Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

«ΤΑΦΟΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΩΣΙΣ ΟΥΚ ΕΚΡΑΤΗΣΕΝ, ΑΛΛ’ ΩΣ ΖΩΗΣ ΜΗΤΕΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΜΕΤΕΣΤΗΣΕΝ Ο ΜΗΤΡΑΝ ΟΙΚΗΣΑΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΝ»

ΟΜΙΛΙΑ

Τοῦ πρωτ/ρου Λάμπρου Χ. Τσιάρα

Ἀγαπητοί ἀναγνῶστες.

Ἡ εἲσοδός μας, σύν Θεῷ, στήν εὐλογημένη περίοδο τοῦ Δεκαπενταγούστου ἀποτελεῖ μιά καλή εὐκαιρία νά ἀναφερθοῦμε στό περιεχόμενο τῆς πάνσεπτης ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως καί τῆς εἰς οὐρανούς Μεταστάσεως τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.

Μιά γυναίκα, λοιπόν, στήν ἀρχή τοῦ κόσμου, μέ τήν παρακοή της στόν Θεό, ἒριξε τό γένος μας στόν θάνατο. Μιά ἂλλη γυναίκα, τώρα, ἀξιώνεται νά γίνει «μήτηρ τῆς ζωῆς» τουτέστι μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί «γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».

Καθώς ὁ τίτλος μαρτυρεῖ, ἡ παναγία καί ἀειπάρθενος κόρη, πού γεννήθηκε θαυματουργικά ἀπό ἂτεκνους καί ὑπερήλικες γονεῖς, καί πού ἀξιώθηκε νά γεννήσει τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ ἀδιαφθόρως, σήκωσε λοιπόν καί αὐτή τίς συνέπειες τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων: ἐκπλήρωσε καί αὐτή τό κοινόν χρέος· ἀπέθανε δηλ. καί ἐτάφη. Ὃμως, καθώς ψάλλει ὁ ὑμνωδός καί ἀγάλλεται ἡ Ἐκκλησία, «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν, ἀλλ΄ ὡς ζωῆς μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» (Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς).

Τά περί τῆς Μαρίας ὡς παρθένου μητρός τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μᾶς εἶναι γνωστά ἀπό τίς ὑπάρχουσες στήν Καινή Διαθήκη μαρτυρίες. Ὡστόσο, πέραν τῶν μαρτυριῶν αὐτῶν, ἡ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος συμπληρώνεται καί μέ ἂλλες ἀκόμα πληροφορίες, προερχόμενες ἀπό τήν ζῶσα προφορική παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἀκόμη δέ καί ἀπό τά “ἀπόκρυφα” λεγόμενα βιβλία, ὃπως π.χ. τό «πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου», τό ὁποῖο, βεβαίως, οὒτε εὐαγγέλιο εἶναι, οὒτε ἀπό ἀπόστολο Ἰάκωβο ἐγράφη, ἀφοῦ πρόκειται γιά κείμενο πού ἐμφανίσθηκε στά μισά τοῦ δεύτερου ἀιῶνα. Τέλος πάντων, ἡ Ἐκκλησία, βασιζόμενη κυρίως στήν ἀπ’ αρχῆς παραδοθεῖσα ὑγιαίνουσα διδασκαλία, ἀξιοποίησε στή ζωή καί στή λατρεία της ἀρκετά στοιχεῖα κι ἀπό τά ἀπόκρυφα συγγράμματα. Ὡστόσο, ἀπέρριψε ὃσα μυθώδη ἢ ἀφελῆ καί παιδαριώδη περιέχονταν σέ αὐτά, καί ἀπέβλεπαν στόν ἐντυπωσιασμό τῶν πιστῶν μέ ἀχρείαστες - ἐνίοτε καί ἐπικίνδυνες – ὑπερβολές…

Ὑπάρχει στήν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μιά ἐξαιρετικά σοφή καί πειστική ἀρχή -κριτήριο- , σχετικῶς μέ τό τί κρατοῦμε καί τί ἀπορρίπτουμε στήν Ἐκκλησία ὡς παράδοση, ἡ ἑξῆς: Γίνεται ἀποδεκτό «ὃ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη». Κρατοῦμε δηλ. ὃ,τι ἀπ’ ὃλους πιστεύεται ὡς κοινή πίστη καί λατρεία καί παράδοση, καί βιώνεται ἀπ’ ἀρχῆς στήν καθολική ἐκκλησιαστική συνείδηση. Τό κριτήριο αὐτό ἲσχυσε καί στήν θέσπιση ἑορτῶν, ὃπως τῆς Γεννήσεως, τῶν Εἰσοδίων καί τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού καθιερώθηκαν μέ βάση τίς ὑπάρχουσες στά “ἀπόκρυφα” συγγράμματα πληρφορίες. Τό ὃτι το πλήρωμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἀποδέχτηκε ὁμοθύμως τά στοιχεῖα αὐτά, εἶναι –ἐτοῦτο- ἓνα σοβαρό κριτήριο ὑπέρ τῆς ἀλήθείας.

Ἀφήνουμε τώρα τήν ἀναφορά στήν ἐξόδια πομπή, μέ τούς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ νά παίρνουν μέρος, τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ νά ἒρχονται ἀπό τά πέρατα τῆς γῆς, «ὑπό νεφῶν μεταρσίως αἰρόμενοι», τά πλήθη τοῦ λαοῦ νά συρρέουν, τά σημεῖα πού ἒγιναν σέ πιστούς καί ἀπίστους κατά τήν νεκρώσιμη ἐκείνη τελετή, καί τόν ἐνταφιασμό τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου· γιατί ἐκεῖνο πού μᾶς ἐνδιαφέρει νά τονίσουμε ἐδῶ εἶναι α) ὃτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἀπέθανε καί ἐτάφη, καί β) ὃτι μετά ταῦτα, μετέστη στούς οὐρανούς, γιά νά ’ναι μέ τόν Υἱό της ἀχώριστη «εἰς τό παντελές».

Ἡ διδασκαλία αὐτή, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, περί τῆς Κοιμήσεως καί τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, ἀποτελεῖ τήν καθολική πίστη τῶν ὀρθοδόξων Πατέρων, καί, κατ’ ἐπέκταση, τήν πίστη τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Διά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές, παραθέτουμε στή συνέχεια σύντομες μαρτυρίες τριῶν ἐκ τῶν κορυφαίων πατέρων καί θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας μας:

α) ὁ ἱερός Νικ. Καβάσιλας, στόν λόγο του «Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου», γράφει: «Ἒπρεπε ἡ πανάγια ἐκείνη ψυχή νά χωρισθεῖ ἀπό τό πανάγιο σῶμα. Καί χωρίζεται βέβαια, καί ἑνώνεται μέ τήν ψυχή τοῦ Υἱοῦ της… Καί τό σῶμα, ἀφοῦ ἒμεινε γιά λίγο στή γῆ,(στόν τάφο), ἀναχώρησε κι αὐτό μαζί μέ τήν ψυχή. Γιατί ἒπρεπε νά περάσει ἀπ’ὃλους τούς δρόμους, ἀπό τούς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας, νά λάμψει καί στούς ζωντανούς καί στούς νεκρούς· νά ἁγιάσει διά μέσου ὃλων τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά λάβει-ἀμέσως μετά- τόν τόπο πού τῆς ἁρμόζει. Ἒτσι ὁ τάφος φιλοξένησε γιά λίγο (τρεῖς ἡμέρες) τό πανάγιο σῶμα της· τό παρέλαβε ἒπειτα ὁ οὐρανός… Ξαναδόθηκε ἒτσι ὁ θρόνος(=ἡ Θεοτόκος) στόν Βασιλέα (=Χριστό),… ἡ μητέρα στόν Υἱό, ἂξια καθ’ ὃλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους».

β) Ὁ ἃγ.Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τό αὐτό λέγει: «Διά τοῦτο τό γεννῆσαν εἰκότως σῶμα(τῆς Παναγίας) συνδοξάζεται τῶ γεννήματι (μέ τόν Υἱό της) δόξῃ θεοπρεπεῖ καί συνανίσταται». Κι ὃταν φθάνει στίς λεπτομέρειες περιγράφει τό πῶς: «ὃπως στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ», λέγει, «ἒτσι καί στόν τάφο τῆς Παρθένου, οἱ μαθητές δέν βρῆκαν παρά μόνο “τάς σινδόνας καί τά ἐντάφια”» (Λόγος εἰς τήν Κοίμησιν).

γ) Ὁ ἃγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στίς τρεῖς ὁμιλίες του «εἰς τήν Κοίμησιν» εἶναι ἰδιαίτερα σαφής. Ρωτάει π.χ. στή β’ ὁμιλία του, ἀπευθυνόμενος πρός τόν τάφο τῆς Παναγίας, σάν σέ πρόσωπο: «Σύ δέ, ὦ τάφων ἱερῶν ἱερώτατε, μετά τόν ζωαρχικόν τοῦ Δεσπότου τάφον…, ποῦ ἡ ζωοτόκος πηγή; Ποῦ τό πολυπόθητον σῶμα τῆς Θεοτόκου καί πολυέραστον;». Καί ὁ τάφος ἀπαντᾶ: «τί ζητεῖτε ἐν τάφῳ τήν πρός τά οὐράνια μετεωρισθεῖσαν σκηνώματα;… Οὒ μοι δύναμις τοῖς θείοις ἀντιτείνειν κελεύσμασι. Τάς σινδόνας καταλιπόν τό σῶμα τό ἱερόν τε καί ἃγιον… ἀνάρπαστον οἲχεται, δορυφορούντων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων καί πασῶν τῶν οὐρανίων δυνάμεων» (Β’ ὁμιλία).

Πόσο μακρυά, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, ἀπό τις ἀλήθειες αὐτές βρίσκονται οἱ νεώτερες αἱρετικές δοξασίες τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Παναγίας μας, ὃτι, τάχα, ἡ σύλληψη καί ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου ἀπό τους ἁγίους γονεῖς της Ἰωακείμ καί Ἂννα εἶναι ἂσπιλη, δηλ. χωρίς τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ὃμως αὐτή ἡ ἀντίληψη ξεχωρίζει τήν Παναγία ἀπό τούς γονεῖς της, τούς προγόνους της, κι ἀπ’ ὃλο τό γένος τῶν ἁνθρώπων κατά τρόπο αὐθαίρετο· καί… τό χειρότερο· διακυβεύεται ἐδῶ ὁ σκοπός τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Θεοῦ καί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο, γιά νά σώσει τον πεσμένο καί τσακισμένο ἂνθρωπο· νά θεραπεύσει τήν αἰτία τῆς ἀρρώστειας μας, πού ‘ναι ἡ ἁμαρτία: ἡ κληρονομηθεῖσα καί ἡ προσωπική. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ μόνη ἂσπιλη καί ἀμόλυντη ἀπό κάθε προσωπικό ἁμάρτημα, ὂχι ὃμως κι ἀπό τήν ἁμαρτητική κληρονομιά πού μᾶς μετέδωκαν οἱ πρωτόπλαστοι.

Ἡ ἐξαίρεση τῆς Θεοτόκου ἀπό τήν κληρονομικότητα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὑπονομεύει τήν ἀλήθεια περί τοῦ σκοποῦ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ἂν ἡ Παναγία δέν βρίσκότανε κάτω ἀπό τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, πῶς, λοιπόν, πέθανε, ἀφοῦ ὁ θάνατος ἒρχεται ὡς συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος; Γι’ αὐτό καί τό νεώτερο “δόγμα” τοῦ Βατικανοῦ περί ἐνσωμάτου ἀναλήψεως στόν οὐρανό ἀποσιωπᾶ ἐντελῶς τό ἂν πράγματι ἀπέθανε ἢ ὂχι ἡ Παναγία. Ἐδῶ ὑπάρχει μεγάλη αντιφαση· διότι ἐνῶ ἡ ἀρχαία πίστη καί παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὃτι τό σῶμα τῆς Παναγίας ἀνελήφθη στούς οὐρανούς -ἀφοῦ ὃμως πέθανε καί τό σῶμα της ἐνταφιάσθηκε στή γῆ- ἡ “Βούλλα” τοῦ πάπα ἀναγκάζεται νά ἀποσιωπήσει τό θέμα τοῦ θανάτου, διότι τήν δεσμεύει τό προηγούμενο “δόγμα” περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως, ἐκτός κι ἂν θελήσουν καί ἐδῶ οἱ “σοφοί” καί οἱ “ἀλάθητοι” τοῦ Βατικανοῦ νά εἰποῦν, ὃτι καί τῆς Παναγίας ὁ θάνατος εἶναι “λυτρωτικός” καί η Παναγία “λυτρώτρια” ἢ “συλλυτρώτρια”, ὃπως ἢδη λέγουν καί γράφουν καί κινοῦνται οἱ σύγχρονες τάσεις τῆς Ρωμαιοκαθολικής “Μαριολογίας” (Σχόλιο τοῦ π. Ἀθαν. Γιέβτιτς· πρβλ Ι.Καλογήρου, ΘΗΕ, λ. Μαρία). Αὐτό θά εἶναι «ἡ ἐσχάτη πλάνη, χείρων τῆς πρώτης…».

Δέν μειώνεται, ἀδελφοί, καθόλου δέν μειώνεται, ἡ καθαρότητα τῆς Παρθένου, μέ τό νά φέρει καί αὐτή τό “φορτίον” τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων. Ἂν καί ἒφερε τίς συνέπειες ἐκείνης τής ἀμαρτίας, κατάφερε, μέ τήν ἂσπιλη καί ἀμόλυντη διαγωγή της, τήν σταθερή θέληση καί τήν ὑπακοή της, νά ἐπισπάσει ἀπάνω της τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὣστε νά τήν ἐπιλέξει, ὂχι ἁπλῶς ὡς τήν καλύτερη (συγκριτικῶς), ἀλλʼ ὡς τήν ἀπόλυτα καλύτερη, ἒτσι πού νά τοῦ ταιριάζει νά γίνει “κατοικία” του, Μητέρα του, καί να γεννηθεῖ ἀπ’ αὐτήν ὡς ἂνθρωπος στόν κόσμο! Δέν εἶναι ἂβουλη ἡ Παρθένος, ὂπως ἡ γῆ, πού… χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Δημιουργό ὡς ὓλη, καί, ἁπλῶς, ἒγινε ὃ,τι ἒγινε, χωρίς τήν δική της θέληση και συνεργία. Ἡ μεγάλη βουλή τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἠσαΐας, περί τῆς ἐνανθρωπήσεως δηλ. τοῦ Λόγου, τήν ἀνήγγειλε βεβαίως ὁ Θεός, τήν “ἐπικύρωσε” ὃμως, μέ τήν συγκατάθεσή της, η Παρθένος (Νικ. Καβάσιλας).

Ἒτσι, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου ἦταν ἒργο ὂχι μόνο τοῦ Πατρός πού «εὐδόκησε», καί τῆς Δυνάμεώς του, πού «ἐπεσκίασε», καί τοῦ Πνεύματος πού «ἐπεδήμησε», ἀλλά καί τῆς θελήσεως καί τῆς πίστεως τῆς Παρθένου… (ὃ. π.). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ ἂμωμη κόρη τῆς Ναζαρέτ ρώτησε, ἂκουσε καί πληροφορήθηκε, πίστεψε καί ἀπάντησε στόν Ἀρχάγγελο μέ τό «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου»· νά γίνει ὃπως τό λές… Μέ τήν ἀπάντηση αὐτή ἒντυσε ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, «ἐξ ἂκρας συλλήψεως», τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὂχι μόνο μέ σάρκα καί αἷμα, ἀλλά καί μέ νοῦ καί θέληση καί ἐνέργεια ἀνθρώπινη…

Ἀειπάρθενε, εὐλογημένη Θεοτόκε·

Δόξα καί τιμή καί προσκύνηση σ’ Ἐκεῖνον, πού σέ ἐπισκίασε μέ τή Χάρη του, καί σέ ἒκαμε «ὑπέρ λόγον καί ἒννοιαν» Μητέρα του. Δόξα πρέπει καί σ’ ἐσένα, πού ἀξιώθηκες τῆς ὓψιστης τιμῆς, νά γίνεις καί νά μένεις Μητέρα του «εἰς τό διηνεκές»… Κάνε, μέ τη χάρη σου, ν’ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε «Θεοῦ κατοικητήρια».

ΑΜΗΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου