Γράφει ο π. Σέργιος Μαρνέλλος,
Δρ. Θεολογίας και εφημέριος του Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου (της Μητρόπολης) πόλεως Ιωαννίνων
Το σημερινό ζήτημα που κλήθηκα να αναπτύξω αφορά το τρίπτυχο, ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ, ΕΝΟΡΙΑ. Τρεις πολύ σημαντικές λέξεις για όλους μας, κάθε μια από τις οποίες αρχίζει με το γράμμα έψιλον και οι οποίες συνδέονται άρρηκτα με μια ακόμα λέξη από έψιλον, την ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Βέβαια δεν πρόκειται για ένα σύνδεσμο απλά τυπολογικό αλλά για να χρησιμοποιήσω άλλη μια λέξη από έψιλον, πρόκειται για σύνδεσμο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟ. Είναι γνωστή η ρήση του Χριστού· «εάν μη φάγητε τήν σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, καγώ αναστήσω αυτόν τη εσχάτη ημέρα. η γάρ σάρξ μου αληθώς εστι βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστι πόσις. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ»[1]. Με τη φράση αυτή ο Χριστός μας κάνει σαφές το απαραίτητο, το ωφέλιμο, το θεογενές του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, η οποία αποτελεί το «αντάμωμα» του κάθε ανθρώπου με το Θεό[2]. Ό άνθρωπος, δια της μετοχής του στο σώμα και το αίμα του Χριστού βρίσκεται εμπρός στο φως του Θεού[3] και λαμβάνει φως εκ φωτός «εις άφεσιν αμαρτιών, εις συγχώρησιν πλημμελημάτων, εις Πνεύματος αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν, εις παρρησίαν την προς τον Θεόν»[4]. Συνεπώς ο άνθρωπος μετέχει στην κατ’ εξοχήν έκφραση της Εκκλησίας δια της κοινωνίας του ενός άρτου[5]. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί κοινωνία και ένωση του ανθρώπου μετά του Θεού[6], καθώς ο άνθρωπος ευρισκόμενος στο «Πασχαλινό Τραπέζι της Βασιλείας»[7], καθίσταται «σύσσωμος και σύναιμος»[8] του Χριστού, όχι απλά σημειολογικά ή συμβολικά αλλά οντολογικά-πραγματικά.
Δια της κοινωνίας, επίσης του ενός άρτου ο κάθε άνθρωπος γίνεται ένα με τον άλλο και όλοι μαζί συγκροτούν και συναποτελούν το σώμα της Εκκλησίας όπως μας λέγει ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή: «εις αρτος, εν σωμα οι πολλοί εσμεν· οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» αλλά και όπως διαβάζουμε στην Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, «ημας δε πάντας, τους εκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαις αλλήλοις εις ενός Πνεύματος αγίου Κοινωνίαν».
Άρα η Θ. Ευχαριστία δεν είναι μια υπόθεση ατομική, όπου ο καθένας προσέρχεται να λειτουργηθεί και να προσευχηθεί μόνος του, να αυτοσυγκεντρωθεί και να μεταλάβει εγωιστικά σώμα και αίμα Χριστού εις τύπον επιβράβευσης των κόπων του, της ευσέβειας του, της προσευχής του, της νηστείας που κράτησε, της καθαρότητας της ψυχής του σε εισαγωγικά, ή ακόμα δεν μεταλαμβάνει για να αισθανθεί καλύτερα συναισθηματικά, να αναπαυθεί ψυχικά, να πάρει δυνάμεις. Είναι άλλο πράγμα η ατομική προσευχή για την οποία ο Ιησούς Χριστός λέγει «όταν προσεύχη, ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί, ότι φιλούσιν εν ταις συναγωγές και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις˙ αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ»[9]. Με άλλα λόγια η προσωπική προσευχή είναι και απαραίτητη και ωφέλιμη, αλλά η ελεύθερη προσέλευση μας στο ναό, στην Εκκλησία για την κοινή λατρεία του Θεού και ιδίως για την Θ. Ευχαριστία είναι για την αγάπη, «για τη νέα αγάπη του Χριστού» όπως σημειώνει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, που μας χαρίζεται με την ενότητα μας[10]. Στο επίπεδο αυτό ο γνωστός Θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τονίζει ότι «οι πιστοί, γίνονται Σώμα Χριστού δια τής Θείας Ευχαριστίας. Έτσι η Ευχαριστία είναι το «μυστήριο της Εκκλησίας», «μυστήριο συνάξεως», «μυστήριο κοινωνίας»[11] όπου παρουσιάζεται και φανερώνεται η Βασιλεία του Θεού. Άρα η Εκκλησία βρίσκεται εκεί, όπου τελείται η ευχαριστία, και μέλος της Εκκλησίας είναι εκείνος ο οποίος μετέχει στην Ευχαριστία[12]. Με τον τρόπο αυτό η Θεία Ευχαριστία συντελεί, ώστε ο Χριστός να είναι εντός μας και εμείς «εν τω Χριστώ»[13]. Η Θεία Ευχαριστία συνεπώς, είναι η ένωση του σώματος της Εκκλησίας με το Χριστό, διότι ως μέλη της Εκκλησίας με τη Θεία Ευχαριστία «μέλη εσμέν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού»[14] μέσα από τη χαρισματική παρουσία του Αγίου Πνεύματος.
Εδώ στην κόγχη του ιερού βήματος αλλά και σε πολλούς άλλους ναούς βλέπουμε την παράσταση, γνωστή και ως «Κοινωνία των Αποστόλων». Στην παράσταση, εικονίζεται ο Μέγας Αρχιερέας Χριστός να κοινωνεί τους Αποστόλους το σώμα και το αίμα του. Η παράσταση αυτή η οποία αγκαλιάζει την αγία τράπεζα και βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το σημείο όπου τελεσιουργείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν είναι συμβολική, αλλά παιδαγωγική και μας υποδεικνύει κάτι. Ότι η λατρεία της Εκκλησίας επί της γης και ιδίως η Ευχαριστία η οποία επιτελείται σε κάθε ναό είναι «αντίτυπο» της επουρανίου, η καλύτερα, η ίδια η επουράνια όπου ο Χριστός είναι ο κατ’ εξοχήν λειτουργός και Αρχιερέας ως ο προσφέρων και προσφερόμενος, ως θύτης και ως θύμα[15]. Άρα η ευχαριστιακή σύναξη, δεν είναι απλά ζήτημα ανάμνησης του Μυστικού Δείπνου ή εκκλησιαστική παράδοση την οποία επιτελούμε ευλαβικά, αλλά είναι η αποκάλυψη της ίδιας της Εκκλησίας του Θεού.
Εδώ στην κόγχη του ιερού βήματος αλλά και σε πολλούς άλλους ναούς βλέπουμε την παράσταση, γνωστή και ως «Κοινωνία των Αποστόλων». Στην παράσταση, εικονίζεται ο Μέγας Αρχιερέας Χριστός να κοινωνεί τους Αποστόλους το σώμα και το αίμα του. Η παράσταση αυτή η οποία αγκαλιάζει την αγία τράπεζα και βρίσκεται σε αυτό ακριβώς το σημείο όπου τελεσιουργείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν είναι συμβολική, αλλά παιδαγωγική και μας υποδεικνύει κάτι. Ότι η λατρεία της Εκκλησίας επί της γης και ιδίως η Ευχαριστία η οποία επιτελείται σε κάθε ναό είναι «αντίτυπο» της επουρανίου, η καλύτερα, η ίδια η επουράνια όπου ο Χριστός είναι ο κατ’ εξοχήν λειτουργός και Αρχιερέας ως ο προσφέρων και προσφερόμενος, ως θύτης και ως θύμα[15]. Άρα η ευχαριστιακή σύναξη, δεν είναι απλά ζήτημα ανάμνησης του Μυστικού Δείπνου ή εκκλησιαστική παράδοση την οποία επιτελούμε ευλαβικά, αλλά είναι η αποκάλυψη της ίδιας της Εκκλησίας του Θεού.
Από τα πρώτα βήματα της Εκκλησίας πρωταρχικό μέλημα των αποστόλων ήταν η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας σε κάθε πόλη και κάθε επαρχία παράλληλα με τον ευαγγελισμό των εθνών. Η γρήγορη και ευρεία εξάπλωση του μηνύματος της σωτηρίας, οδήγησε στην ανάδειξη μόνιμων λειτουργών της Θείας Ευχαριστίας σε κάθε τόπο, ώστε να διασφαλίζεται απρόσκοπτα η τακτική τέλεση του μυστηρίου της Βασιλείας. Αυτοί οι μόνιμοι λειτουργοί δεν ήταν άλλοι από τους επισκόπους, οι οποίοι ηγούνταν της Θείας Ευχαριστίας περιστοιχισμένοι από τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους[16]. Το αξίωμα του επισκόπου ήδη από την αποστολική εποχή ήταν κατά κύριο λόγο λειτουργικό. Ο επίσκοπος περιγράφεται από τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, πατέρα του Α΄ αιώνος μ.Χ., ως o «προκαθήμενος εις τόπον Θεού». Διότι κατέχει την θέση στην ευχαριστιακή σύναξη την οποία η Αποκάλυψη του Ιωάννου περιγράφει ως θρόνο του Θεού και του Αρνίου[17]. Γι’ αυτό ο επίσκοπος ως ο προσφέρων την Θεία Ευχαριστία είναι εις τόπον ή τύπον του Χριστού. Είναι εκείνος ο οποίος «συνάγει το λαό» και λειτουργεί την ιερατεία του Χριστού εν τη Εκκλησία[18]. Ως υπηρέτης Χριστού, ο επίσκοπος προΐσταται και ποιμαίνει την τοπική Εκκλησία ως λειτουργός και «οικονόμος του Θεού»[19].
Ο επίσκοπος είναι πάντα συνδεδεμένος με μια συγκεκριμένη ευχαριστιακή κοινότητα, ένα συγκεκριμένο τόπο για τον οποίο εξελέγη και εχειροτονήθη, ώστε να είναι η κεφαλή και το κέντρο της ενότητας της τοπικής Εκκλησίας όχι με τρόπο αυτόνομο και αυθαίρετο αλλά για να φανερωθεί δια μέσου του ο Χριστός ως κεφαλή της Εκκλησίας[20]. Η Εκκλησία οργανώνεται χωρογεωγραφικά, και αυτό γίνεται φανερό ήδη στην Καινή Διαθήκη, όπου διαβάζουμε για τις ευχαριστιακές κοινότητες της Θεσσαλονίκης, της Κορίνθου, της Εφέσου και άλλες. Βασική επιδίωξη της Εκκλησίας είναι η εξασφάλιση της Θείας Ευχαριστίας σε κάθε τόπο. Ο επίσκοπος τη στιγμή της εκλογής και χειροτονίας του θα λέγαμε ότι έρχεται σε γάμο με μια συγκεκριμένη περιοχή, δηλαδή μια τοπική Εκκλησία, της οποίας καθίσταται Αρχιεπίσκοπος, Αρχιποιμήν, Αρχιδιδάσκαλος[21] με σκοπό να πραγματώσει την εν Χριστώ σωτηρία.
Ο βαθύτατα θεολογικός και κεφαλαιώδης σύνδεσμος του Επισκόπου με την τοπική Εκκλησία, φτάνει στο σημείο της απόλυτης ταύτισης. Ο π. Νικόλαος Αφανάσιεφ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «μια ευχαριστιακή σύναξη είναι αδύνατη χωρίς τον προεστό της και συνεπώς μια τοπική Εκκλησία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αυτόν» αλλά και «ένας επίσκοπος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς Εκκλησία»[22].
Ο επίσκοπος ως εικόνα του Χριστού λειτουργεί στην εκκλησία κατά το πρότυπο του καλού ποιμένα ο οποίος «την ψυχήν αυτού τίθησιν υπερ των προβάτων» και ο οποίος «αναγνωρίζει τα πρόβατα του και αναγνωρίζεται υπ’ αυτών»[23]. Ο 9ος κανόνας της τοπικής Συνόδου της Αντιόχειας ορίζει ότι κάθε επίσκοπος έχει την εξουσία της επαρχίας του, οφείλει να την διοικεί με ευλάβεια, να φροντίζει όλη την περιοχή που υπάγεται στην πόλη του, να χειροτονεί πρεσβυτέρους και διακόνους και να διευθετεί το καθετί με δίκαιη κρίση. Αυτή ακριβώς η εξουσία και παράλληλα διακονία του επισκόπου είναι συνυφασμένη με την λειτουργική του ιδιότητα, ως δηλαδή του προεστώτος της ευχαριστιακής σύναξης και άρα της τοπικής Εκκλησίας .
Στα στενά πλαίσια μιας εσπερινής ομιλίας όπως η σημερινή δεν μπορούμε να επεκταθούμε ιδιαίτερα και να εξετάσουμε αναλυτικά το ρόλο του επισκόπου, γι’ αυτό και περιοριζόμενοι στην προοπτική την οποία μας δίνει το θέμα μας Ευχαριστία-Επίσκοπος-Ενορία θα εξετάσουμε το πως ο Επίσκοπος και η Θ. Ευχαριστία συνδέονται με την Ενορία.
Όλοι μας γνωρίζουμε τις ενορίες μας, έχουμε μεγαλώσει σε αυτές, είναι ο χώρος στον οποίο προσερχόμαστε για την κοινή προσευχή, για τις ακολουθίες οι οποίες έχουν ως κέντρο τη Θ. Ευχαριστία. Γνωρίζουμε όμως ότι μέχρι τον τρίτο περίπου αιώνα δεν υπήρχαν ενορίες και ότι τελούνταν μοναχά μια ευχαριστία από τον επίσκοπο σε κάθε επαρχία όπου συναθροίζονταν όλοι οι πιστοί. Μέχρι τη στιγμή αυτή όπως γράφει ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας «η Ευχαριστία προσφέρεται μόνον δια του Επισκόπου, όστις και δια τούτο επέχει εν τη Εκκλησία την θέσιν του Θεού»[24]. Θα λέγαμε ότι μέχρι τον τρίτο αιώνα υπήρχε μια και μόνο ενορία η οποία δεν ήταν άλλη από την επαρχία δικαιοδοσίας του επισκόπου. Οι πρεσβύτεροι συνδέονται με την προσφορά των δώρων και μέχρι τότε περιέβαλαν το Επίσκοπο στη Θ. Ευχαριστία ως συν-λειτουργοί και ως «συνέδριο», χωρίς να έχουν το δικαίωμα να τελούν την ευχαριστία οι ίδιοι[25].
Από τον τέταρτο αιώνα η θέση του πρεσβυτέρου στη Θ. Ευχαριστία φαίνεται να αλλάζει με τη δημιουργία των ενοριών και τη «διάσπαση» σε εισαγωγικά της υπό τον επίσκοπο Θείας Ευχαριστίας. Οι ενορίες είναι κυρίως αποτέλεσμα της ανάγκης να τελείται η Ευχαριστία σε πολλά και διαφορετικά μέρη ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του πολυπληθούς πλέον ποιμνίου. Βέβαια όπως παρατηρεί ο ειδήμων επί του θέματος, Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, η ενορία δεν αποτελεί αυτοτελή ευχαριστιακή ενότητα, αλλά για πρακτικούς λόγους αποτελεί προέκταση της μιας Ευχαριστίας η οποία τελείται από τον επίσκοπο[26]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά δεν διασπάται η μια Ευχαριστία υπό τον επίσκοπο. Η Θεία Ευχαριστία λοιπόν η οποία σήμερα τελείται σε αυτές, αλλά και όλες οι ακολουθίες που πραγματοποιούνται στις ενορίες τελούνται στο όνομα του επισκόπου. Αυτή η πραγματικότητα γίνεται φανερή στο μνημόσυνο του επισκόπου από τους πρεσβυτέρους σε κάθε ακολουθία και ιδιαίτερα στη Θεία Ευχαριστία ιδίως στην αγία αναφορά όπου μνημονεύουμε για παράδειγμα στην επαρχία μας «εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του Αρχιεπισκόπου ημών Θεοκλήτου», αλλά και από τη χρήση του αντιμηνσίου σε κάθε θυσιαστήριο, δηλαδή του υφάσματος εκείνου πάνω στο οποίο τελούμε την Ευχαριστία και το οποίο καθιερώνεται από τον τοπικό Επίσκοπο και φέρει την υπογραφή του.
Γιατί όμως επιμένει η Εκκλησία στην μια υπό τον επίσκοπο Ευχαριστία; Διότι η Ευχαριστία αυτή εκφράζει την εν τόπω ενότητα της Εκκλησίας υπό τον Έναν επίσκοπο. Πολλοί Επίσκοποι σε μια επαρχία σημαίνουν πολλές ευχαριστίες και συνεπώς διάσπαση της Εκκλησίας.
Τέλος, θα θέλαμε να επισημάνουμε, ότι η Θεία Ευχαριστία αποτελεί την εικόνα της Βασιλείας του Θεού και των εσχάτων[27], ενώνει τους πιστούς σε σώμα Χριστού και μας καθιστά «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαόν εις περιποίησιν»[28]. Αυτό το γεγονός δεν είναι ιστορικό, δεν είναι μακριά μας, το αντίθετο, πραγματοποιείται καθημερινά στις ενορίες μας, όπου στο όνομα του επισκόπου μας τελεσιουργείται η Θεία Ευχαριστία.
Τέλος, θα θέλαμε να επισημάνουμε, ότι η Θεία Ευχαριστία αποτελεί την εικόνα της Βασιλείας του Θεού και των εσχάτων[29], ενώνει τους πιστούς σε σώμα Χριστού και μας καθιστά «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαόν εις περιποίησιν»[30]. Αυτό το γεγονός δεν είναι ιστορικό, δεν είναι μακριά μας, το αντίθετο, πραγματοποιείται καθημερινά στις ενορίες μας, όπου στο όνομα του επισκόπου μας τελεσιουργείται η Θεία Ευχαριστία.
[1] Ιωάν. 6, 53-56.
[2] Βλ. Boris Bobrinskoy, L’eucharistie, rencontre de l’humaιn et du divin, ἐν Messager Orthodoxe, no 116, Paris 1991, σ. 50.
[3] Βλ. Παύλου Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 352.
[4] Ευχή Θείας Λειτουργίας Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου˙ Ιερατικόν, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 51995, σ. 129.
[5] «Είς άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν· οι γάρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν», Α΄ Κορ. 10, 17.
[6] Βλ. Γρηγορίου Ιερομονάχου, Η Λειτουργία της Ευχαριστίας του Θεού, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Χαλκίδος, Αθήναι 1971, σ. 99.
[7] ΑλέΞανδρου Σμεμαν, Για να ζήση ο κόσμος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1970, σ. 65.
[8] PG 33, 1100.
[9] Ματθ. 6, 6.
[10] ΑλέΞανδρου Σμεμαν, Ευχαριστία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 22000, σ. 186-189.
[11] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Ο οίκος του Πατρός», εν Ανατομία προβλημάτων τής πίστεως, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 151.
[12] Βλ. Παύλου Ευδοκίμωφ, όπ.π., σ. 358.
[13] «υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους», Α΄ Κορ. 12, 27.
[14] Εφεσ. 5, 30.
[15] Βλ. ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 1965, σ. 48-49.
[16] Ίδιο, σ. 55.
[17] Ίδιο, σ. 57.
[18] Αρχιμ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θέματα Εκκλησιολογίας και Ποιμαντικής, εκδ. Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 31999, σ. 18.
[19] Βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Η Ιερωσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πέντε πρώτων αιώνων, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 119.
[20] MICHEL STAVROU, « La structuration de l’autorité ecclésiale dans le monde byzantin », εν Faculté de Droit et de Science politique d’Aix-Marseille, “Au nom du Christ” Les modalités de l’autorité dans le christianisme historique, [XVIème Colloque de l’Institut de Droit et d’Histoire Religieux en Collaboration avec l’Institut de l’Europe Centrale et Orientale et l’Institut Saint-Serge de Paris (Aix-en-Provence, mai 2002)], Presses universitaires d’Aix-Marseille-Puam 2003, σ. 47-48.
[21] IΕΡΩΝΥΜΟΥ ΚΟΤΣΩΝΗ, «Ο επίσκοπος-κατά το Κανονικό Δίκαιο», εν ΘΗΕ, 5, 786.
[22] NICOLAS AFANASSIEFF, L’Église du Saint-Esprit, σ. 305-306 και σ. 70.
[23] Ιωαν. 10, 11-16.
[24] ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, «Ο Συνοδικός θεσμός», εν Τιμητικόν Αφιέρωμα εις τον Μητροπολίτην Κίτρους Βαρνάβαν, Αθήναι 1980, σ. 156.
[25] ΑλέΞανδρου Σμεμαν, Ευχαριστία, όπ.π., σ. 131-137.
[26] ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, «Ο Συνοδικός θεσμός», όπ.π., σ. 179-180, 188.
[27] ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, «Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία», εν Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004, σ. 32.
[28] Α΄ Πετρ. 2, 8-9.
[29] ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, «Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία», εν Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2004, σ. 32.
[30] Α΄ Πετρ. 2, 8-9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου