Αδελφοί μου,
Είναι απλή η αλήθεια, καθαρή, ωραία, χαριτωμένη και στην τελευταία της ανάλυση η αλήθεια είναι αγάπη. Έτσι μας την παρουσίασε αυτός, που τόσο πολύ την επλησίασε: Ο Πλάτων. Έτσι μας την απεκάλυψεν ωσάν Ευαγγελικήν χάριν, ο Κύριός μας, την αλήθεια. Απλή, απλά. Εμείς την περιπλέξαμε. Εζητήσαμε το πέραν της απλότητος. Και αυτό δεν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει επέκεινα της αληθείας.
Ανεζητήσαμε την αλήθεια μέσα εις τους λαβυρίνθους της σοφιστείας, μέσα εις τους μαιάνδρους της αληθοφάνειας. Αλλ’ η αλήθεια, υπομονετική όπως είναι, σταθερή και ακεραία, επανέρχεται πίσω και κρούει την θύραν της ζωής μας. Έτσι την κρούει και σήμερα με την Ευαγγελική περικοπή, πού ακούσατε. Στην περικοπή δεν υπάρχει τίποτε ποιητική αδεία ή ως ρητορικόν σχήμα λόγου. Είναι απλή η αλήθεια. Σαφής ο λόγος του Θεού. Τόσον σαφής και κατηγορηματικός, ώστε ούτε καν ανάγκην από ερμηνείαν έχει. Προσέξατε τι είπε: Απλά και αληθινά πράγματα: Εάν δεν συγχωρήσετε τους ανθρώπους δεν θα σας συγχώρηση ο Θεός. Το φαντασθήκατε ποτέ αυτό, ότι η θεία συγχώρησις εξαρτάται από την συγχώρησι του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπόν του; Και όλα τα άλλα, όλα τα δήθεν αγαθά μας έργα, όλος ο μοντανισμός μας, όλη η μέριμνά μας διά την σωτηρίαν των άλλων, όλη η κρίσις μας περί του κόσμου από του ύψους της δήθεν αρετής μας, όλα αυτά δεν έχουν καμμίαν αξίαν και δεν μπορούν να φέρουν την Θεία συγχώρησιν, εάν δεν συμπληρωθούν με την συγγνωμικότητά μας προς τον συνάνθρωπόν μας.
Και αυτό μάς λέγεται από τον Κύριον αυτή την στιγμήν, που εισερχόμεθα εις την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν και μάς λέγεται εν συνάφεια με ό,τι μας έχει λεχθή τις τρεις προηγούμενες Κυριακές του Τριωδίου. Την πρώτην Κυριακή, μάς είπε πως ο Τελώνης δικαιώθηκε, ο Φαρισαίος όχι. Την δεύτερη Κυριακή, μας είπε πως η μετάνοια του άσωτου έγινε δεκτή, ο άσωτος λυτρώθηκε, ενώ ο πρεσβύτερος αδελφός, ο δεύτερος άσωτος, η τραγική μορφή της παραβολής, έμεινε ανεξιλέωτος μέσα στην αυταρέσκεια του και αμέτοχος εις την παγκόσμια χαρά της σωτηρίας. Την τρίτη Κυριακή, μας απεκάλυψε το πλέον καταπληκτικό μυστικό των έσχατων, ότι η ανθρωπότης όλη θα κριθή με το πλέον απίθανο μέτρο. Το πλέον παράδοξον, επειδή είναι θείον μέτρον. Με τι; Με την ταυτοπροσώπησι του Θεού προς τον ελάχιστο άνθρωπο. Τον γυμνό, τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον άρρωστο, τον ξένο, τον από οιαδήποτε αιτία σε φυλακή πεταμένο. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε, ουδέ εμοί εποιήσατε». Διότι, εγώ ήμουν αυτός ο πεταμένος, ο περιφρονημένος άνθρωπος. Και, αδελφοί μου, το θεανδρικόν μυστήριον προχωρεί: Εάν δεν συγχωρήσετε δεν θα συγχωρηθήτε. Και περαιτέρω: μη υποκρίνεσθε, γίνετε απλοί και ακέραιοι. Αν έχετε και την ελάχιστη αρετή προσποιηθήτε πως δεν την έχετε.
Κρύψτε την, τότε την βλέπει ο Θεός, τότε αυτή φέρει καρπόν εις το φανερό. Μην είσθε σκυθρωποί και βλοσυροί, για να φαίνεσθε άγιοι. Ποτέ δεν κάνει επίδειξι η αγιότης. Την αισθάνονται οι άνθρωποι και την ροφούν όπως το άρωμα του ρόδου, το όποιο δεν εξαγγέλλει ούτε την ομορφιά του, ούτε τη χάρι του, ούτε το άρωμα του. Και ακόμη, μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της Γης. Και δεν εννοεί, βέβαια, μόνον τους περιουσιακούς, μα οτιδήποτε θεωρούμεν ως πολύτιμον αγαθόν και διά την απόκτησιν του όποιου είμεθα έτοιμοι να μετέλθωμεν κάθε μέσον έννομο ή άνομο και για το όποιο πολύτιμο αγαθό είμεθα έτοιμοι να πουλήσουμε και αυτή την καρδιά μας. Γιατί, αλήθεια, είπεν ο Κύριος ότι εκεί όπου είναι ο θησαυρός του ανθρώπου, εκεί είναι και η καρδιά του. Αδελφοί μου, θα σταθώ δ’ ολίγον εις το πρώτο σημείον, της αλληλοσυσχετίσεως της Θείας συγχωρήσεως προς την ανθρωπίνην. Δεν υπάρχει βαθύτερη θεολογική αλήθεια από αυτήν. Μας εισάγει εις το μυστήριον της σωτηρίας. Συγχωρούντες τον συνάνθρωπόν όχι μόνον κατανοούμεν, συνειδητοποιούμεν και κατακτώμεν την θείαν συγχώρησιν, αλλά και συμπράττομε στη σωτηρία μας. Σωζόμενοι, σώζομεν και σώζοντες σωζόμεθα. Είμεθα αλληλέγγυοι ως ανθρώπινο γένος.
Συγχωρούντες λυπούμεθα ως μοναδική ανθρωπινή προσωπικότης. Όσοι δεν έχετε ποτέ συγχωρήσει στη ζωή σας, τότε, μετά τον Κύριο, υπάγετε και ερωτήσατε τον ψυχίατρο σας: που οφείλονται όλαι αι ψυχώσεις, νευρώσεις, πλέγματα, τα οποία, χωρίς να το θέλετε, κατευθύνουν πολλάς φοράς περίεργον κοινωνικήν συμπεριφοράν σας; Και αντιστρόφως, σεις που έχετε συγχωρήσει, αναγνωρίσατε και ομολογήσατε, πέραν της Κυριακής δικαιώσεως, τι εσωτερική βαθειά ελευθερία έχετε αποκτήσει.
Και τώρα έρχομαι εις το δεύτερο σημείον της περικοπής: Αυτό της υποκρισίας.
Τίποτε δεν καυτηρίασε ο Κύριος τόσο πολύ, όσο την υποκρισία.
Και ορθώς, εις αυτήν είδεν, ότι υπάρχει πάντοτε ο μεγαλύτερος παραπλανητικός κίνδυνος, δηλαδή το εωσφορικόν αγγελοφανές φως. Είναι πράγματι φοβερή η δύναμις της υποκρισίας. Τόσο γι’ αυτόν που τη ζει και την ασκεί, όσο και γι’ αυτούς που την υφίστανται.
Και είναι επικίνδυνη ή υποκρισία, γιατί ανταποκρίνεται προς βαθύτατον ψυχολογικόν αίτημα του ανθρώπου.
O άνθρωπος θέλει να φανεί αυτός πού δεν είναι. Ακόμη και ενώπιον του εαυτού του και ενώπιον του Θεού. Και έτσι ξεφεύγει από την αλήθεια και την απλότητα και φυσικά και από την μετάνοιαν και την σωτηρίαν.
Σε λίγες ώρες έξω από αυτόν τον ναόν, έξω από την γαλήνην του, εις τους δρόμους αυτής της Πολιτείας, θα παρέλαση ο Καρνάβαλος. Μη τον περιφρονήσετε και μη τον χλευάσετε και μη με κατακρίνετε, πού τον αναφέρω αύτη τη στιγμή. Δεν είναι καθόλου άσχετος με το μέγιστο πρόβλημα της υποκρισίας. Να τον προσέξετε εφέτος τον Καρνάβαλο με σεβασμό και βαθύ στοχασμό. Είναι πανάρχαιο το φαινόμενο και είναι φαινόμενο βαθύτατου και αγχώδους αιτήματος της ψυχής του άνθρωπου, να λυτρωθή από την καθημερινή του υποκρισία με μίαν έκφρασιν ανωνύμου, διονυσιακής νέας υποκρισίας.
Είναι τραγική μορφή ο Καρνάβαλος.
Ζητεί να λυτρωθή από την υποκρισίαν υποκρινόμενος.
Ζητεί να καταλύση όλες τις ποικίλες προσωπίδες, πού φορεί κάθε μέρα με μία νέα, την πιο απίθανη.
Ζητεί να εκκενώση ό,τι υπάρχει απωθημένο μέσα στο υποσυνείδητό του και να ελευθερωθή, αλλά ελευθερία δεν υπάρχει, η τραγωδία του Καρνάβαλου παραμένει άλυτη. Το βαθύτατο αίτημά του είναι να μεταμορφωθή.
Εδώ, λοιπόν, είναι η θέσις της Εκκλησίας, κοντά στον Καρνάβαλο. Σ’ αυτόν πού ζητεί μεταμόρφωση, το κεντρικό κήρυγμα της Ορθοδοξίας. Τη μεταμόρφωσι.
Να μη τον καταδικάσουμε, λοιπόν, τον Καρνάβαλο, αλλά να σταθούμε και κάτω από την προσωπίδα του να ακούσωμε την αγωνία του, την έκκλησί του και το δάκρυ του.
Επαναλαμβάνω, της Ορθοδοξίας το βαθύτερο κήρυγμα ζητεί ο Καρνάβαλος, περιφερόμενος εις τους δρόμους της Πολιτείας: Τη μεταμόρφωσι.
Και είναι ο ειλικρινέστερος και εντιμότερος των υποκριτών.
Ίσως θα νομίσετε, ότι αστειεύομαι. Απολύτως όχι. Δεν υπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αύτη την ώρα δια την Εκκλησίαν. Δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, να νοηθή ως άσχετη προς τη ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνίαν αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής, απλώς ως πόλις επάνω ορούς κειμένη και θεωρούσα τα περί αυτήν. Ως Εκκλησία είμεθα εμπεπλεγμένοι εις την πορείαν του γένους των ανθρώπων, εις την μεγάλην αυτήν περιπέτεια, που ονομάζεται Ιστορία, άγουσα εις την τελείωσιν των εσχάτων.
Υποκρινόμενοι την χθες, απουσιάζομεν από την σήμερον και η αυριον έρχεται άνευ ημών.
Ομιλών εις την 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν της Γενεύης, είχον ειπεί: «Η χθες παρήλθε προ πολλού, ούτε καν την σήμερον ζώμεν, μας προέλαβεν η μεθαύριον». Το επαναλαμβάνω αυτό σήμερον εντονώτερον. Διότι είναι η πέραν της αυτάρκους υποκρισίας αλήθεια, η απλή, η ευκολωτέρα αντιμετώπισις των προβλημάτων είναι να τα χλευάση και να τα κατακρίνη κανείς και να αντιπαρέλθη, όπως ο Ιερεύς και ο λευΐτης της Σαμαρειτικής παραβολής. Αλλά η πληγή είναι εδώ και κράζει.
Ποιος μπορεί υπευθύνως να μας πη, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητας όλα αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα και φαινόμενα της νέας γενεάς της ανθρωπότητος, η έξαλλη μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλλη επένδυσις, όλη αυτή η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας;
Αν όλοι οι μικρόνοες, όλοι οι εθελατυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυχώμενοι δια την αρετήν της εποχής των συνωμοτήσουν, δια να κατακρίνουν όλα αυτά τα πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος να σταθή με θεανδρικήν κατανόησιν, ενανθρωπιζομένη όπως ο Κύριος της εν μέσω ενός νέου κόσμου, πού έρχεται μακρόθεν, και να ακούση αυτή την αγωνιώδη κραυγήν, πού αναπηδά από όλα αυτά τα θεωρούμενα από μας έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει να μας πή με όλα αυτά τα φαινόμενα αυτός ο κόσμος, που έρχεται νέος εις το προσκήνιον της Ιστορίας.
Τα νομιζόμενα έξαλλα δι' ημάς τους παλαιούς, όταν λάβωμεν υπ' όψιν το φοβερόν γεγονός, ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι η τεραστία απόστασις, που υπάρχει στη διαδοχή των γενεών, δηλαδή η γενεά, η οποία έρχεται έπειτα από εμένα έχει απόστασιν τριών γενεών. Πώς έχομεν την αξίωσιν να την κατανοήσωμεν ημείς αυτήν την νέαν γενεάν, που έρχεται, εάν δεν είμεθα Εκκλησία Χριστού συνεχώς ενανθρωπίζομένη, συνεχώς μεταμορφουμένη και συνεχώς μεταμορφώνουσα;
Ασφαλώς θα έχετε πληροφορηθη την εμφάνισι μιας νέας επιστήμης, της μελλοντολογίας, επιστήμης που ασχολείται με την διερεύνησην και την μελέτην προκαταβολικώς του μέλλοντος ενός απίθανου μέλλοντος διά τον κόσμον εις την προόρασιν του οποίου καλείται και η Εκκλησία.
Τι υπάρχει εις το βάθος αυτής της νέας επιστήμης; Η νοσταλγία και αναζήτησις του προφητικού στοιχείου. Άνευ αυτού, η Εκκλησία είναι χωρίς πυξίδα. Με πλήρη γνώσιν αυτήν της ανάγκης και αυτού του αιτήματος των καιρών, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, υπό την εμπνευσμένην ηγεσίαν του μεγάλου Πατριάρχου Αθηναγόρου του Α', έχει συλλάβει το αίτημα του ανθρωπίνου γένους δι' ενότητα. Και είναι η μοίρα του προφητικού στοιχείου, ακόμη και εις αυτήν την Ιερουσαλήμ, «Ιερουσαλήμ η αποκτείνουσα τους Προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν. Πολλάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ως όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας και ουκ ηθελήσατε· ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος» (Ματθ. Κγ, 37-38). Αλλ' ο οίκος μας δεν θα μείνη έρημος. Τα νοσσία θα επισυναχθούν υπό την όρνιθα, την Μητέρα - Εκκλησία. Είναι η προφητεία του Κυρίου, είναι το θέλημα Του, η αγωνιώδης κραυγή της διαστημικής εποχής της Ανθρωπότητος.
Δεν θα επιζήσωμεν ως χριστιανικαί επί μέρους Εκκλησίαι καί Ομολογίαι του κύματος αυτού των επερχομένων, εάν δεν ενωθώμεν όλοι εν Χριστώ Ιησού. Είναι πλέον η ώρα να λυτρωθώμεν εκ της αντιπατερικής ιδέας, ότι η Εκκλησία μόνον μέχρις ενός ορισμένου σημείου της Ιστορίας ήτο δυνατόν να ερμηνεύση την θείαν Αποκάλυψην. Πρέπει, επί πλέον του πατερικού πνεύματος, να αναλάβωμεν ως Εκκλησία την θείαν υπευθυνότητα και τόλμην και γενναιότητα των Πατέρων και να θεολογήσωμεν τον Χριστόν, το Ευαγγέλιον και την Εκκλησίαν. Όχι με νομοκρατικήν Φαρμακίδειον, φερ' ειπείν, σωματειακήν αντίληψιν της Εκκλησίας, αλλά της Εκκλησίας ως Σώματος Χρίστου, ζώντος εν τη αναστάσει.
Αδελφοί μου,
Τώρα εισερχόμεθα εις την Αγίαν Τεσσαρακοστήν και στο βάθος μας αναμένει το δράμα, το θαύμα και το βίωμα της Αναστάσεως, το κατ’ εξοχήν βίωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ας πορευθώμεν προς αυτό το όραμα και βίωμα, όχι ασυγχώρητοι, όχι μη συγχωρήσαντες, όχι εν νηστεία απλώς κρέατος και ελαίου, όχι εν υποκρισία, αλλά εν θεία ελευθερία εν πνεύματι και αληθεία. Εν τω πνεύματι της αληθείας, εν τη αληθεία του πνεύματος.
Ομιλία του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Κυρού Μελίτωνος (1913 - 1989) στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, την Κυριακή της Τυροφάγου, 8η Απριλίου 1970.
(Πηγή: Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Κύρου Μελίτωνος, «Λόγοι και Ομιλίαι», 1991, εκδ. Πανσέληνος).
Είναι απλή η αλήθεια, καθαρή, ωραία, χαριτωμένη και στην τελευταία της ανάλυση η αλήθεια είναι αγάπη. Έτσι μας την παρουσίασε αυτός, που τόσο πολύ την επλησίασε: Ο Πλάτων. Έτσι μας την απεκάλυψεν ωσάν Ευαγγελικήν χάριν, ο Κύριός μας, την αλήθεια. Απλή, απλά. Εμείς την περιπλέξαμε. Εζητήσαμε το πέραν της απλότητος. Και αυτό δεν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει επέκεινα της αληθείας.
Ανεζητήσαμε την αλήθεια μέσα εις τους λαβυρίνθους της σοφιστείας, μέσα εις τους μαιάνδρους της αληθοφάνειας. Αλλ’ η αλήθεια, υπομονετική όπως είναι, σταθερή και ακεραία, επανέρχεται πίσω και κρούει την θύραν της ζωής μας. Έτσι την κρούει και σήμερα με την Ευαγγελική περικοπή, πού ακούσατε. Στην περικοπή δεν υπάρχει τίποτε ποιητική αδεία ή ως ρητορικόν σχήμα λόγου. Είναι απλή η αλήθεια. Σαφής ο λόγος του Θεού. Τόσον σαφής και κατηγορηματικός, ώστε ούτε καν ανάγκην από ερμηνείαν έχει. Προσέξατε τι είπε: Απλά και αληθινά πράγματα: Εάν δεν συγχωρήσετε τους ανθρώπους δεν θα σας συγχώρηση ο Θεός. Το φαντασθήκατε ποτέ αυτό, ότι η θεία συγχώρησις εξαρτάται από την συγχώρησι του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπόν του; Και όλα τα άλλα, όλα τα δήθεν αγαθά μας έργα, όλος ο μοντανισμός μας, όλη η μέριμνά μας διά την σωτηρίαν των άλλων, όλη η κρίσις μας περί του κόσμου από του ύψους της δήθεν αρετής μας, όλα αυτά δεν έχουν καμμίαν αξίαν και δεν μπορούν να φέρουν την Θεία συγχώρησιν, εάν δεν συμπληρωθούν με την συγγνωμικότητά μας προς τον συνάνθρωπόν μας.
Και αυτό μάς λέγεται από τον Κύριον αυτή την στιγμήν, που εισερχόμεθα εις την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν και μάς λέγεται εν συνάφεια με ό,τι μας έχει λεχθή τις τρεις προηγούμενες Κυριακές του Τριωδίου. Την πρώτην Κυριακή, μάς είπε πως ο Τελώνης δικαιώθηκε, ο Φαρισαίος όχι. Την δεύτερη Κυριακή, μας είπε πως η μετάνοια του άσωτου έγινε δεκτή, ο άσωτος λυτρώθηκε, ενώ ο πρεσβύτερος αδελφός, ο δεύτερος άσωτος, η τραγική μορφή της παραβολής, έμεινε ανεξιλέωτος μέσα στην αυταρέσκεια του και αμέτοχος εις την παγκόσμια χαρά της σωτηρίας. Την τρίτη Κυριακή, μας απεκάλυψε το πλέον καταπληκτικό μυστικό των έσχατων, ότι η ανθρωπότης όλη θα κριθή με το πλέον απίθανο μέτρο. Το πλέον παράδοξον, επειδή είναι θείον μέτρον. Με τι; Με την ταυτοπροσώπησι του Θεού προς τον ελάχιστο άνθρωπο. Τον γυμνό, τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον άρρωστο, τον ξένο, τον από οιαδήποτε αιτία σε φυλακή πεταμένο. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Εφ’ όσον ουκ εποιήσατε, ουδέ εμοί εποιήσατε». Διότι, εγώ ήμουν αυτός ο πεταμένος, ο περιφρονημένος άνθρωπος. Και, αδελφοί μου, το θεανδρικόν μυστήριον προχωρεί: Εάν δεν συγχωρήσετε δεν θα συγχωρηθήτε. Και περαιτέρω: μη υποκρίνεσθε, γίνετε απλοί και ακέραιοι. Αν έχετε και την ελάχιστη αρετή προσποιηθήτε πως δεν την έχετε.
Κρύψτε την, τότε την βλέπει ο Θεός, τότε αυτή φέρει καρπόν εις το φανερό. Μην είσθε σκυθρωποί και βλοσυροί, για να φαίνεσθε άγιοι. Ποτέ δεν κάνει επίδειξι η αγιότης. Την αισθάνονται οι άνθρωποι και την ροφούν όπως το άρωμα του ρόδου, το όποιο δεν εξαγγέλλει ούτε την ομορφιά του, ούτε τη χάρι του, ούτε το άρωμα του. Και ακόμη, μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της Γης. Και δεν εννοεί, βέβαια, μόνον τους περιουσιακούς, μα οτιδήποτε θεωρούμεν ως πολύτιμον αγαθόν και διά την απόκτησιν του όποιου είμεθα έτοιμοι να μετέλθωμεν κάθε μέσον έννομο ή άνομο και για το όποιο πολύτιμο αγαθό είμεθα έτοιμοι να πουλήσουμε και αυτή την καρδιά μας. Γιατί, αλήθεια, είπεν ο Κύριος ότι εκεί όπου είναι ο θησαυρός του ανθρώπου, εκεί είναι και η καρδιά του. Αδελφοί μου, θα σταθώ δ’ ολίγον εις το πρώτο σημείον, της αλληλοσυσχετίσεως της Θείας συγχωρήσεως προς την ανθρωπίνην. Δεν υπάρχει βαθύτερη θεολογική αλήθεια από αυτήν. Μας εισάγει εις το μυστήριον της σωτηρίας. Συγχωρούντες τον συνάνθρωπόν όχι μόνον κατανοούμεν, συνειδητοποιούμεν και κατακτώμεν την θείαν συγχώρησιν, αλλά και συμπράττομε στη σωτηρία μας. Σωζόμενοι, σώζομεν και σώζοντες σωζόμεθα. Είμεθα αλληλέγγυοι ως ανθρώπινο γένος.
Συγχωρούντες λυπούμεθα ως μοναδική ανθρωπινή προσωπικότης. Όσοι δεν έχετε ποτέ συγχωρήσει στη ζωή σας, τότε, μετά τον Κύριο, υπάγετε και ερωτήσατε τον ψυχίατρο σας: που οφείλονται όλαι αι ψυχώσεις, νευρώσεις, πλέγματα, τα οποία, χωρίς να το θέλετε, κατευθύνουν πολλάς φοράς περίεργον κοινωνικήν συμπεριφοράν σας; Και αντιστρόφως, σεις που έχετε συγχωρήσει, αναγνωρίσατε και ομολογήσατε, πέραν της Κυριακής δικαιώσεως, τι εσωτερική βαθειά ελευθερία έχετε αποκτήσει.
Και τώρα έρχομαι εις το δεύτερο σημείον της περικοπής: Αυτό της υποκρισίας.
Τίποτε δεν καυτηρίασε ο Κύριος τόσο πολύ, όσο την υποκρισία.
Και ορθώς, εις αυτήν είδεν, ότι υπάρχει πάντοτε ο μεγαλύτερος παραπλανητικός κίνδυνος, δηλαδή το εωσφορικόν αγγελοφανές φως. Είναι πράγματι φοβερή η δύναμις της υποκρισίας. Τόσο γι’ αυτόν που τη ζει και την ασκεί, όσο και γι’ αυτούς που την υφίστανται.
Και είναι επικίνδυνη ή υποκρισία, γιατί ανταποκρίνεται προς βαθύτατον ψυχολογικόν αίτημα του ανθρώπου.
O άνθρωπος θέλει να φανεί αυτός πού δεν είναι. Ακόμη και ενώπιον του εαυτού του και ενώπιον του Θεού. Και έτσι ξεφεύγει από την αλήθεια και την απλότητα και φυσικά και από την μετάνοιαν και την σωτηρίαν.
Σε λίγες ώρες έξω από αυτόν τον ναόν, έξω από την γαλήνην του, εις τους δρόμους αυτής της Πολιτείας, θα παρέλαση ο Καρνάβαλος. Μη τον περιφρονήσετε και μη τον χλευάσετε και μη με κατακρίνετε, πού τον αναφέρω αύτη τη στιγμή. Δεν είναι καθόλου άσχετος με το μέγιστο πρόβλημα της υποκρισίας. Να τον προσέξετε εφέτος τον Καρνάβαλο με σεβασμό και βαθύ στοχασμό. Είναι πανάρχαιο το φαινόμενο και είναι φαινόμενο βαθύτατου και αγχώδους αιτήματος της ψυχής του άνθρωπου, να λυτρωθή από την καθημερινή του υποκρισία με μίαν έκφρασιν ανωνύμου, διονυσιακής νέας υποκρισίας.
Είναι τραγική μορφή ο Καρνάβαλος.
Ζητεί να λυτρωθή από την υποκρισίαν υποκρινόμενος.
Ζητεί να καταλύση όλες τις ποικίλες προσωπίδες, πού φορεί κάθε μέρα με μία νέα, την πιο απίθανη.
Ζητεί να εκκενώση ό,τι υπάρχει απωθημένο μέσα στο υποσυνείδητό του και να ελευθερωθή, αλλά ελευθερία δεν υπάρχει, η τραγωδία του Καρνάβαλου παραμένει άλυτη. Το βαθύτατο αίτημά του είναι να μεταμορφωθή.
Εδώ, λοιπόν, είναι η θέσις της Εκκλησίας, κοντά στον Καρνάβαλο. Σ’ αυτόν πού ζητεί μεταμόρφωση, το κεντρικό κήρυγμα της Ορθοδοξίας. Τη μεταμόρφωσι.
Να μη τον καταδικάσουμε, λοιπόν, τον Καρνάβαλο, αλλά να σταθούμε και κάτω από την προσωπίδα του να ακούσωμε την αγωνία του, την έκκλησί του και το δάκρυ του.
Επαναλαμβάνω, της Ορθοδοξίας το βαθύτερο κήρυγμα ζητεί ο Καρνάβαλος, περιφερόμενος εις τους δρόμους της Πολιτείας: Τη μεταμόρφωσι.
Και είναι ο ειλικρινέστερος και εντιμότερος των υποκριτών.
Ίσως θα νομίσετε, ότι αστειεύομαι. Απολύτως όχι. Δεν υπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αύτη την ώρα δια την Εκκλησίαν. Δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, να νοηθή ως άσχετη προς τη ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνίαν αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής, απλώς ως πόλις επάνω ορούς κειμένη και θεωρούσα τα περί αυτήν. Ως Εκκλησία είμεθα εμπεπλεγμένοι εις την πορείαν του γένους των ανθρώπων, εις την μεγάλην αυτήν περιπέτεια, που ονομάζεται Ιστορία, άγουσα εις την τελείωσιν των εσχάτων.
Υποκρινόμενοι την χθες, απουσιάζομεν από την σήμερον και η αυριον έρχεται άνευ ημών.
Ομιλών εις την 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν της Γενεύης, είχον ειπεί: «Η χθες παρήλθε προ πολλού, ούτε καν την σήμερον ζώμεν, μας προέλαβεν η μεθαύριον». Το επαναλαμβάνω αυτό σήμερον εντονώτερον. Διότι είναι η πέραν της αυτάρκους υποκρισίας αλήθεια, η απλή, η ευκολωτέρα αντιμετώπισις των προβλημάτων είναι να τα χλευάση και να τα κατακρίνη κανείς και να αντιπαρέλθη, όπως ο Ιερεύς και ο λευΐτης της Σαμαρειτικής παραβολής. Αλλά η πληγή είναι εδώ και κράζει.
Ποιος μπορεί υπευθύνως να μας πη, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητας όλα αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα και φαινόμενα της νέας γενεάς της ανθρωπότητος, η έξαλλη μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλλη επένδυσις, όλη αυτή η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας;
Αν όλοι οι μικρόνοες, όλοι οι εθελατυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυχώμενοι δια την αρετήν της εποχής των συνωμοτήσουν, δια να κατακρίνουν όλα αυτά τα πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος να σταθή με θεανδρικήν κατανόησιν, ενανθρωπιζομένη όπως ο Κύριος της εν μέσω ενός νέου κόσμου, πού έρχεται μακρόθεν, και να ακούση αυτή την αγωνιώδη κραυγήν, πού αναπηδά από όλα αυτά τα θεωρούμενα από μας έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει να μας πή με όλα αυτά τα φαινόμενα αυτός ο κόσμος, που έρχεται νέος εις το προσκήνιον της Ιστορίας.
Τα νομιζόμενα έξαλλα δι' ημάς τους παλαιούς, όταν λάβωμεν υπ' όψιν το φοβερόν γεγονός, ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι η τεραστία απόστασις, που υπάρχει στη διαδοχή των γενεών, δηλαδή η γενεά, η οποία έρχεται έπειτα από εμένα έχει απόστασιν τριών γενεών. Πώς έχομεν την αξίωσιν να την κατανοήσωμεν ημείς αυτήν την νέαν γενεάν, που έρχεται, εάν δεν είμεθα Εκκλησία Χριστού συνεχώς ενανθρωπίζομένη, συνεχώς μεταμορφουμένη και συνεχώς μεταμορφώνουσα;
Ασφαλώς θα έχετε πληροφορηθη την εμφάνισι μιας νέας επιστήμης, της μελλοντολογίας, επιστήμης που ασχολείται με την διερεύνησην και την μελέτην προκαταβολικώς του μέλλοντος ενός απίθανου μέλλοντος διά τον κόσμον εις την προόρασιν του οποίου καλείται και η Εκκλησία.
Τι υπάρχει εις το βάθος αυτής της νέας επιστήμης; Η νοσταλγία και αναζήτησις του προφητικού στοιχείου. Άνευ αυτού, η Εκκλησία είναι χωρίς πυξίδα. Με πλήρη γνώσιν αυτήν της ανάγκης και αυτού του αιτήματος των καιρών, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, υπό την εμπνευσμένην ηγεσίαν του μεγάλου Πατριάρχου Αθηναγόρου του Α', έχει συλλάβει το αίτημα του ανθρωπίνου γένους δι' ενότητα. Και είναι η μοίρα του προφητικού στοιχείου, ακόμη και εις αυτήν την Ιερουσαλήμ, «Ιερουσαλήμ η αποκτείνουσα τους Προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν. Πολλάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ως όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας και ουκ ηθελήσατε· ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος» (Ματθ. Κγ, 37-38). Αλλ' ο οίκος μας δεν θα μείνη έρημος. Τα νοσσία θα επισυναχθούν υπό την όρνιθα, την Μητέρα - Εκκλησία. Είναι η προφητεία του Κυρίου, είναι το θέλημα Του, η αγωνιώδης κραυγή της διαστημικής εποχής της Ανθρωπότητος.
Δεν θα επιζήσωμεν ως χριστιανικαί επί μέρους Εκκλησίαι καί Ομολογίαι του κύματος αυτού των επερχομένων, εάν δεν ενωθώμεν όλοι εν Χριστώ Ιησού. Είναι πλέον η ώρα να λυτρωθώμεν εκ της αντιπατερικής ιδέας, ότι η Εκκλησία μόνον μέχρις ενός ορισμένου σημείου της Ιστορίας ήτο δυνατόν να ερμηνεύση την θείαν Αποκάλυψην. Πρέπει, επί πλέον του πατερικού πνεύματος, να αναλάβωμεν ως Εκκλησία την θείαν υπευθυνότητα και τόλμην και γενναιότητα των Πατέρων και να θεολογήσωμεν τον Χριστόν, το Ευαγγέλιον και την Εκκλησίαν. Όχι με νομοκρατικήν Φαρμακίδειον, φερ' ειπείν, σωματειακήν αντίληψιν της Εκκλησίας, αλλά της Εκκλησίας ως Σώματος Χρίστου, ζώντος εν τη αναστάσει.
Αδελφοί μου,
Τώρα εισερχόμεθα εις την Αγίαν Τεσσαρακοστήν και στο βάθος μας αναμένει το δράμα, το θαύμα και το βίωμα της Αναστάσεως, το κατ’ εξοχήν βίωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ας πορευθώμεν προς αυτό το όραμα και βίωμα, όχι ασυγχώρητοι, όχι μη συγχωρήσαντες, όχι εν νηστεία απλώς κρέατος και ελαίου, όχι εν υποκρισία, αλλά εν θεία ελευθερία εν πνεύματι και αληθεία. Εν τω πνεύματι της αληθείας, εν τη αληθεία του πνεύματος.
Ομιλία του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Κυρού Μελίτωνος (1913 - 1989) στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, την Κυριακή της Τυροφάγου, 8η Απριλίου 1970.
(Πηγή: Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Κύρου Μελίτωνος, «Λόγοι και Ομιλίαι», 1991, εκδ. Πανσέληνος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου