Του Ευστάθιου Χ. Λιανού Λιάντη
Κυριακή εσπέρας της Βαϊφόρου…
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται.
Εξήλθε ο Νυμφίος για να
προϋπαντήσει τον άγγελο της Εκκλησίας των Ιωαννίνων. Άγγελο πλέον στην ουσία,
αφού κατέλειπε τον χοϊκό χιτώνα ως ενθύμημα στη στρατευόμενη Εκκλησία και
ανήλθε αιώνιος λειτουργός στη θριαμβεύουσα.
Κενώθηκε η καθέδρα του Αγίου
Αθανασίου των Ιωαννιτών για να σταθεί σε αυτήν το Μεγαλοβδόμαδο ο Νυμφίος, ο
Ραπισθείς, ο Σταυρωθείς και Αναστάς Ιησούς. Ο τύπος του Χριστού, ο Επίσκοπος,
κλήθηκε στην Άνω Ιερουσαλήμ όταν ο Χριστός είχε μεταβεί στην επίγεια. Πάτησαν
στα ίδια βάγια, βαίνοντας και οι δυο προς την Ανάσταση.
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε
λαῶν, ὥρη μὲν πολέων μύθων, ὥρη δὲ καὶ ὕπνου»
Φτάνει η ώρα που ο αγώνας της
διήγησης, ο μύθος, αρτιώνεται, και ακολουθεί ο ύπνος. Το τρανό πνεύμα, που
γέμιζε μεγαλείο το σώμα, νιώθει τον νόστο και φεύγει για την αιώνια πατρίδα του
και, τότε, το σώμα μικραίνει και χωράει σε ένα ξύλινο κιβούρι.
Στέκεσαι και κοιτάζεις το σκήνος,
που έχει τη μορφή του ανθρώπου που γνώριζες. Από τα αρχιερατικά άμφια μένουν
ακάλυπτα μόνον τα χέρια και το πρόσωπο. Και άθελα εστιάζεις στον δείκτη και τον
μέσο, στο σκούρο χρώμα της πίσσας στο ένωμά τους. Πόση αγρύπνια, πόσος πόνος,
πόσος στοχασμός ανάμεσα σ’αυτά τα δύο δάχτυλα; Οι ποριστές της ευσέβειας δεν
του συγχωρούσαν το κάπνισμα, κι ας το παρέβλεπαν για τον Παπαδιαμάντη και τον
Νεκτάριο Πενταπόλεως.
Ο χρόνος του στέρησε μονάχα την
όραση. Τον έβλεπες όρθιο και δωρικό να περπατά αργά ψηλαφώντας γύρω του, και
ένιωθες πως μια παρόμοια εικόνα φανταζόταν ο Όμηρος, όταν ιστορούσε τον
Τειρεσία: «χρησμό από την ψυχή να πάρετε
του Τειρεσία, που μάντης στη Θήβα ήταν τυφλός, μα η δύναμη κρατάει του νου του
ακόμα». Όντως, η δύναμη του νου του κρατούσε· το πνεύμα αύξανε και η σάρκα
ελάττωνε. Κι αυτό το ελάχιστο υλικό που έμεινε απ’αυτόν ενταφιάσθηκε το
απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης στον Άγιο Νικόλαο των Κοπανών.
Υψώνεται τώρα ενώ το σώμα του
ενώνεται με τη γη. Αφομοιώνεται με τον τόπο και μαρτυρά: «Ἀδελφοί μου ὑμεῖς, ὀστᾶ
μου καὶ σάρκες μου ὑμεῖς. Δεν θα φύγω ποτέ από κοντά σας. Θα είμαι μαζί σας
μέχρι την τελική Ανάσταση, όπου θα ενωθούμε αξεδιάλυτα. Σας ακούω· σας
αισθάνομαι να βηματίζετε. Είμαι η μνήμη σας και είστε το παρόν μου». Και ο λαός
τον αφουγκράζεται και απαντά: «Δε μας χωρίζει ο θάνατός σου· μας ενώνει. Τώρα
σε ξέρουμε καλύτερα. Τώρα σε αγαπάμε περισσότερο, γιατί μπορούμε να δούμε τη
ζωή σου ολόκληρη, να τη διηγηθούμε. Ξέρουμε ότι έφυγες για να επιστρέφεις. Ἐπιστράφηθι
καὶ χάρισαι ημὶν τὸ θεάσασθαί σε, τὸν ημὶν φίλτατον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου