Του Χρήστου Γιανναρά
Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας αναφέρεται στη συνέχεια της ύπαρξης του ανθρώπου και μετά τον θάνατο όχι με ορολογία και προϋποθέσεις συνεπούς οντολογικού προβληματισμού, αλλά σαν σε δεδομένο αυτονόητο, κοινά αποδεκτό. Η γλώσσα των πνευματικών γενικότερα παραδόσεων μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία δεν είναι γλώσσα συστηματικών διατυπώσεων, είναι κυρίως μια εικονολογική εκφραστική: Παραπέμπει στην εμπειρική αμεσότητα της γνώσης (όπως και η γλώσσα της Τέχνης και η εκφραστική του έρωτα), δεν αποβλέπει στη συλλογιστική συνέπεια και στην ακρίβεια των ορισμών.
Έτσι και για τα μετά τον θάνατο (την «κοίμηση» του ανθρώπου) χρησιμοποίησε η Εκκλησία την εικονολογική εκφραστική, αλλά και την κυρίαρχη στις παραδοσιακές κοινωνίες γλώσσα των αρχετυπικών θρησκευτικών βεβαιοτήτων (γλώσσα συντονισμένη και με τη γεωκεντρική αντίληψη της πραγματικότητας που είχε ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός κόσμος). Τα όρια αυτής της δεύτερης γλώσσας, της θρησκευτικής, είναι σαφώς τα όρια του αισθητού κόσμου: όρια χρόνου, χώρου, αριθμητικών μεγεθών, ατομικών οντοτήτων. Όμως, η «αποφατική» από την Εκκλησία χρήση της άφηνε πάντοτε περιθώρια μεταφορικής (αλληγορικής) εκδοχής των σημαινόντων, παραπεμπτικής σε εμπειρικές ψηλαφήσεις. ΄Η επέτρεπε η αποφατική χρήση μεταγραφές σε γλώσσα συνεπούς οντολογικού προβληματισμού (πρβλ. την περίπτωση Μαξίμου του Ομολογητού).
Η καταρχήν αποφυγή συστηματικών (ορθολογικών) διατυπώσεων πρέπει να υπαγορευόταν και από τη μέριμνα να αποφευχθεί αυτό που τελικά, για μεγάλο τμήμα της Χριστιανοσύνης, αποδείχθηκε αναπόφευκτο: Να ειδωλοποιούνται οι «βεβαιότητες» που προσπορίζει η νοησιαρχική συλλογιστική, να υποκαθιστούν την αμεσότητα της εμπειρικής γνώσης (το άθλημα της αυθυπερβαταικής μετοχής στις κοινωνούμενες ψηλαφήσεις του εκκλησιαστικού σώματος) οι ατομοκεντρικές ψυχολογικές «πεποιθήσεις».
Όμως, και μια δεύτερη έκφανση ειδωλοποίησης διατυπώσεων, παράλληλη με τη νοησιαριχκή θεμελίωση «βεβαιοτήτων», βρήκε επίσης έδαφος στον χριστιανικό κόσμο: Είναι η απόδοση κύρους «αντικειμενικής», απόλυτης αυθεντίας στα κείμενα της λεγόμενης πατερικής γραμματείας των οκτώ (τουλάχιστον) πρώτων αιώνων.
Ωσάν να διατυπώθηκε τότε οριστικά και τελειωτικά ό,τι είχε να ευαγγελιστεί η Εκκλησία στον κόσμο, μαζί και η εκφραστική (κείμενα και «τάξη») της εκκλησιαστικής λατρείας. Ωσάν η «αποκάλυψη» που επαγγέλλεται η Εκκλησία να μην είναι ο τρόπος υπάρξεως του ευχαριστιακού σώματος, συνεχώς και με τη γλώσσα κάθε εποχής μαρτυρούμενος, γλώσσα σχέσεων, πρωταρχικά λατρευτική. Αλλά, ωσάν να είναι η εκκλησιαστική μαρτυρία μια κωδική, άπαξ διατυπωμένη σε μακρινό παρελθόν θρησκευτική ιδεολογία, και η λατρεία μια στερεότυπη παντομίμα. Η ορμέμφυτη και ατομοκεντρική θρησκευτική ανάγκη του ανθρώπου για είδωλα απαιτεί κωδικοποιημένες «πηγές» της αλήθειας, κείμενα αλάθητης αυθεντίας, όπως είναι και οι γραφές του Μαρξ για τους μαρξιστές ή το Mein Kampf του Χίτλερ για τους ναζιστές.
Η ειδωλοποίηση των κειμένων, αλλά και των λειτουργικών τύπων του παρελθόντος, έχει οδηγήσει σε μια προκλητική αντίφαση: Η δίψα του ανθρώπου για ολοένα και πληρέστερη γνώση της φυσικής πραγματικότητας να κατευθύνει την επιστημονική έρευνα σε χρήση συνεχώς καινούργιων γλωσσών (μαθηματικών ή μεθόδου), καινούργιων ερωτημάτων και οριζόντων, σε ολοένα πιο καθολικές, ενοποιημένες ερμηνευτικές θεωρήσεις του κοσμικού γίγνεσθαι. Ενώ η μαρτυρία της Εκκλησίας για τα μετά τη φύση (το νόημα της ύπαρξης, την ελπίδα και αποκαραδοκία της πίστης - εμπιστοσύνης) να έχει παγιδευτεί στην εκφραστική άλλων εποχών, στις προσλαμβάνουσες παρωχημένων προϋποθέσεων μεταφυσικού προβληματισμού. Μοιάζει μαρτυρία αγκυλωμένη στη γλώσσα ιδεολογικών «πεποιθήσεων» και ψυχολογικών «βεβαιοτήτων», γλώσσα του γεωκεντρικού κοσμοειδώλου ανυποψίαστη για την απειρία (εν μεγίστω και ελαχίστω) του σύμπαντος, τη σχετικότητα του χρόνου, του χώρου, του αριθμού.
Η μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας δηλωνόταν επί αιώνες με μια δυναμική, συνεχώς εξελισσόμενη γλώσσα: Την εικαστική, από τις εγκαυστικές Εικόνες του Σινά ως την εικονογράφηση της Μονής της χώρας στην Κωνσταντινούπολη ή της Παντάνασσας στον Μυστρά. Την αρχιτεκτονική, από την απαράμιλλη Αχειροποίητο της Θεσσαλονίκης ως τις εκκλησιές της Καστοριάς. Την ποιητική γλώσσα, από τον Ρωμανό τον Μελωδό ως την Κασσιανή. Τη γλώσσα της μουσικής, της δραματουργίας. Σήμερα αναζητείται η εγκυρότητα στη νεκρή επανάληψη μιας τυποποιημένης γλώσσας του παρελθόντος σε κάθε είδος έκφρασης της εκκλησιαστικής μαρτυρίας, με κορύφωμα την υποκατάσταση κάθε αναφοράς στα μετά τη φύση από αφελή ιδεολογικά ρητορεύματα κατοχυρωμένα με πατερικά «τσιτάτα».
Με τη συνείδηση ότι η αποτυχία μας είναι κοινή και δεν διαφέρει, παρά μόνο σε ποσοστά θεαματικότητας, η αφασία των επισκόπων από την άγνοια ή την πλάνη τη δική μας των λαϊκών, θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς μιαν ευχή σαν «ρεμβασμό του Δεκαπενταυγούστου»: Για τη μεταποίηση της θεαματικότητας σε μαρτυρία, να βρεθεί ένας (έστω και μόνος ένας) επίσκοπος, που να δηλώσει δημόσια και να τηρήσει με συνέπεια μια δέσμευση. Ότι θα αρνηθεί τα αυτοκρατορικά διάσημα της μίτρας, του σάκκου, του σκήπτρου, σύμβολα (υποτίθεται) της μεγαλειότητας του επισκοπικού υπουργήματος, έως ότου ξηλωθούν από τις εκκλησιές της επισκοπής του (και πρωτίστως από τον καθεδρικό ναό των Αθηνών) οι θρησκευτικές ζωγραφιές και αποκατασταθεί ή όντως συμβολική γλώσσα των εκκλησιαστικών Εικόνων.
Αυτή την ελάχιστη δέσμευση ως μαρτυρία ανυπόκριτης δίψας για γνησιότητα (όχι ψευτιά) των συμβόλων. Θα ενισχύσει τη μαρτυρία του ο επίσκοπος, αν τολμήσει και κάτι ακόμα: Να αναστείλει στην επισκοπή του κάθε κήρυγμα, προφορικό, γραπτό, ραδιοφωνικό, έως ότου σαρωθεί ριζικά η φτήνεια των ηθικολογικών, δικανικών, «δογματικών» ιδεολογημάτων και ξεμυτίσει μαρτυρία και πάλι εκκλησιαστικής εμπειρίας ή έστω, γνησιότητα αναζήτησης, προβληματισμού, πάλης για τον ρεαλισμό της έκφρασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου