Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Φόβος μήπως ανακαλύψεις ξαφνικά...

[... ] Σκέφτομαι πώς πρέπει νὰ γραφτεί ένα βιβλίο με τον τίτλο: «Ὁ Ρεαλισμός της Ορθοδοξίας και ο Ρομαντισμός των Ορθοδόξων». Το σκεφτόμουν αυτό ενόσω θυμόμουν τις εκκλησιαστικές ακολουθίες στο Παρίσι – σ' όλες τις εκκλησίες.

Ὑπάρχει μιὰ απόλυτη (δεν υπερβάλλω) ρήξη ανάμεσα στο περιεχόμενο (αυτό που διαβάζεται, ψέλνεται, αυτό που τελείται) και στὴν αντίληψη που έχει γι' αυτὸ ο προσευχόμενος λαός. Υπάρχει ένας ασυνείδητος –ή μάλλον υποσυνείδητος- φόβος μήπως ανακαλύψεις ξαφνικά πώς τὰ πάντα έχουν νόημα.

Αλλά «ευτυχώς», τὰ πάντα καλύπτονται από ένα παχύ στρώμα Σλαβονικών, κλείνονται από τις πόρτες, τους τοίχους και τις κουρτίνες του τέμπλου, αμβλύνονται και «εξημερώνονται» από ακίνδυνα έθιμα και παραδόσεις, γεμάτοι από υπερηφάνεια πώς όλα αυτά τα «διατηρήσαμε και τα διαφυλάξαμε» (Τί όμως;). Όλα αυτά παρουσιάζονται στη Δύση «μέ μιά αίσθηση μυστηρίου», ὡς τό «μυστήριο της θεανδρικής ζωής», κ.λπ. Μπορείς τότε να καταλάβεις το πάθος κάποιων επαναστατών πού πνίγονται μέσα σ' αυτά τά «χρυσούφαντα», σ' αυτόν τον ρομαντικό νομιναλισμό.

Με αποτέλεσμα να μην πραγματοποιούμε τη ζωή, τη διακονία, και τη διδασκαλία του Χριστού στη Λειτουργία μας, και επίσης το «ἤρξατο έκθαμβεῖσθαι καί ἀδημονεῖν. Καί λέγει αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου...» (Μάρκ. 14.33-34), αλλά, αντίθετα, μεταμορφώνουμε την τραγωδία αυτής της ζωής και διακονίας σ' ένα όμορφο και απαλό λειτουργικό μυστήριο...

•••••••••••

π. Αλέξανδρος Σμέμαν,

"Ημερολόγιο 1973-1983" . Εκδόσεις Έν πλω

 

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Η φωνὴ του Θεού είναι κλήση...

Η φωνή του Θεού είναι κλήση, είναι γνώση, είναι σχέση. Καλείσαι νὰ κλείσεις τα αυτιά στις σειρήνες του κτιστού και με κλειστά μάτια να περπατάς ὡς νὰ τὰ είχες ανοιχτά πρὸς τὸ μέρος της Φωνής. Καλείσαι όχι τόσο να γνωρίσεις λογικά, όσο νὰ γίνεις ὡς τὸ μωρό διαθέσιμος, νὰ παραιτηθείς, όπως τὸ μωρό, στὴ δωρεὰ της ζωής που σου ετοιμάζει ὡς άλλη μητέρα η Ἐκκλησία.

Ἀπὸ μιὰ αλλοτριωμένη ατομική «πρωτοβουλία» νὰ πας σὲ μιὰ προσωπική «αβουλία». Ἀπὸ μιὰ ατομική γνώση νὰ πας σὲ μιὰ προσωπική αγνωσία, γιὰ χάρη μιας προσωπικής σχέσης, η οποία προσωπική σχέση μπορεί νὰ επιβεβαιώνει τὴν προαίρεση, αλλὰ όχι νὰ τὴν υποκαθιστά. Ἡ μάλλον, η παραμονὴ σὲ μιὰ σχέση αποτελεί τὸν προορισμὸ της θέλησης και της ίδιας της προαίρεσης. Ἡ σχέση προϋποθέτει τὴν προαίρεση και η προαίρεση εκπληρώνεται ὡς σχέση.

Τὴ σχέση του νηπίου μὲ τὴ μητέρα, ὡς τύπο, ὡς σημαίνον, τὴν χρησιμοποιώ εδώ γιὰ νὰ περιγράψω κάπως τὴν πίστη. Πρόκειται γιὰ πρωταρχική, ζωτική σχέση, απὸ τὴν οποία εξαρτάται η ζωὴ ή ο θάνατός του. Εκείνος ποὺ πιστεύει μοιάζει νὰ είναι στὴν ίδια θέση ενὸς νηπίου, ποὺ καλείται νὰ θηλάσει χωρὶς νὰ «γνωρίζει» διανοητικὰ τὸ γιατί. Σὰν νὰ είναι μιὰ εμπιστοσύνη σὲ κάτι ποὺ όχι μόνο καλὰ καλά, αλλὰ καθόλου δὲν γνωρίζεις και δὲν νοείς. Ισως αυτὸ νὰ μακάρισε ο Χριστὸς στὰ παιδιά.

Καὶ δὲν είναι τυχαίο ποὺ μας καλεί νὰ γίνουμε σὰν τὰ παιδιά, νὰ τοὺς μοιάσουμε εὰν θέλουμε νὰ κερδίσουμε τὴ Βασιλεία των Ουρανών. Ἡ πίστη δὲν είναι θέμα νόησης, όσο εμπιστοσύνης και διαθεσιμότητας. Ἡ πίστη είναι ένα γεγονὸς παράδοσης και αφοσιώσεως σ' ένα άλλο πρόσωπο, χωρὶς νὰ γνωρίζεις τὸ γιατί. Παραδίδεσαι έτσι... έτσι ακατανόητα... ενάντια στις δυνάμεις της λογικής και του αισθήματος ποὺ σου προτείνουν τὸ αντίθετο.

Η πίστη περιέχει μιὰ θύραθεν αγνωσία. Ξεκινά μὲ τὴν ολοκληρωτική παραίτηση απὸ κάθε είδους διανοητική γνώση... Η πίστη φαίνεται σὰν μιὰ υπακοὴ μέσα στὴν ελευθερία, γιὰ ο,τι ήθελε προκύψει, όντας σὲ διαρκὴ αναφορά πρὸς τὸν Θεό. Ἀπὸ βεβαιότητα ότι τὸ τέλος είναι του Θεού – όχι απὸ δειλία και φόβο. Μιλάμε γιὰ μιὰ αφοσίωση πέρα απὸ κάθε εξήγηση και γιὰ μιὰ αμφισβήτηση κάθε ἐντύπωσης ή απόδειξης ότι μπορείς νὰ βεβαιώνεσαι απὸ κάτι ποὺ γνωρίζεις ή που αποδεικνύεται. Μιὰ τέτοια πίστη θὰ ήταν απραγματοποίητη χωρὶς τὴν προσωπική κλήση του Χριστού.

Η σχέση «εκπληρώνεται» ὡς πίστη και η πίστη ὡς σχέση. Η επιθυμία ὡς σχέση και η σχέση ὡς επιθυμία. Ἡ ελευθερία ὡς αγάπη και η αγάπη ὡς ελευθερία. Ἡ ανθρώπινη ελευθερία δὲν καταφάσκεται ὡς μιὰ ατομική ικανότητα νὰ επιλέγεις μεταξὺ πολλών επιλογών, αλλὰ πάντοτε ὡς αυτοπαράδοση στὸ θέλημα του Άλλου, ὡς μιὰ ανεπιφύλακτη αυτοπαράδοση, όμοια μὲ τὴν εμπιστοσύνη του παιδιού πρὸς τὸν γονέα. Γιὰ τὴν Εκκλησία ο άνθρωπος έχει τὴ δυνατότητα νὰ πει όχι στὸν Ἄλλον, στὴν αγάπη, δηλαδὴ στὴ σχέση, αλλὰ μόνο εὰν πει «Ναὶ» είναι εν τέλει ελεύθερος κατὰ Θεόν.

------

Αλέξανδρος Κατσιάρας- Μάρω Βαμβουνάκη- "Όταν ο Θεός πεθαίνει"▪︎ Εκδόσεις Αρμός

Η άσκηση δεν είναι...

Η άσκηση δεν είναι κάτι δημοφιλές, το ξέρουμε. Για την ακρίβεια, είναι όταν εξυπηρετεί δικούς μας σκοπούς. Δηλαδή κάνω άσκηση γιατί θέλω να πετύχω έναν στόχο αθλητικό ας πούμε, ζορίζομαι, τρώω ορισμένα φαγητά, ή προπονούμαι, ή όταν θέλω να χάσω μερικά κιλά ή διάφορα πράγματα. Τότε και πάλι δημοφιλής δεν είναι αλλά τήν φέρνουμε εις πέρας, γιατί πιστεύουμε σ' αυτούς τους στόχους, τούς αγαπάμε.

Η άσκηση, όμως, η εκκλησιαστική, δηλαδή οι προτάσεις ζωής που κάνει η Εκκλησία μας για να διορθωθούμε στα πάθη μας ο καθένας, και περιλαμβάνει αυτό που λέμε γενικότερα άσκηση με όλες τις μορφές (ως προς το φαγητό είναι η νηστεία, ως προς τα σεξουαλικά είναι η εγκράτεια, ως προς τον εγωισμό είναι η ταπείνωση, ως προς την μνησικακία γίνεται η συγχώρεση κ.τ.λ., όλα αυτά είναι άσκηση) δεν είναι εύκολη, γίνεται με κόπο. Και το να κάνεις προσευχή είναι άσκηση και το να σηκωθείς να πας Εκκλησία την Κυριακή το πρωί είναι άσκηση.

Λοιπόν, όλα αυτά δεν είναι δημοφιλή, κατά τη γνώμη μου, - επειδή μεταφέρουμε μέσα μας μια στρεβλή έννοια της εντολής. Δηλαδή αυτά όλα τα ονομάζουμε εντολές του Θεού αλλά κουβαλάμε μία λανθασμένη έννοια της εντολής επειδή κρίνουμε με τα ανθρώπινα δεδομένα. Όταν δίνει εντολή ένας άνθρωπος που είναι ανώτερός μας δεν είναι κάτι που μάς ενθουσιάζει. Ούτε ως παιδιά ήταν η καλύτερή μας να ακούμε εντολές των γονέων μας, ούτε τώρα του προϊσταμένου μας. Κάθε εντολή που έρχεται άνωθεν δημιουργεί αντίδραση και δυσπιστία, ένα αίσθημα καταπίεσης.

Υπάρχει κάτι πολύ διαφορετικό με τις εντολές του Θεού που όταν υπακούμε σ' αυτές προκύπτει η άσκηση. Στην Φιλοκαλία ένα κείμενο του 5ου αιώνα, του Αγ. Μάρκου του ασκητή, γράφει: «Ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές». Από όσο μπορώ να ξέρω από τα θεολογικά κι εκκλησιαστικά πράγματα, ουσιαστικά έχει μείνει ασχολίαστη αυτή η φράση. Κι άλλοι είπαν, με τελευταίο σταθμό το γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, ο οποίος έγραψε ξεκάθαρα, στην ίδια γραμμή με το χωρίο αυτό, πως οι εντολές του Θεού είναι οι ενέργειες του Θεού. Δηλαδή είναι ο Ίδιος ο Θεός διότι οι ενέργειες του Θεού είναι ο άκτιστος Θεός κατεβαίνοντας στον κόσμο.

Ο Θεός, λέει, είναι ένα Φως απρόσιτο, το οποίο όμως γίνεται αντιληπτό στο επίπεδό του κόσμου, του αισθητού κόσμου στον οποίο ζούμε, με την μορφή εντολών. Και όταν κανείς αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές, ανακαλύπτει το Θεό που είναι μέσα σε αυτές. Αυτός είναι ένας εντελώς άλλος ορισμός της εντολής του Θεού, αλλάζει εντελώς την προοπτική, διότι δεν υπακούς πια σε μία εντολή που είναι λόγια αλλά υπακούς σε ένα Πρόσωπο το οποίο διά της υπακοής συναντάς, το Πρόσωπο του Χριστού.

Αλλά γιατί να μην εμφανίζονται οι ενέργειες του Θεού, ο Ίδιος ο Θεός δηλαδή, μπροστά μας με μια πιο ελκυστική μορφή αλλά εμφανίζεται με τη μορφή των εντολών; Αυτό οφείλεται στην ατέλειά μας. Η ατέλεια της ανθρώπινης φύσης κάνει ώστε αυτό που αντιλαμβανόμαστε από το Θεό να μπορούμε να το προσλάβουμε με το μυαλό μας αρχικά μόνο ως εντολή. Μιλάμε τώρα για συγκεκριμένες εντολές που βρίσκονται μέσα στα Ευαγγέλια, έτσι; «Ἀγαπάτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». «Ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθή σεται» κ.τ.λ.

Μόλις αρχίσεις να τηρείς τις εντολές (για την ακρίβεια όχι αμέσως γιατί υπάρχει κι ένα ζόρι στην αρχή, σ' αφήνει να δουλέψεις λίγο, να ζοριστής και να Τον εμπιστευθής κιόλας, είναι και θέμα πίστης), μετά όμως από ένα χρονικό διάστημα αρχίζει να σού αποκαλύπτεται ο Χριστός. Κι αυτό γίνεται βέβαια όχι με τα αισθητά μάτια, αλλά με έναν τρόπο τον οποίο καταλαβαίνει η καρδιά του ανθρώπου. Αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη συνάντηση με το Χριστό. Αρχίζει να φανερώνεται ο Χριστός στη ζωή του. Γι' αυτό μετά σιγά-σιγά αλλάζει η αίσθηση της εντολής, δηλαδή μειώνεται η αίσθηση ότι τηρώ μια εντολή. Γίνεται συνάντηση με ένα Πρόσωπο το οποίο εμπιστεύεσαι.

Ίσως αυτό εκφράζει ο Απόστολος Πέτρος όταν πλησίαζαν στην ακτή μη έχοντας πιάσει τίποτα, πολύ στενοχωρημένοι, και ήταν ο Χριστός στην ακτή, και τούς λέει «Πηγαίνετε και ρίξτε τα δίχτυα εκεί πέρα», και πετάγεται ο Πέτρος εξ ονόματος των άλλων μαθητών, και Τού απαντά «Όλη νύχτα κουραστήκαμε και δεν πιάσαμε κάτι αλλά επειδή το λες Εσύ θα το κάνουμε». Κι όταν πήγαν και τά έριξαν δεν μπορούσαν να τα σηκώσουν μετά και φώναξαν ώστε να πάει κι άλλο πλοίο κοντά και εντέλει μπόρεσαν να κρατήσουν μαζί τα δίχτυα που ήταν γεμάτα από ψάρια. Ο Πέτρος και οι άλλοι ήταν πολύ έμπειροι ψαράδες, όμως απάντησε: «Αλλά επειδή το είπες Εσύ θα το κάνουμε». Αυτή είναι η προσωπική σχέση με το Χριστό που Τον εμπιστεύεσαι πια. Κι αφού Τόν εμπιστευθής Τόν ανακαλύπτεις όλο και περισσότερο. Οπότε τα λόγια του Χριστού παύουν να είναι απλά εντολές, έχουν ξεφύγει εντελώς από την ανθρώπινη έννοια της εντολής που είπαμε πριν και γίνονται αποκάλυψη του Θεού.

Εννοείται ότι, στο βαθμό που συμβαίνει αυτό, λίγο-λίγο παρέχει στον άνθρωπο περισσότερη ελευθερία γιατί τὸν βγάζει από τις δεσμεύσεις των παθών που μάς κρατάνε όλους περιορισμένους. Πρόκειται γι' αυτό που έχουν βιώσει οι Άγιοι ότι κατόπιν το καλό αρχίζει και σού γίνεται συνήθεια, με την έννοια ότι μπαίνει μέσα στη φύση σου. Αυτό σημαίνει ότι έχει διευρυνθεί η ελευθερία σου. Δεν πιέζεσαι πια από την εντολή διότι είσαι σε σχέση με το Χριστό πλέον. Και τό κάνεις από το κίνητρο που σου δίνει η ουσιαστική σχέση, το οποίο είναι κίνητρο αγάπης.

π. Βασίλειος Θερμός

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

Η νηστεία δηλώνει...

Για τους Χριστιανούς η λήψη τροφής είναι μια πράξη ευχαριστίας και βίωσης του κόσμου ως δώρου. Αλλά και η αποχή από την τροφή αποτελεί ομολογία ότι ο κόσμος δεν είναι η πηγή της ζωής. 

Η γιορτή είναι εκδήλωση της χαρμόσυνης Βασιλείας, ενώ η νηστεία δηλώνει ότι η Βασιλεία στην πληρότητά της ακόμη αναμένεται. Πρόκειται για τη διαλεκτική της παρουσίας και της απουσίας του Νυμφίου, για την οποία μίλησε ο ίδιος ο Χριστός (Λουκ. 5:33-35)...

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου,  

Η χριστιανική νηστεία στη μετανεωτερική κοινωνία.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ...

ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ

ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,

ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,

ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ

* * *

Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα,

Εἰσερχόμεθα καί πάλιν, εὐδοκίᾳ καί χάριτι τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ, εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, τήν εὐλογημένην περίοδον νηστείας καί μετανοίας, πνευμα-τικῆς ἐγρηγόρσεως καί συμπορεύσεως μετά τοῦ ἐρχομένου πρός τό ἑκούσιον πάθος Κυρίου, ἵνα φθάσωμεν προσκυνῆσαι τήν λαμπροφόρον Αὐτοῦ Ἀνάστασιν, καί ἀξιωθῶμεν ἐν αὐτῇ τῆς ἡμετέρας «διαβάσεως» ἐκ τῶν ἐπιγείων εἰς «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’, 9).

Εἰς τήν ἀρχαίαν Εκκλησίαν, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο περίοδος προετοιμασίας τῶν κατηχουμένων διά τό βάπτισμα, τό ὁποῖον ἐτελεῖτο κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Ἀναστάσεως. Τήν ἀναφοράν πρός τό βάπτισμα διασώζει καί ἡ θεώρησις καί βίωσις τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς κατ᾿ ἐξοχήν καιροῦ μετανοίας, ἡ ὁποία χαρα-κτηρίζεται ὡς «ἀνάκλησις βαπτίσματος» καί ὡς «δεύτερον βάπτισμα», ὡς «συνθήκη πρός Θεόν δευτέρου βίου», ἀναβίωσις δηλαδή τῶν δωρεῶν τοῦ βαπτίσματος καί ὑπόσχεσις πρός τόν Θεόν δι᾿ ἔναρξιν νέας πορείας ζωῆς. Αἱ ἀκολουθίαι καί ἡ ὑμνολογία τῆς περιόδου συνδέουν αὐτόν τόν πνευματικόν ἀγῶνα τῶν πιστῶν μέ τήν προσδοκίαν τοῦ Πάσχα τοῦ Κυρίου, διά τῆς ὁποίας ἡ τεσσαρακονθήμερος νηστεία ἀναδίδει εὐωδίαν πασχαλίου χαρᾶς.

Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι εὐκαιρία συνειδητοποιήσεως τοῦ βάθους καί τοῦ πλούτου τῆς πίστεώς μας ὡς «προσωπικῆς συναντήσεως μέ τόν Χριστόν». Ὀρθῶς τονίζεται ὅτι ὁ Χριστιανισμός «εἶναι στό ἔπακρο προσωπικός», χωρίς αὐτό νά σημαίνῃ ὅτι εἶναι «ἀτομοκεντρικός». Οἱ πιστοί «συναντοῦν, ἀναγνωρίζουν καί ἀγαποῦν τόν ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν», ὁ ὁποῖος «τόν ἀληθινόν ἄνθρωπον καί τέλειον… πρῶτος καί μόνος ἔδειξεν» (Νικόλαος Καβάσιλας). Ἐκεῖνος καλεῖ πάντας πρός σωτηρίαν καί τόν κάθε ἄν-θρωπον προσωπικῶς, ὥστε ἡ ἀνταπόκρισις τοῦ καθενός, πάντοτε «ριζωμένη στήν κοινή πίστη», νά εἶναι «ταυτόχρονα μοναδική».

Ἐνθυμούμεθα τό ὑπέροχον Παύλειον «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός· ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ. β΄, 20). Ἐδῶ τό «ἐν ἐμοί» τό «μέ» καί τό «ὑπέρ ἐμοῦ» δέν λέγονται ἐν ἀντιθέσει πρός τό «ἐν ἡμῖν, τό «ἡμᾶς»καί τό «ὑπέρ ἡμῶν» τῆς «κοινῆς σωτηρίας». Ὁ Ἀπόστολος τῆς ἐλευθερίας, ἄκρως εὐγνώμων διά τά οὐράνια ἀγαθά τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεώς του, «τό κοινόν ἴδιον ποιεῖται», ὡς ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Θεοῦ νά ἐνην-θρώπησε, νά ἐσταυρώθη καί νά ἀνέστη ἐκ νεκρῶν «δι᾿ αὐτόν προσωπικῶς».

«Μοναδική» καί «βαθιά προσωπική» εἶναι ἡ βίωσις τῆς πίστεώς μας ὡς χριστοδω-ρήτου ἐλευθερίας, ἡ ὁποία εἶναι ἐν ταὐτῷ «οὐσιωδῶς ἐκκλησιαστική», ἐμπειρία «κοινῆς ἐλευθερίας». Αὐτή ἡ ἀληθεστάτη ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἐκφράζεται ὡς ἀγάπη καί ἔμ-πρακτος συμπαράστασις πρός τόν συγκεκριμένον πλησίον, ὅπως αὐτή περιγράφεται εἰς τήν παραβολήν τοῦ «Καλοῦ Σαμαρείτου» (Λουκ. ι’, 30-37) καί εἰς τήν περικοπήν τῆς τελικῆς κρίσεως (Ματθ. κε’, 31-46), ἀλλά καί ὡς σεβασμός καί μέριμνα διά τήν κτίσιν καί εὐχαριστιακή χρῆσις αὐτῆς. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἔχει προσωπικόν καί ὁλιστικόν χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται ἰδιαιτέρως κατά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Τεσσαρα-κοστήν εἰς τόν τρόπον κατανοήσεως τοῦ ἀσκητισμοῦ καί τῆς νηστείας. Δέν γνωρίζει ἡ χριστιανική ἐλευθερία, ὡς ὑπαρκτική αὐθεντικότης καί πληρότης, σκυθρωπόν ἀσκη-τισμόν, ζωήν χωρίς χάριν καί χαράν , «σάν νά μήν ἦλθε ποτέ ὁ Χριστός». Καί ἡ νηστεία δέν εἶναι μόνον «βρωμάτων ἀποχή», ἀλλ᾿ «ἁμαρτημάτων ἀναχώρησις», ἀγών κατά τῆς φιλαυτίας, ἀγαπητική ἔξοδος ἀπό τόν ἑαυτόν μας πρός τόν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφόν, «καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως». Ἡ ὁλιστικότης τῆς πνευματικότητος τρέφεται ἀπό τήν ἐμπειρίαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὡς πορείας πρός τό Πάσχα καί ὡς προγεύσεως τῆς «ἐλευθερίας τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. η’, 21).

Δεόμενοι τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀξιώσῃ πάντας ἡμᾶς νά διατρέ-ξωμεν ἐν ἀσκήσει, μετανοίᾳ, συγχωρητικότητι, προσευχῇ καί ἐνθέῳ ἐλευθερίᾳ τόν δόλι-χον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατακλείομεν μέ τούς λόγους τοῦ πνευ-ματικοῦ ἡμῶν πατρός μακαριστοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς τοῦ ἔτους 1970 εἰς τόν Μητροπολιτικόν Ναόν Ἀθηνῶν: «Εἰσερχόμεθα εἰς τήν Ἁγίαν Τεσσαρακοστήν καί στό βάθος μᾶς ἀναμένει τό ὅραμα, τό θαῦμα καί τό βίωμα τῆς Ἀναστάσεως, τό κατ᾿ ἐξοχήν βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄς πορευθῶμεν πρός αὐτό τό ὅραμα καί βίωμα, ὄχι ἀσυγχώρητοι, ὄχι μή συγχωρήσαντες, ὄχι ἐν νηστείᾳ ἁπλῶς κρέατος καί ἐλαίου, ὄχι ἐν ὑποκρισίᾳ, ἀλλά ἐν θείᾳ ἐλευθερίᾳ, ἐν πνεύματι καί ἀληθεία, ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀληθείᾳ τοῦ πνεύματος».

Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ͵βκεʹ

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Η φονταμενταλιστική κοινότητα οδεύει...

«Οι εκκλησιαστικές φονταμενταλιστικές ομάδες συνήθως χαρακτηρίζονται από έλλειψη αυτοκριτικής, αντίσταση στην αλλαγή, υπερβολική έμφαση σε ελάσσονα ζητήματα, αυθεντία των ηγετών και υπερβολική εξάρτηση απ’ αυτούς. 

Με λίγα λόγια, η φονταμενταλιστική κοινότητα οδεύει στον τύπο της αίρεσης-σέκτας, την οποία τόσο παθιασμένα καταπολεμά, τόσο λόγω της προβληματικής ερμηνευτικής στην οποία επιδίδεται όσο και εξ’ αιτίας της εσωστρεφούς και κοσμόφοβης οργάνωσης την οποία υιοθετεί».

π. Βασίλειος Θερμός, «Ψυχαναγκαστική αιρεσιομαχία: αγχολυτικό ευρέος φάσματος και παντός καιρού», Σύναξη 143 (2017), σελ. 58.

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Αμαρτία για τον Χριστό είναι η έλλειψη αγάπης...

Ο Χριστός ούτε πίστευε ότι η μεγαλύτερη αμαρτία συνδέεται με τον έρωτα, ούτε θεωρούσε αμαρτωλό τον έρωτα και στην διδασκαλία Του δεν υπάρχει τίποτα που να υπαινίσσεται κάποια σύγκρουση πνεύματος και σώματος (ύλης). Ο ασκητισμός του Χριστού αποβλέπει αποκλειστικά στην καταπολέμηση του εγωκεντρισμού μέσω της αγάπης και όχι στην εξουθένωση του σώματος και στην υποβάθμιση της ύλης για χάρη του πνεύματος.

Ο Ιησούς Χριστός δεν προσέφερε έδαφος για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι αμαρτίες οι σχετικές με τον έρωτα, απασχολούν κυρίως τη γνήσια χριστιανική παράδοση και αντιμετωπίζεται από το Χριστό με αυστηρότητα, με την οποία δεν αντιμετωπίζεται καμμία άλλη αμαρτία. Όταν αντιμετωπίζει ερωτικές παρεκτροπές, όπως κάνει με κάθε ανθρώπινη αμαρτία, ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για την εσωτερική διάθεση και το κίνητρο, παρά για την εξωτερική συμπεριφορά. Δεν αναφέρει κάποια τιμωρία για τον αμαρτωλό και αντιμετωπίζει ήπια τα ερωτικά αμαρτήματα. (Γράφει ο π. Φιλόθεος Φάρος "Ο Χριστός μας οδηγεί στην αγάπη η οποία διατηρεί το πάθος και και τη φλόγα του έρωτα, δεν είναι ψυχρή και εγκεφαλική και δεν είναι δυϊστική, δηλαδή δεν είναι ασώματη, δεν είναι πνευματική αγάπη. Ο όρος πνευματική προδίδει αίρεση. Είναι ένας σαφής υπαινιγμός νεοπλατωνικού δυϊσμού". Το φλογερό πάθος για τον άλλο είναι η αγάπη που κήρυξε ο Ιησούς.

Αμαρτία για τον Χριστό είναι η έλλειψη αγάπης για τον Θεό και τον άνθρωπο, και οποιαδήποτε ανθρώπινη εκδήλωση ή ενέργεια είναι αμαρτωλή, όταν δεν είναι έκφραση αγάπης. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να ασχολείται κανείς αποκλειστικά με τον εαυτό του, είναι η εσωτερική διάθεση απορρίψεως του άλλου που μπορεί να σκοτώσει την ψυχή. Αμαρτωλοί είναι αυτοί που δεν δείχνουν αγάπη στον συνάνθρωπο. Ο κατεξοχήν έρωτας είναι ο ίδιος ο Θεός.

"Ο εμός έρως εσταύρωται", ομολογεί ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, αναφερόμενος στον Χριστό, και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής βροντοφωνάζει, "μη φοβηθώμεν το του έρωτος όνομα".

Ανδρέας Αθ. Καρακότας, Αμαρτία και περιθώριο στο σύγχρονο Ελληνικό Τραγούδι Οι περιπτώσεις του Μάνου Χατζιδάκι και του Απόστολου Καλδάρα, Εκδόσεις Οδόύ Πάνου, Αθήνα 2022, σελ. 25-27.