«Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινό μονοπάτι και έστριψα στο περβόλι
μου κι έσκαψα κι έθαψα το καλάμι και πάλι ψιθύρισα: «θα γίνει η ανάσταση μιαν
αυγή, πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή»
(«Μνήμη Α’»).
Σημαίνουν οι καμπάνες. Ανέστη. Ανάβουν οι λαμπάδες. Φως. Μια
στάση και η ζωή συνεχίζεται. Μπαίνεις στο ναό, στέκεσαι, λαμβάνεις το φως.
Έξοδος. Η Ανάσταση είναι μια στάση. Δεν μπορεί να είναι η ζωή σου. Έμαθες ότι
την ζωή την παίρνεις στα χέρια σου, δεν περιμένεις από άλλον να σε βοηθήσει,
ακόμη κι αν είναι ο Θεός. Αλλού σε περιμένει η χαρά. Το πολύ πολύ να κρατήσεις
στην καρδιά σου το όραμα ενός Παράδεισου λουσμένου στο φως. Για την παρηγοριά
σου. Για όταν το τέλος φθάσει.
Και θάβεις για έναν χρόνο και πάλι τα σημαντικά για τ’
ασήμαντα σου και προχωράς. Για να θυμηθείς πού τα άφησες όταν θα χρειαστείς να
προσθέσεις. Όπου ο θησαυρός, εκεί και η καρδιά. Όπου οι αναμνήσεις. Όπου τα
τιμαλφή σου. Όπου τα πρόσωπα που αγάπησες και δεν μπορεί να είναι πια στη ζωή σου.
Νεκρά ή ζωντανά δεν έχει σημασία. Για σένα δεν είναι.
Κρυμμένη σπίθα η πίστη ωστόσο. Σου λέει ότι στο περβόλι της
ψυχής, εκεί που θάβεις, θα γίνει η ανάσταση. Σαν μαρμαρυγή ορθρινή. Σαν έαρ
γλυκύ. Όχι για να υπάρξουν ξανά με την ίδια μορφή όποιοι και όσα αγάπησες, αλλά
γιατί είναι πάντα μέσα σου. Είναι κι αυτοί και αυτά εσύ. Η εικόνα για την οποία
η Ανάσταση έγινε. Και την ίδια στιγμή εσύ είσαι και σ’ αυτούς και σ’ αυτά. Και
θα αναστηθείς μαζί τους.
Μ’ αρέσει ο ψίθυρος της αναστάσιμης αυγής.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου