Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911

 
 
Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π.
(Τὸ σύντομο βιογραφικὸ ποὺ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος ὁ πεζογράφος γιὰ τὸν ἑαυτό του κατὰ παράκληση τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη).
 

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ καὶ ἅγιος τῶν γραμμάτων μας χαρακτηριζόμενος, γεννήθηκε στὴ Σκιάθο στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 1851 καὶ ἦταν γιὸς τοῦ ἱερέα Ἀδαμαντίου Ἐμμανουὴλ καὶ τῆς Ἀγγελικῆς κόρης Ἀλεξ. Μωραϊτίδη. Τέσσερις ἀδελφὲς κι ἕνας ἀδελφὸς θὰ εἶναι ἡ μόνη περιουσία ποὺ θὰ κληρονομήσει ἀπὸ τὴν φτωχὴ οἰκογένειά του. Τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὶς δυὸ πρῶτες τάξεις τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου στὴ Σκιάθο. Φοίτησε σὲ σχολεῖο τῆς Σκοπέλου, τοῦ Πειραιᾶ καὶ τελικὰ πῆρε ἀπολυτήριο Γυμνασίου ἀπὸ τὸ Βαρβάκειο τὸ 1874. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἴδιου χρόνου, γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀπ᾿ ὅπου ὅμως ποτὲ δὲν ἀποφοίτησε, ἐνῷ γράφει τὸ πρῶτο λυρικό του ποίημα γιὰ τὴ μητέρα του. Βγάζει τὰ πρὸς τὸ ζῆν τοῦ πενιχροῦ ὑλικὰ βίου του προγυμνάζοντας μαθητές. Μόνος του θὰ μάθει ἀγγλικὰ καὶ γαλλικὰ στὰ πρῶτα χρόνια τῶν σπουδῶν του. Φίλος καὶ σύντροφός του σ᾿ αὐτὰ τὰ χρόνια ὁ λογοτέχνης ἐξάδελφός του Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, μετέπειτα Ἀνδρόνικος μοναχός. Ὁ Μωραϊτίδης θὰ τὸν φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ λογοτεχνικοὺς καὶ δημοσιογραφικοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς, κι ὁ Παπαδιαμάντης θ᾿ ἀρχίσει νὰ βλέπει τὰ ἔργα του νὰ δημοσιεύονται στὸν «Ραμπαγᾶ», στὸν «Νεολόγο» τῆς Κωνσταντινουπολεως, στὸ «Μὴ Χάνεσαι» καὶ στὶς ἐφημερίδες «Ἐφημερὶς» καὶ «Ἀκρόπολις». Γρήγορα οἱ συνεργασίες του μὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες θὰ αὐξηθοῦν, ἀλλά, βιοποριστικό του ἐπάγγελμα θὰ γίνει ἡ δημοσιογραφία κι οἱ μεταφράσεις.
Τὸ 1879 δημοσιεύει τὸ μυθιστόρημα «Ἡ μετανάστις» στὴν ἐφημερίδα «Νεολόγος». Τὸ 1882 ἄρχισε νὰ δημοσιεύει τὸ μυθιστόρημά του «Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν» στὴν ἐφημερίδα «Μὴ χάνεσαι», ἐνῷ παράλληλα ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς μεταφραστής. Τὸ 1884 ἄρχισε νὰ δημοσιεύει στὴν «Ἀκρόπολη» τὸ μυθιστόρημά του «Γυφτοπούλα», ὅπου ἀπὸ τὸ 1892 ὡς τὸ 1897 ἐργάζεται ὡς τακτικὸς συνεργάτης. Οἱ προοπτικὲς φαίνονται μεγάλες γιὰ μία ἐπιτυχῆ δημοσιογραφικὴ καὶ λογοτεχνικὴ πορεία στὴν Πρωτεύουσα, ὅμως αὐτὸ δὲν συγκινεῖ τὸν «κοσμοκαλόγερο», τὸν μοναχικὸ καὶ ταπεινὸ Παπαδιαμάντη. Οἱ μόνες ὧρες ποὺ φαίνεται νὰ χαίρεται στὴν Ἀθήνα εἶναι ἐκεῖνες ποὺ περνάει μὲ τοὺς ἁπλοὺς καθημερινοὺς λαϊκοὺς ἀνθρώπους, κι ἐκεῖνες ποὺ ψάλλει στὸν Ἅγιο Ἐλισσαῖο στὸ Μοναστηράκι. Δεξιὸς ψάλτης ὁ Παπαδιαμάντης, ἀριστερὸς ὁ Μωραϊτίδης, κι ἱερέας ὁ προσφάτως ἀνακηρυχθεὶς Ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς, ὁ βιώσας τὴν Ταπείνωση.
Πέρα ἀπὸ τὴν δυσκολία του νὰ προσαρμοστεῖ στὴν πρωτεύουσα, παθαίνει καὶ ρευματισμοὺς στὰ χέρια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὴ δημοσιογραφική του ἐργασία. Χωρὶς κανέναν οἰκονομικὸ πόρο θὰ ἐπιστρέψει στὴ Σκιάθο ὅπου, ἄρρωστος, θὰ ἀφεθεῖ γιὰ λίγο στὶς φροντίδες τῶν ἀδελφῶν του. Ἀπὸ τὸ 1902 ὡς τὸ 1904 μένει στὴ Σκιάθο ἀπ᾿ ὅπου δημοσιεύει τὴ «Φόνισσα». Στὶς 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στὸν «Παρνασσὸ» ἡ 25ετηρίδα του στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ὑπὸ τὴν προστασία τῆς πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Ἀμέσως μετὰ ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του ὅπου καὶ μένει ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Θὰ προειδεῖ τὸν θάνατό του, καὶ τὴν δυσκαταποσία τῶν τελευταίων ὡρῶν του, καὶ θὰ ζητήσει νὰ τὸν κοινωνήσει ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας του δυὸ μέρες πρίν. Κοιμήθηκε τὸ ξημέρωμα τῆς 3ης Ἰανουαρίου τοῦ 1911 ἀπὸ πνευμονία. Ἡ κηδεία του ἔγινε τὴν ἴδια μέρα καὶ τὸν ἐπικήδειο ἐκφώνησε ὁ Γεώργιος Ρήγας. Στὶς 22 Νοεμβρίου 1912 τὸν τάφο του ἐπισκέφτηκε ἡ Μαρία Βοναπάρτη καὶ τὸ 1925 στήθηκε ἡ προτομή του, ἔργο τοῦ Θ. Θωμόπουλου.
 
 
Τὸ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, τὸ ὁποῖο εἶναι σήμερα διεθνῶς ἀναγνωρισμένο, ἐπηρεάστηκε ἄμεσα ἀπὸ τὸ νησὶ στὸ ὁποῖο γεννήθηκε καὶ πέθανε, τὸ νησὶ ποὺ ἀγάπησε καὶ ὕμνησε ὅσο κανένας ἄλλος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του, τὶς πραγματικὲς ἱστορίες τῶν ὁποίων μετέφερε γράφοντας. Ὑπῆρξε ἕνας ἄριστος μελετητὴς τῆς ἀνθρώπινης ψυχολογίας καὶ τῶν ἠθῶν τῆς ἐποχῆς του. Μὲ τὴν ἀπαράμιλλη καὶ γεμάτη λυρισμὸ πένα του, ἔγραψε χωρὶς ἀμφιβολία τὰ κορυφαῖα ἠθογραφήματα τῆς νεότερης Ἑλλάδας. Ἔτσι, τὸ ὄνομά του μᾶς παραπέμπει στὸ νησί του, ἀλλὰ παράλληλα, στὸ ἄκουσμα τῆς λέξης «Σκιάθος», δὲν μποροῦμε νὰ μὴ σκεφτοῦμε τὸν μεγάλο αὐτὸ λογοτέχνη, ποὺ σφράγισε ἀνεξίτηλα τὸ νησί του, ἀκριβῶς ὅπως αὐτὸ σφράγισε τὸ ἔργο του. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου