Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

«Τήν ἀγχόνην αἱρετισάμενος, δίς ἐκομίσω τόν τῆς νίκης ἀμάραντον στέφανον….»



Ἄν ὁ φανατισμένος ἐκεῖνος Τουρκογιαννιώτης Χότζας τοῦ Τεκέ τοῦ Μουχτάρ, τύχαινε να’ χει τό στοχασμό καί τή μάθηση ἑνός Ἰουλιανοῦ, ἀντίς τά μάτια του νά λάμψουν ἀπό ἄγρια καί φονική χαρά γιά τόν ἀπαγχονισμό τοῦ Ἁγίου, θά προτιμοῦσε –καθώς ἐκεῖνος ξεψυχοῦσε- νά ψιθυρίσει ταπεινωμένος καί γιομάτος διαλογισμούς: Νενίκηκας μέ, Γεώργιε!…..

Γιατί, ὁ λιτός κι ἀπέριττος ἐκεῖνος ἀγρότης, ἀδιάσειστα στερεωμένος ἐπάνω στήν προγονική του πίστη, μέ τό κοντάρι τῆς Χριστιανικά ἡρωικῆς ψυχῆς του κατέφερε μέ τόν ἐπίγειό του θάνατο, θανάσιμο – ὅπως κι ὁ συνονόματός του τροπαιοῦχος- πλῆγμα στά πλευρά τοῦ χαμαιλέοντα δράκοντα καί σκολιοῦ ἐχθροῦ τῶν χριστιανῶν.

Ἴσως πολλοί δέν ἦταν οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι τῶν Γιαννίνων πού στάθηκαν μάρτυρες καί θεατές τοῦ ἀπαγχονισμοῦ τοῦ Ἁγίου: Ἀπό τή μιά, ὁ ἐξημμένος μουσουλμανικός φανατισμός, ὁ ἀπελπισμένος ἐρεθισμός κι οἱ ἀπεγνωσμένες κινήσεις τῶν Χριστιανῶν, ἀπό τήν ἄλλη εἶναι πιθανότατο ὅτι εἶχαν ἀναγκάσει τίς Τουρκικές ἀρχές νά πάρουν τή μέρα ἐκείνη ἔκτακτα, προληπτικά κάθε ἐξέγερσης μέτρα. Ἡ ὥρα μ’ ὅλα ταῦτα τῆς ἐκτέλεσης μᾶς κάνει νά συμπεράνουμε ὅτι οἱ Τοῦρκοι –μέ τήν ἔκδηλη πρόθεση νά ἐπιδείξουν τή δύναμή τους καί νά ταπεινώσουν καί πτοήσουν πιό πολύ τούς ραγιάδες- ἀκόμη καί γιά παραδειγματισμό- εἶχαν ταυτόχρονα ἐπιθυμήσει ὁ ἀπαγχονισμός τοῦ Ἁγίου νά γίνει μέ ὅσο μποροῦσε πιό πολλή διασημότητα.


Γιά τούς ἴδιους δέ ἀκριβῶς λόγους, εἶχαν διαλέξει ὡς τόπο ἐκτελέσεως τό πολυσύχναστο ἐκεῖνο πλατύ σταυροδρόμι, τό γεμάτο Χριστιανική κίνηση.

Λίγοι παρ’ ὅλα αὐτά –ἐκτός φυσικά ἀπ’ ὅσους κατάσταση γειτονίας καθήλωνε στήν περιοχή- θά ἦταν οἱ Χριστιανοί ἐκεῖνοι πού δέ θά προσπάθησαν νά ἀποφύγουν τό θέαμα μιᾶς παρόμοιας ἐκτέλεσης: θύμα της ἦταν ἕνας ὁμόθρησκος, πού κι ἀπ’ ὅταν ἀκόμα ζοῦσε, εἶχε ἀρχίσει νά παίρνει μέσα στήν ψυχή τους τό χαρακτηριστικό φωτοστέφανο ἑνός Ἁγίου καί μάρτυρα.

Ὅμως, ἡ τελευταία ἐπίκλησή του –φωνή, ὄχι ὀργῆς, οὔτε μίσους, οὔτε καν μνησικακίας ἤ παράπονου, φωνή μέ τήν ὁποία, τήν ὕστατη ἐκείνη στιγμή τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καλοῦσε τούς ὁμοθρήσκους του νά τόν συγχωρέσουν, καί παράκληση ταυτόχρονα πρός τόν Παγκόσμιο Πατέρα, τό Θεό τῶν Χριστιανῶν, ὅλους νά τούς συγχωρέσει, γιά ὅλα τά ἁμαρτήματά τους- ἡ ὕστατη αὐτή φωνή ἑνός πράου, πού ἀκούστηκε, ἔστω κι ἀπό λίγους μονάχα Χριστιανούς, ἁπλώθηκε ἀπό τήν ἴδια ἐκείνη στιγμή μ’ ἀφάνταστη γοργότητα, κυρίαρχη καί βροντερή στά γύρω, στήν πόλη, στήν ὕπαιθρο, στήν Ἑλλάδα, στόν κόσμο.


Ἕνας ἀθῶος ξεψυχοῦσε στήν ἀγχόνη καί συγχωροῦσε ὅλο τόν κόσμο, ἕνας ἁγνός παρέδινε, μέ τό βρόγχο στό λαιμό, τήν ψυχή του, καί ζητοῦσε ἀπ’ ὅλους συγχώρεση. Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, πού ὠχρός, ριγώντας, γυμνός μπροστά στήν ἀγχόνη, παρακαλοῦσε τόν δήμιό του νά τοῦ λύσει τά χέρια γιά νά κάνει ἀπάνω του, τήν ὕστατη αὐτή στιγμή, τό σεπτό σημάδι πού θύμιζε τή θυσία κάποιου ἄλλου Πρωταρχικοῦ Μάρτυρα, ἡ εἰκόνα αὐτή, ἄσβεστη καί αἰώνια κυριάρχησε ἀπό τότε στήν ψυχή τοῦ βασανισμένου ραγιά: ὁ Ἅγιος ἦταν σάν μιά δική τους ἔκφραση κι ὁ τυποποιημένος ἐαυτός τους.

Ποιό τάχα ἦταν καί τῶν ἴδιων τό ἁμάρτημα; Ὅτι ἦταν Χριστιανοί καί Ἕλληνες, ὅτι τολμοῦσαν ἀκόμα νά ζοῦν στόν τόπο τους, στόν δικό τους τόπο, πού ἦταν ὁ προαιώνιος κλῆρος τους, ἕνας τόπος γεμάτος αἵματα, ἱδρῶτες, ἱστορία, δόξες, τόν ὁποῖο εἶχε καθαγιάσει ἕνας «Ἑσμός μαρτύρων».

Μιά χούφτα ἔξαλλων τυραννίσκων, ἕνα μπουλούκι φανατισμένων, σκότωναν, ξεδιάντροπα κι ὠμότατα ἕνα Χριστιανό, μόνο καί μόνο ἐπειδή ἦταν Χριστιανός: ἀναμφισβήτητα, ἔκδηλα, ἀδίστακτα, τόσο πού κι ἡ ἴδια, δική τους διοικητική καί δικαστική ἀρχή, ἦταν ἕτοιμη νά τόν ἀπολύσει. Κι αὐτός ὁ Χριστιανός ἦταν λιτός κι ἀπέριττος, ἄκακος καί βαθιά ἠθικός, ἁγνός καί ἄδολος: -ἕνα νέο καί ταπεινό παλληκάρι, νιόπαντρο καί προχθεσινός πατέρας.

Καθώς τά ἀναλογιζόταν ὅλα αὐτά, μέσα στήν ἀπόγνωσή τους, ἡ ψυχή τους βούρκωνε, τό μάτι δάκρυζε, ἡ καρδιά πονοῦσε, κατόπι, ἡ ὀργή καί τό μίσος γέμιζε τά ἐσώτατά τους: -αἰσθανόταν τότε μέσα τους νά σφύζει τό αἷμα τοῦ ἐπαναστάτη Διονύσιου, πού τόν εἶχαν κι αὐτόν, οἱ ἴδιοι αὐτοί ἔξαλλοι τυραννίσκοι, ζωντανό γδάρει, σ’ αὐτή τήν ἴδια τήν πλατεῖα, σ’ αὐτό τό ἴδιο Χριστιανικό σταυροδρόμι.

Καί μιά μανία τότε τούς κυρίευε, νά ἐξορμήσουν, νά θύσουν, νά καταστρέψουν, σπάσουν τά δεσμά τους νά χύσουν κι αὐτοί τό αἷμα τους, γιά νά γίνουν, οἱ ἴδιοι ἤ οἱ ἀπόγονοί τους, ἐλεύθεροι νά φωνάζουν, νά διακηρύττουν σέ ὅλο τόν κόσμο, ἀνεμπόδιστα, ὅτι εἶναι Χριστιανοί καί Ἕλληνες κι εἶναι αὐτός ὁ τόπος, ὁ δικός τους, ἡ χιλιόχρονη πατρίδα τους…


Ὅμως ἐκεῖ πέρα, καθώς οἱ ριπές τοῦ παγεροῦ ἀγέρα κουνοῦσαν δώθε κείθε το σκήνωμα ἑνός ὁμοθρήσκου τους, κροταλοῦσαν γύρω στόν Ἅγιο, ψηλά στίς ἐπάλξεις τοῦ κάστρου, σ‘ὅλη τήν πόλη, οἱ ἀτσαλένιες πανοπλίες τοῦ τυρράνου, πού βλοσυρῶς καί καχυπόπτως κρατοῦσε μέρα νύχτα ἀνήσυχο καί ἄγρυπνο τό μάτι ἐπάνω στό βαριά θλιμμένο καί ἐξοργισμένο ραγιά, ἕτοιμος νά ἐξαπολύσει τόν ὄλεθρο.

Μά ἡ καινούρια Ἑλλάδα…μιά μικρή μερίδα τῶν ὁμοφύλων τους, εἶχαν, μέ ὁλοκληρωτικές θυσίες ἀποτινάξει –σάν προχθές- ἀπάνω τους τό βάρβαρο καταπιεστή. Μά οἱ πληγές τούς ἦταν ἀκόμη νωπές: εἶχαν αὐτοί μέ ποταμούς αἱμάτων κατακτήσει τήν ἐλευθερία τους, ὅμως τώρα, τήν κρατοῦσαν κι ἐκείνη μέ ξένες προστασίες. Τά ὄνειρά τους βέβαια δέν εἶχαν σβήσει, μά τώρα δέν μποροῦσαν, δέν εἶχαν ἀκόμα τή δύναμη… Ἔπειτα οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς, δέν ἀγαποῦσαν τούς ραγιάδες τόσο, ὅσο ἤθελαν νά φαίνονται…


Ἔτσι ἔπρεπε νά’ ναι: δέν εἶχεν ἀκόμη ἔρθει καί γι’ αὐτούς τό «ποθούμενο», πού τούς εἶχε προείπει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, αἷμα κι αὐτός ἀπό τό αἷμα τους, τά σημάδια πού τούς εἶχε αὐτός βάλει, ἀκόμα δέν εἶχαν δείξει. Ἔστεκαν πάντα τους ὄρθιοι οἱ Σταυροί πού εἶχεν ἐκεῖνος στήσει, καί ζοῦν ἀκόμα θεριωμένα τά δέντρα, ὅπου αὐτός εἶχεν ἀκουμπήσει γιά νά τούς παρηγορήσει:

-Ὡς ὅτου δείξουν τά σημάδια, ἀδερφοί μου, σχολεῖα καί ἐκκλησίες!..

Κι ἀπό τό κάτωχρο τώρα κι ἀκίνητο πρόσωπο ἑνός καινούριου μεγάλου μάρτυρα, πού τόν ἔνιωθαν πιά κι αὐτόν –σάν καί τούς ἄλλους- ἐντελῶς δικό τους, καθώς εἶχεν ἁπλωθεῖ ἐπάνω του μιά θεία ἐγκαρτέρηση, ἐκφραζόταν, κι ἀπ’ αὐτοῦ ἀκόμα τή μορφή μιά βουβή ἐπίκληση:

-Κάποτε θά ‘ ρθεῖ καί γιά μᾶς, ἀδέλφια μου, ὁ καιρός πού περιμένουμε, μά ἴσα μέ τότε, μιά εἶναι ἡ δύναμή σας:- ὁ Σταυρός!… Αὐτός, πού μέ κράτησε κι ἐμένα στήν πίστη τῆς μάνας μου καί τῶν προγόνων μου, αὐτός πού μέ κραταίωσε στό μαρτύριο καί μ’ ἔκανε νά νικήσω τόν ἑαυτό μου καί τούς ἐχθρούς μου: -Ἡ πίστη μας!… Τό κοντάρι τοῦ τροπαιούχου, πού σκότωσε τόν δράκοντα!… Ἡ νίκη μου!… –Γονατίστε ἀδέλφια μου κοντά μου!…Κάντε τόν σταυρό σας!…Πιάστε ὅλοι μαζί τα χέρια, καί μέ μιά φωνή, μέ μιά βουβή φωνή, διακηρύξτε, ὅλοι μαζί, ἀδέρφια μου: -Εἴμαστε Χριστιανοί!… Χριστιανοί γεννηθήκαμε καί Χριστιανοί θά πεθάνουμε!… Ὁ Χριστός εἶναι ἡ καταφυγή μας, ἡ ἐλπίδα κι ἡ δύναμή μας!…-Ἡ νίκη μας!…

«Ἀθλητά Γεώργιε, εἰ καί ἐκ τῆς πόλεως Γρεβενῶν ἐβλάστησας, ἀλλά τῶν Ἰωαννίνων πλέον γίγνεσαι, ἐν αὐτῇ γάρ ἀθλήσας, ταύτην ἐπορφύρωσας, δι’ ὅ καί καυχωμένη βοᾷ: Σύ υἱός μου νεώτατος πέφυκας».


(Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δημητρίου Σ. Σαλαμάγκα: «Ὁ Νεομάρτυρας Ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων», Ἀθήνα 1954)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου