια τα αγαθά, τις ψαλμωδίες και τα δρώμενα. Ακούγαμε όμως κατάβαθα συγκινημένοι, μαυροφορεμένες γυναίκες και πενθοφορούντες, ορφανά μαρασμένα την πένθιμη χορωδία του λυγμού, των δακρύων και του πόνου.
Πιτσιρικάδες το πιάναμε στο ψαλτήρι πλάγι στον Καπαμά, τον Τσάκα, τον Τάκη Κόκκινο, τον Γιώργη Κυριακίδη και βαστάγαμε ίσιο. Και τρανή και καρπόφορη η προσδοκία, όταν οι ηλικιωμένοι και σεβάσμιοι Επιτρόποι μας έδιναν τη δραχμούλα για την προσφορά μας...
Από τότε, από παιδάκια μπήκαμε στο δρόμο του Θεού, στο μάθημα της αυτογνωστικής σιωπής και προσευχής, της φιλοσοφίας και της χριστιανικής μεγαθυμίας και εγκαρτέρησης και από τότε βαστάνε τη μοσχοβολιά του θυμιάματος, ευωδιασμό της δάφνης, τη θεϊκιά πνοή. Και αυτά ακολουθούν των φευγάτων ψυχών τη λιτανεία, μέσ’ από το μονοπάτι της οδύνης και του παντοτινού στερεμού. Και έξω, η νεκροπολιτεία πνιγμένη στη γαλήνη και την ανάπαυση  της μεταφυσικής αλλαγής. Το βασίλειο του θανάτου με τη σιωπή και το σκοτάδι που μερεύει το καντήλι. Εκεί και το φυλάκιο του Πέτρου «Λέλεκα», του πανύψηλου νεκροθάφτη. Κάθε μνήμα χαροντικό τραπέζι. Εκεί το χώμα σκέπασε κορμιά προσφιλών, στο μεταθανάτιο καταφύγιο της οριζοντίωσης, για τον υψωμό στο υπερβατικό. Εδώ ανακαλύπτεις το μυστικό της ζωής στο μυστικό του θανάτου. Κέντρο διερχομένων για την αιωνιότητα.
Κι ο Παπά Σπύρος μοναχός στη μοναξιά, ιερομόναχος τη ζωή του αφιέρωσε ο άξιος Λευίτης στον Κύριο. Κατοικούσε στους Γοργολαίους και ήταν γείτονάς μας. Μας έστελνε ο δάσκαλος, να μας δώσει κεφάλαιο και εδάφιο του Ευαγγελίου της Κυριακής και στο τραπέζι με το καντήλι ατενίζαμε την εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας. Απαρνητής των εγκοσμίων, μορφή αγιασμένη, μάρτυρας της ζωής βρήκε στο τέλος τη θεραπεία του, στη λησμονιά με τον καρπό της αμπέλου. Και κοντά του -προπολεμικά- κι άλλο ρημάδι ο νεωκόρος, ο Μπάρμπα Κώστας ο Κράχτης, μισότυφλος και πιστός μέχρι θανάτου.
Χρόνια φευγάτα κι αγύριστα, νοσταλγικά, πεθυμιάρικα έστω και μέσα στη σκληρή και ωμή πραγματικότητα που κάποτε όλους μας ραπίζει βάναυσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου