...Ο Θεός της εκκλησιαστικής εμπειρίας και μαρτυρίας «αγάπη εστί». Όχι «έχει» αγάπη, αλλά «είναι» αγάπη, η ύπαρξή του δεν καθορίζεται από τη νομοτέλεια φύσης, έστω θεϊκής, πραγματώνεται ως ελευθερία, έλλογη αυτοσυνείδητη ελευθερία, δηλαδή αγάπη. Είναι ο Πατήρ: η λέξη δεν δηλώνει φυσικό άτομο (Δίας, Απόλλων), δηλώνει σχέση: Υπάρχει, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και τη θέλησή του την «υποστασιάζει» (την κάνει υπαρκτική πραγματικότητα) «γεννώντας» τον Υιό και «εκπορεύοντας» το Πνεύμα -τριαδική, αγαπητική η Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης, θρίαμβος ελευθερίας.
Από πού τα συνάγει όλα αυτά η εκκλησιαστική μαρτυρία: από υποθετικούς συλλογισμούς (suppositiones) και ευρήματα φαντασίας; Πριν από την αλλοτρίωση και θρησκειοποίησή της η μαρτυρία της Εκκλησίας είναι μόνο εμπειρική κατάθεση, δηλαδή πρωτίστως Γιορτή: «Ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν», αυτό μόνο ευγγελιζόμαστε. Ότι ο Θεός είναι ελευθερία, δηλαδή αγάπη, δηλαδή ελεύθερος και από τη θεότητά του, δηλαδή βρέφος κείμενον εν σπαργάνοις, εν Βηθελεέμ της Ιουδαίας. Σε χρόνο ιστορικό, ακριβέστατα προσδιορισμένον: «Εν έτει πέντε και δεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας και τετραρχούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου, Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας» -στο απόγειο η ακρίβεια της ευσυνειδησίας του ιστορικού.
Υπάρχει απόηχος αυτής της εμπειρικής μαρτυρίας στην Ελλάδα σήμερα; Μέγιστο, αν και μάλλον ανεπίγνωστο δώρημα ότι λειτουργεί ακόμα το τυπικό έστω της Γιορτής: Η λατρευτική δραματουργία, η ιλιγγιώδης ποίηση, η συναρπαστική ετερότητα της μουσικής γλώσσας συνήθως παρεφθαρμένη. Αλλά το εκκλησιαστικό γεγονός, επίσημα πάντοτε και αναντίρρητα, μένει θρησκειοποιημένο -δεν μοιάζει να υπάρχει ίχνος αντίρρησης που το Σύνταγμα ορίζει την Εκκλησία σαν «επικρατούσα θρησκεία». Επίσκοποι και πρεσβύτεροι περιφέρουν στολή θρησκευτικής εξουσίας σαν τους Αγιατολάχ, το κράτος λογαριάζει σαν Εκκλησία τη διοικητική οργάνωση του θεσμού, όχι το λαϊκό σώμα.
Το πιο απελπιστικό: Ο επίσημος εκκλησιαστικός λόγος είναι απόλυτα υποταγμένος στην ανάγκη να αποδείξει τη χρησιμότητά του, όχι να μαρτυρήσει εμπειρικές ψηλαφήσεις νοήματος της ύπαρξης και της συνύπαρξης, της ζωής και του θανάτου. Είναι λόγος σταματημένος στην «κοινωνία της χρείας», παγιδευμένος στις απαιτήσεις του κυρίαρχου Ιστορικού Υλισμού. Κουκουλώνει σκάνδαλα «κοινωφελών» ιδρυμάτων της επισκοπικής ματαιοδοξίας μετονομάζοντάς τα, ανέχεται να καθορίζουν τη ζωή της Εκκλησίας χρηματολάγνοι λογιστές της συμφοράς, να εξαντλούν το έργο της σε χρησιμοθηρικό ακτιβισμό.
Αλλά η Γιορτή λειτουργεί και ερήμην των διαχειριστών της. Το μεσότοιχο του φραγμού ανάμεσα στην ελευθερία και στη νομοτέλεια αναιρέθηκε «εν φάτνη αλόγων». Η αξιοποίηση της αναίρεσης είναι συνάρτηση της δωρηματικής ελευθερίας
Απόσπασμα από το φετεινό χριστουγεννιάτικο άρθρο του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, με τίτλο «Οι ανέορτοι διαχειριστές της Γιορτής», στην «Καθημερινή»...
Από πού τα συνάγει όλα αυτά η εκκλησιαστική μαρτυρία: από υποθετικούς συλλογισμούς (suppositiones) και ευρήματα φαντασίας; Πριν από την αλλοτρίωση και θρησκειοποίησή της η μαρτυρία της Εκκλησίας είναι μόνο εμπειρική κατάθεση, δηλαδή πρωτίστως Γιορτή: «Ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν», αυτό μόνο ευγγελιζόμαστε. Ότι ο Θεός είναι ελευθερία, δηλαδή αγάπη, δηλαδή ελεύθερος και από τη θεότητά του, δηλαδή βρέφος κείμενον εν σπαργάνοις, εν Βηθελεέμ της Ιουδαίας. Σε χρόνο ιστορικό, ακριβέστατα προσδιορισμένον: «Εν έτει πέντε και δεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας και τετραρχούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου, Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας» -στο απόγειο η ακρίβεια της ευσυνειδησίας του ιστορικού.
Υπάρχει απόηχος αυτής της εμπειρικής μαρτυρίας στην Ελλάδα σήμερα; Μέγιστο, αν και μάλλον ανεπίγνωστο δώρημα ότι λειτουργεί ακόμα το τυπικό έστω της Γιορτής: Η λατρευτική δραματουργία, η ιλιγγιώδης ποίηση, η συναρπαστική ετερότητα της μουσικής γλώσσας συνήθως παρεφθαρμένη. Αλλά το εκκλησιαστικό γεγονός, επίσημα πάντοτε και αναντίρρητα, μένει θρησκειοποιημένο -δεν μοιάζει να υπάρχει ίχνος αντίρρησης που το Σύνταγμα ορίζει την Εκκλησία σαν «επικρατούσα θρησκεία». Επίσκοποι και πρεσβύτεροι περιφέρουν στολή θρησκευτικής εξουσίας σαν τους Αγιατολάχ, το κράτος λογαριάζει σαν Εκκλησία τη διοικητική οργάνωση του θεσμού, όχι το λαϊκό σώμα.
Το πιο απελπιστικό: Ο επίσημος εκκλησιαστικός λόγος είναι απόλυτα υποταγμένος στην ανάγκη να αποδείξει τη χρησιμότητά του, όχι να μαρτυρήσει εμπειρικές ψηλαφήσεις νοήματος της ύπαρξης και της συνύπαρξης, της ζωής και του θανάτου. Είναι λόγος σταματημένος στην «κοινωνία της χρείας», παγιδευμένος στις απαιτήσεις του κυρίαρχου Ιστορικού Υλισμού. Κουκουλώνει σκάνδαλα «κοινωφελών» ιδρυμάτων της επισκοπικής ματαιοδοξίας μετονομάζοντάς τα, ανέχεται να καθορίζουν τη ζωή της Εκκλησίας χρηματολάγνοι λογιστές της συμφοράς, να εξαντλούν το έργο της σε χρησιμοθηρικό ακτιβισμό.
Αλλά η Γιορτή λειτουργεί και ερήμην των διαχειριστών της. Το μεσότοιχο του φραγμού ανάμεσα στην ελευθερία και στη νομοτέλεια αναιρέθηκε «εν φάτνη αλόγων». Η αξιοποίηση της αναίρεσης είναι συνάρτηση της δωρηματικής ελευθερίας
Απόσπασμα από το φετεινό χριστουγεννιάτικο άρθρο του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, με τίτλο «Οι ανέορτοι διαχειριστές της Γιορτής», στην «Καθημερινή»...
«Ο Θεός είναι ελευθερία, δηλαδή αγάπη, δηλαδή ελεύθερος και από τη θεότητά του, δηλαδή βρέφος κείμενον εν σπαργάνοις»
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι αρλουμπολογία είναι αυτή βρε παιδιά, καταλαβαίνει τι γράφει ο ποιητής ή καταλαβαίνετε τι διαβάζετε και αφήνετε ασχολίαστο εσείς;