Γράφει ο πρεσβύτερος Σέργιος Γ. Μαρνέλλος*
Δρ Θεολογίας
Η ζωή της Εκκλησίας είναι συνυφασμένη με το λειτουργικό της χρόνο. Η κάθε ώρα της ημέρας, η κάθε ημέρα της εβδομάδος αλλά και η κάθε διαφορετική περίοδος του χρόνου χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερο περιεχόμενο το οποίο γεμίζει τη ζωή Της και συνεπώς τη ζωή κάθε πιστού. Υπάρχει ο χρόνος της χαράς, υπάρχει ο χρόνος της λύπης, ο χρόνος της κατάνυξης, ο χρόνος της άσκησης και της μετάνοιας και ούτω καθεξής. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα ακολουθώντας τα κελεύσματα και τα νοήματα της λατρείας, δηλαδή όταν γίνεται πιο βιωματική η πίστη, όταν συνδέεται με τον ενιαύσιο εορταστικό κύκλο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι μια περίοδος με ιδιαίτερο περιεχόμενο. Είναι γνωστή η θεμελίωσή της στη σαρανταήμερη νηστεία του Χριστού[1] καθώς επίσης και στις σαρανταήμερες νηστείες των προφητών Μωυσέως[2] και Ηλιού[3]. Χαρακτηρίζεται από πολλές και πολύωρες ακολουθίες, από την αύξηση των αγώνων και της άσκησης, από το πένθος και τη θλίψη για το επερχόμενος Πάθος του Χριστού αλλά και από την προσμονή της Αναστάσεως Του. Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής προβάλλεται από την Εκκλησία ως κατεξοχήν περίοδος μετανοίας του ανθρώπου, ως διάβαση δια του θανάτου της αμαρτίας στη χαρά της αναστάσεως του Σωτήρος Χριστού. Για να είναι αυθεντική και ολοκληρωμένη η μετάνοια απαιτείται η ταπείνωση του ανθρώπου, ο οποίος ως ψυχοσωματική ύπαρξη χρειάζεται να ασκήσει και να ταπεινώσει και το σώμα συμμετέχοντας στο Θείο Πάθος. Στην προοπτική αυτή η Εκκλησία προτάσσει ως μέσον άσκησης και μετοχής τη νηστεία, η οποία νοείται όχι μόνο ως συγκεκριμένος τρόπος διατροφής αλλά και ως γενικότερη εγκράτεια του σώματος και του πνεύματος του ανθρώπου. Εκείνο το οποίο διαφοροποιεί τη νηστεία της Εκκλησίας από την οποιαδήποτε διατροφική δίαιτα είναι ο σκοπός της μετάνοιας αλλά και η καθολική συμμετοχή σε αυτήν των πιστών, δηλαδή του σώματός Της. Συνεπώς αποτελεί μια πρόταση κοινής πορείας και κοινού τρόπου ζωής.
Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες[4] που διέπουν τη ζωή της Εκκλησίας έρχονται να προφυλάξουν αυτήν ακριβώς την ενότητα της ζωής Της ακόμα και στο επίπεδο της νηστείας. Με τους Κανόνες η Εκκλησία πορεύθηκε όλους αυτούς τους αιώνες ανταποκρινόμενη στις εκάστοτε ποιμαντικές ανάγκες, επιλύοντας ζητήματα τα οποία αναφύονταν στην πορεία Της. Ο σκοπός της ύπαρξης των Κανόνων είναι ποιμαντικός και παιδαγωγικός, απηχούν την ορθόδοξη Θεολογία και έχουν ως τέρμα τη σωτηρία και τη θέωση του ανθρώπου καθώς και τη διατήρηση της ενότητάς Της. Εκ του σκοπού και μόνο αντιλαμβανόμαστε ότι οι Κανόνες διαφοροποιούνται ως προς τους νόμους. Γι’ αυτό εξάλλου δεν υιοθετήθηκε ο όρος νόμος αλλά ο όρος Κανόνας ο οποίος είναι κριτήριο ορθοπραξίας και μέσο σωτηρίας, όπως άλλωστε λέγει ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επίστολή του «oὐκ ἐσμὲν ὑπὸ νόμον, ἀλλ’ ὑπὸ χάριν»[5].
Η Εκκλησία δεν κατασκεύασε ένα πλαίσιο Κανόνων που να διέπουν το ζήτημα της νηστείας αλλά, όπως ανέκαθεν έπραττε, έδωσε απαντήσεις σε αναφυόμενα ζητήματα που δίχαζαν το σώμα της. Όρισε να γίνεται νηστεία κατά την Αγία Τεσσαρακοστή του Πάσχα ως προετοιμασία και πορεία προς την Ανάσταση, καθώς επίσης να γίνεται νηστεία την Τετάρτη και την Παρασκευή καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου[6]. Τετάρτη, διότι Τετάρτη έγινε το συμβούλιο των Ιουδαίων για την προδοσία του Χριστού και Παρασκευή για τα πάθη του Χριστού[7]. Αυτές οι νηστείες ανάγονται στην Αποστολική εποχή και κατ’ ακρίβειαν είναι ημέρες ξηροφαγίας. Την Μ. Τεσσαρακοστή δεν καταλύεται ούτε λάδι[8], παρά μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές[9]. Επίσης η κατά τόπους συνήθεια να καταλύεται η Μ. Πέμπτη δεν είναι σύμφωνη με την ορθόδοξη παράδοση. Λέγουν χαρακτηριστικά οι Κανόνες δεν πρέπει να καταλύεται η ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης και «ὅλην τὴν Τεσσαρακοστὴν ἀτιμάζειν»[10].
Ο 69ος Κανόνας των Αποστόλων θέτει στην ίδια τάξη και αξία τις νηστείες της Τετάρτης και Παρασκευής με αυτήν της Μεγάλης Τεσσαρακοστής[11] και ορίζει καθαίρεση στους κληρικούς και αφορισμό στους λαϊκούς που δεν τις τηρούν. Το επιτίμιο του αφορισμού[12] δεν είναι τίποτε άλλο από την αποκοπή του χριστιανού από το σώμα της Εκκλησίας δια της μη μετοχής του στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και αντίστοιχα η καθαίρεση είναι, θα λέγαμε, η “αναστολή”[13] του ιερατικού διακονήματος στους κόλπους της Εκκλησίας και η επαναφορά του κληρικού στην τάξη των λαϊκών. Η πράξη αυτή του ορισμού επιτιμίων έχει καθαρά παιδαγωγικό και διδακτικό ρόλο. Η Εκκλησία σαφώς δεν επιθυμεί, να καταδικάσει και να τιμωρήσει τους ανθρώπους αλλά να καταδείξει το απαραίτητο της νηστείας, να καταδείξει το ορθόν αλλά και να αποτρέψει τη διάσπαση που προκύπτει στην ενότητα του σώματος Της, όταν μέλη Της διαταράσσουν την κοινή ζωή με το ν’ ακολουθούν έναν άλλο διαφορετικό τρόπο ζωής.
Είναι σαφές ότι οι Κανόνες θεσπίσθηκαν για ποιμαντικούς λόγους, γι’ αυτό και αντιλαμβάνονται τις ανθρώπινες ανάγκες και αδυναμίες. Στην προοπτική αυτή οι Κανόνες δικαιολογούν τους πιστούς που δε νηστεύουν για λόγους υγείας[14]. Είναι πολύ σημαντικός ο 8ος Κανόνας του Τιμοθέου Αλεξανδρείας ο οποίος απαντά στο ερώτημα: «Γυνή, ἐὰν γεννήσῃ τὸ Πάσχα, εἰ ὀφείλει νηστεῦσαι καὶ μὴ πιεῖν οἶνον ἢ ἀπολύεται τῆς νηστείας καὶ τοῦ μὴ πιεῖν οἶνον διὰ τὸ γεννῆσαι;». Πολύ σωστά σημειώνει ότι «ἡ νηστεία ἐπενοήθη διὰ τὸ τὸ σῶμα ταπεινῶσαι. Εἰ οὖν τὸ σῶμα ἐν ταπεινώσει ἐστὶ καὶ ἀσθενείᾳ, ὀφείλει μεταλαβεῖν, καθὼς βούλεται καὶ δύναται βαστάσαι τροφῆς καὶ ποτοῦ;». Είναι εμφανές ότι η Εκκλησία οικονομεί τα πράγματα με πολύ διάκριση και με τον τρόπο αυτό δεν καταργεί την έννοια του προσώπου, τη μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, οπότε και ανταποκρίνεται στην κάθε περίπτωση χωριστά και με διαφορετικό τρόπο.
Δεν υπάρχουν μόνο Κανόνες οι οποίοι ορίζουν να γίνονται νηστείες αλλά και Κανόνες που καταδικάζουν κάποιες νηστείες. Ο Χριστός στην ερώτηση γιατί δεν νηστεύουν οι μαθητές του λέγει «μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ᾿ ὅσον χρόνον μετ᾿ αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος; ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν.»[15]. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά κάνει τη διάκριση μεταξύ του χρόνου της νηστείας και του χρόνου της μη νηστείας οι οποίοι συνδέονται αντίστοιχα με το γεγονός της λύπης και της χαράς.
Οι Ιεροί Κανόνες ορίζουν να μη νηστεύεται καμία Κυριακή του έτους[16]. Ο κανονολόγος του 12ου αιώνος Θεόδωρος Βαλσαμών, σχολιάζοντας το 18ο Κανόνα της Συνόδου της Γάγγρας γράφει: «πολλαχοῦ κεκανόνισται, μὴ νηστεύειν καὶ σκυθρωπάζειν ἡμᾶς κατὰ τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν τῆς Κυριακῆς, διὰ τὴν ἔγερσιν τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ πανηγυρίζειν καὶ εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ, ὡς ἀναστάντας ἐκ τοῦ πτώματος τῆς ἁμαρτίας»[17]. Πώς μπορεί δηλαδή κάποιος να νηστεύει την κατεξοχήν ημέρα χαράς και ευφροσύνης, την αναστάσιμη ημέρα της Κυριακής, όπου οι πιστοί όχι μόνο χαίρονται αλλά και πανηγυρίζουν για την ανάσταση του Χριστού; Συμβιβάζεται το πανηγύρι με τη νηστεία; Ο κάθε άνθρωπος γιορτάζει και πανηγυρίζει με αφορμή τις μικρές και μεγάλες χαρές τις ζωής με τραγούδι, χορό, τροφές και ποτό. Πόσον δε μάλλον με την κατεξοχήν χαρά του χριστιανού «ὅτι Χριστὸς Ἀνέστη». Το γεγονός της Αναστάσεως καλεί τους ανθρώπους σε πανηγύρι, όπως προτρέπει και ο αναστάσιμος ύμνος «τέρπου, χόρευε, καὶ ἀγάλλου Ἱερουσαλήμ, τὸν Βασιλέα Χριστόν, θεασαμένη ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίον προερχόμενον»[18]. Είναι τέτοια η χαρά της Εκκλησίας για την Ανάσταση του Κυρίου, ώστε, όπως κελεύουν οι Κανόνες, οι χριστιανοί δεν κλίνουν τα γόνατα, δε γονατίζουν τις Κυριακές και κατά τη διάρκεια της Πεντηκοστής ως κατεξοχήν αναστάσιμες ημέρες[19]. Όσο και αμαρτωλός να είναι κανείς και όσο κι αν νιώθει ταπεινός και μηδαμινός μπροστά στα τελούμενα, τις ημέρες αυτές δε γονατίζει αλλά προσεύχεται όρθιος. Κανένας προσωπικός αγώνας και καμιά προσωπική άσκηση δεν μπορεί να υπερβαίνει την αλήθεια της ζωής της Εκκλησίας, γι’ αυτό και η πίστη οφείλει να είναι προπάντων βιωματική, συνδεδεμένη με τη ζωή και τη λατρεία Της. Η Θεολογία της Εκκλησίας δεν είναι θεωρίες, φιλοσοφίες και ιδεολογήματα αλλά πράξη, βασισμένη στην Αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο.
Οι Ιεροί Κανόνες ορίζουν επίσης ότι κανένα Σάββατο του χρόνου δε νηστεύεται παρά μόνο το Μεγάλο Σάββατο[20]. Και το Σάββατο ακόμα έχει εορταστικό χαρακτήρα ως ημέρα αναπαύσεως του Θεού από το έργο της δημιουργίας[21]. Εξαίρεση, σύμφωνα με τους Κανόνες, αποτελεί το Μεγάλο Σάββατο κατά το οποίο οφείλουμε να νηστεύουμε καθώς, διότι όπως σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης την ημέρα αυτή «εὑρίσκετο εἰς τὸν τάφο τοῦ Κυρίου τὸ Σῶμα»[22]. Στην προοπτική αυτή ο 89ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου κελεύει: «Τάς τοῦ σωτηρίου πάθους ἡμέρας, ἐν νηστείᾳ, καὶ προσευχῇ, καὶ κατανύξει καρδίας ἐπιτελοῦντας, χρή τοὺς πιστοὺς περὶ μέσας τῆς περὶ τὸ μέγα σάββατον νυκτὸς ὥρας ἀπονηστίζεσθαι…». Δηλαδή ορίζει σαφώς να νηστεύονται και μάλιστα με καρδιακή κατάνυξη οι ημέρες του πάθους του Χριστού μέχρι και αργά το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όπου τελείται η Ανάσταση και ακολουθεί το πραγματικά γιορτινό και πανηγυρικό τραπέζι που δεν είναι άλλο από τη Θεία Ευχαριστία. Γι’ αυτό και το βράδυ μετά την παννυχίδα της Αναστάσεως και πριν τη Θεία Λειτουργία ο Ιερός Χρυσόστομος μας προτρέπει με τον κατηχητικό του λόγο: «εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως. Εἴ τις δοῦλος εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ. Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τὸ δηνάριον… Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδεὶς ἐξέλθει πεινῶν. Πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως»[23]. Με τη μετοχή στο «συμπόσιο της πίστεως», τη Θεία Ευχαριστία, ολοκληρώνεται η νηστεία και τα πάντα στην Εκκλησία.
Ο καιρός και ο τρόπος της νηστείας ο οποίος μας προτάσσεται είναι ιδιαίτερος. Διαφοροποιείται από τις δίαιτες και τις ειδικές διατροφές που επαγγέλλονται ο μοντέρνος τρόπος ζωής ή οι διάφοροι λόγοι υγείας και δεν ταυτίζεται με αυτές. Είναι ίσως αδιάφορο για την Εκκλησία αν με τη νηστεία ο άνθρωπος χάνει κάποια κιλά, αν οι βιοχημικές αναλύσεις εμφανίζονται καλύτερες και αν τελικά αποτοξινώνεται ο οργανισμός. Σαφώς λοιπόν δε νηστεύει κανείς για τέτοιους λόγους ή για λόγους μόδας, αλλά νηστεύει, για να αποτοξινωθεί από τα πάθη και τις αδυναμίες, βιώνοντας και σωματικά το περιεχόμενο της κάθε ημέρας και της κάθε εκκλησιαστικής περιόδου. Συνεπώς η νηστεία είναι πρωτίστως ζήτημα πίστης και δεν μπορεί να αυτονομηθεί από τη λατρεία της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό οι Κανόνες Της όρισαν να μη συνεορτάζουν και να μη νηστεύουν οι χριστιανοί μαζί με αιρετικούς[24], με ιουδαίους[25] και με εθνικούς[26], για να μην αλλοιώνεται η πίστη και να μη συγχέεται η νηστεία με άλλους τρόπους ζωής.
Η νηστεία, ως αποχή από κάποιες τροφές δε σημαίνει αποστροφή προς αυτές ως μιαρές, ως ακάθαρτες, που μπορούν να βεβηλώσουν το σώμα του ανθρώπου. Μια τέτοια θεώρηση της νηστείας έρχεται σε αντίθεση με τη Θεολογία της Δημιουργίας κατά την οποία ο Θεός τα πάντα εποίησεν καλώς και εν σοφία. Ο 51ος Κανόνας των Αποστόλων λέγει σχετικά με αυτούς που απέχουν από το κρέας και το κρασί, όχι για λόγους άσκησης και νηστείας αλλά αποστροφής και απέχθειας, ότι είναι βλάσφημοι και ότι διαβάλλουν τη δημιουργία του Θεού[27]. Ο Μέγας Αθανάσιος σημειώνει πολύ σωστά «Πάντα μὲν καλὰ καὶ καθαρὰ τὰ τοῦ Θεοῦ ποιήματα, οὐδὲν γὰρ ἄχρηστον ἢ ἀκάθαρτον ὁ τοῦ Θεοῦ πεποίηκε λόγος» και συνεχίζει, λέγοντας «Ἄγαμαι δὲ τοῦ διαβόλου τὸ σόφισμα, ὅτι περ φθορὰ καὶ λύμη ὑπάρχων, λογισμοὺς ὑποβάλλει τὸ δοκεῖν μὲν καθαρότητος, ἔστι δὲ τὸ γινόμενον ἐνέδρα μᾶλλον ἢ δοκιμασία»[28]. Ο δε Μέγας Βασίλειος λέγει «Ἐκεῖνό γε μὴν γελοῖόν μοι κατεφάνη, τὸ εὔξασθαί τινα ὑείων ἀπέχεσθαι κρεῶν… Οὐδὲν γὰρ κτίσμα Θεοῦ ἀπόβλητον, μετ’ εὐχαριστίας λαμβανόμενον, ὥστε ἡ εὐχὴ καταγέλαστος, οὐχ ἡ ἀποχὴ ἀναγκαία.»[29]. Βέβαια, ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα σημαντικό και καθ’ όλα αληθινό διαχωρισμό, ότι, όπως δεν είναι όλα τα χόρτα προς βρώσιν, έτσι δεν είναι και όλα τα κρέατα προς βρώσιν, αλλά έχουν άλλο ρόλο στη δημιουργία[30].
Είναι γνωστό ότι πριν τη μετοχή στη Θεία Ευχαριστία προηγείται νηστεία. Αυτή πραγματοποιείται στα πλαίσια γενικότερης προετοιμασίας του ανθρώπου, ο οποίος είναι κατά τον Απόστολο Παύλο σώμα Χριστού[31] και ναός του Θεού[32], που ετοιμάζεται να δεχθεί, όπως σημειώνεται στον 101ο Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικης Συνόδου, «πάσης οὖν αἰσθητῆς κτίσεως ὑπερκείμενος ὅ τῷ σωτηρίῳ πάθει τοῦ οὐρανίου τυχών ἀξιώματος, ἐσθίων καὶ πίνων Χριστόν, πρὸς ζωὴν διὰ παντὸς μεθαρμόζεται τὴν ἀΐδιον, ψυχὴν καὶ σῶμα τῇ μεθέξει τῆς θείας ἁγιαζόμενος χάριτος». Ορίζουν λοιπόν οι Κανόνες της Εκκλησίας[33] οι προσφορές στο θυσιαστήριο να γίνονται από νηστικούς ανθρώπους, δηλαδή, όπως παρατηρεί ο κανονολόγος του 12ου αιώνος Αλέξιος Αριστηνός, οφείλουν να είναι νηστικοί και οι Ιερείς και ομοίως οι πιστοί που πρόκειται να μεταλάβουν[34]. Πέραν τούτου η προετοιμασία του κάθε πιστού για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας οφείλει να γίνεται σε συνεννόηση με τον πνευματικό του, ο οποίος ως Ιατρός της ψυχής γνωρίζει τι απαιτεί η ασθένεια του καθενός. Κανόνας της Πενθέκτης πάλι, λέγει για τον πνευματικό «η αρρώστια της αμαρτίας δεν είναι απλή, αλλά πολύμορφη και πολλών ειδών και γιατί βγάζει πολλές παραφυάδες βλάβης, από τις οποίες σκορπίζεται σε μεγάλη έκταση το κακό και προχωρεί μπροστά, ώσπου να σταματήσει με τη δύναμη αυτού που το θεραπεύει. Επομένως αυτός που ασκεί την ιατρική επιστήμη με το Άγιο Πνεύμα (δηλαδή ο πνευματικός) πρέπει πρώτα να εξετάζει τη διάθεση του αμαρτωλού και να βλέπει αν τείνει προς την υγεία ή αντίθετα, στρέφει με τη συμπεριφορά του εναντίον του την αρρώστια και πώς αντιμετωπίζει την ενδιάμεση θεραπεία, μήπως δηλαδή παλεύει αντίθετα προς το γιατρό, και αυξάνει την πληγή της ψυχής… γιατί γενικά ο σκοπός του Θεού και αυτού που του έχει ανατεθεί η ποιμαντική εξουσία είναι να φέρουν πίσω το περιπλανώμενο πρόβατο και να το γιατρέψουν»[35].
Οι Ιεροί Κανόνες δεν καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις νηστείας. Η Εκκλησία δεν οργάνωσε ένα πλαίσιο Κανόνων που να διέπουν την κάθε περίπτωση• κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα σχολαστικό και θα αποκτούσε ίσως νομικό πνεύμα. Άλλωστε ο εορτολογικός κύκλος Της και η παράδοση Της καθορίζουν τις νηστείες. Οι Κανόνες, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ήλθαν να δώσουν απαντήσεις σε ποιμαντικές ανάγκες οι οποίες προβλημάτιζαν τους Πατέρες. Οι πιο πολλές νηστείες λοιπόν βασίζονται στο έθος, δηλαδή στη συνήθεια και στην άγραφη παράδοση της Εκκλησίας, η οποία έχει το ίδιο κύρος με την Γραπτή Παράδοση. Ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει στον 91ο Κανόνα του «τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων, τὰ μὲν ἐκ τῆς εγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα. ῞Απερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν καὶ τούτοις οὐδεὶς ἀντερεῖ, ὅστις γε κἂν κατὰ μικρὸν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν πεπείραται». Για να στηρίξει τα λεγόμενά του, ο Μέγας Βασίλειος συνεχίζει, απαριθμώντας καίριες περιπτώσεις που βασίζονται στην άγραφη εκκλησιαστική παράδοση και όχι ακριβώς στην Αγία Γραφή, όπως το ότι κάνουμε το σημείο του Σταυρού, το πώς τελούμε τη μεταβολή των Τιμίων Δώρων, το πώς αγιάζουμε το ύδωρ της βάπτισης ή το λάδι του Χρίσματος, η βάπτιση δια τριών καταδύσεων και τόσα άλλα. Πραγματικά, ο πλούτος της άγραφης παράδοσης είναι τεράστιος και έχει περάσει από την πράξη των Αποστόλων στους Πατέρες, και από τους Πατέρες έως τις ημέρες μας. Κανείς δεν αρνείται ότι έχουν ενταχθεί στην παράδοση της Εκκλησίας και αστήρικτα και αδόκιμα πράγματα τα οποία χρειάζεται, ίσως, να αποβληθούν, όταν δεν είναι συμβατά με το πνεύμα της καθόλου πίστης και παραδόσεως.
Ασφαλώς όλα τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας δεν είναι ίδια. «Ἐν μέτρῳ ἑνὸς ἑκάστου μέρους τὴν αὔξησιν τοῦ σώματος»[36] λέγει ο Απόστολος Παύλος, δηλαδή κατά το μέτρο του χαρίσματος που χορηγήθηκε στον καθένα συμβάλλει στην αύξηση του σώματος. Με άλλα λόγια, επειδή δεν έχουν όλοι την ίδια δυνατή πίστη, τον ίδιο ζήλο, τα ίδια χαρίσματα δεν πρέπει η άσκηση της νηστείας να γίνεται αφορμή φαρισαϊκής[37] υπεροψίας, έπαρσης και αλαζονείας προς τους υπολοίπους[38]. Άλλωστε ο καθένας θα λογοδοτήσει στο Θεό για τον εαυτό του [39]. Ο Ιωάννης Ζωναράς, σχολιαστής του 12ου αιώνα υπομνηματίζοντας τον 1ο Κανόνα του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας, σημειώνει πολύ σωστά «ἡ γὰρ διὰ τῆς νηστείας ταπείνωσις τοῦ σώματος, διὰ τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιτηδεύεται ταπείνωσιν, ὡς εἰ γε ἐπηρμένη εἴη τοῦ νηστεύοντος ἡ ψυχή, ματαία ἡ νηστεία ἐστὶ»[40]. Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η νηστεία είναι το μέσον και όχι το τέλος, αν ακούσουμε τα λόγια του Χριστού: «καθετί που απ’ έξω μπαίνει μέσα στον άνθρωπο δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο• γιατί δεν μπαίνει στην καρδιά του αλλά στην κοιλιά του και αποβάλλεται… Ό,τι βγαίνει μέσα από τον άνθρωπο… εκείνο κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο. Γιατί μέσα από την καρδιά των ανθρώπων πηγάζουν οι κακές σκέψεις, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες, πονηρίες, δόλος, ακολασία, φθόνος, βλασφημία, αλαζονεία, αφροσύνη»[41].
Οι Ιεροί Κανόνες λοιπόν διευθετούν και προστατεύουν την ενότητα της ζωής της Εκκλησίας, η οποία είναι η κοινή ζωή όλων των μελών Της που οφείλουν να κάνουν πράξη την ευχή της Θείας Λειτουργίας «Σοὶ παρακατατιθέμεθα τὴν ζωὴν ἡμῶν ἅπασαν καὶ τὴν ἐλπίδα»[42]. Άρα η ζωή του χριστιανού δοσμένη στο Θεό περιχωρείται στην κοινή ζωή της Εκκλησίας κατά το πρότυπο της ζωής της Αγίας Τριάδος[43]. Με αυτόν τον τρόπο και η νηστεία έχει άλλο νόημα και απαλλάσσεται από την εγωπάθειά της καθώς εντάσσεται στην κοινή λειτουργική ζωή, ώστε ο πιστός να μετέχει ολοκληρωτικά δια του Θανάτου στην Ανάσταση του Κυρίου.
*Ηπειρωτικά Χρονικά, τομ. 43, Ιωάννινα 2009
*Ηπειρωτικά Χρονικά, τομ. 43, Ιωάννινα 2009
[1] Ματθ., 4, 2.
[2] Έξοδ., 34, 28.
[3] Γ΄ Βασ., 19, 8.
[4] Ετυμολογικά, η λέξη Κανόνας είναι η ξύλινη ράβδος ή αλλιώς ο χάρακας με τον οποίο σύρουμε ή ελέγχουμε μια ευθεία, μια ορθή γραμμή. Η Εκκλησία χρησιμοποίησε μεταφορικά τον όρο «Κανόνες», για να ορίσει τις διατάξεις, οι οποίες είτε θεσπίσθηκαν, είτε υιοθετήθηκαν από την ίδια και αφορούν στην ορθή οργάνωση, διατήρηση, διάδοση και δραστηριότητά της και γενικώς στην ορθή και αυθεντική κατά Χριστόν ζωή των πιστών της. Οι Κανόνες αυτοί, αφενός προέρχονται από Οικουμενικές Συνόδους και αφετέρου είναι Κανόνες τοπικών Συνόδων και Πατέρων οι οποίοι όμως αναγνωρίσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους και αποτελούν την αυθεντική έκφραση της Εκκλησίας.
[5] Ρωμ., 6, 15.
[6] 69/Απoστόλων και 19/Γάγγρας, 15/Πέτρου.
[7] Βλ. Συμεών Κούτσα, Η νηστεία της Εκκλησίας, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 41992, σ. 68-73.
[8] Βλ. 50/Λαοδικείας και 10/Τιμοθέου.
[9] Βλ. και 56/Πενθέκτης ο οποίος ορίζει να μην καταναλώνεται τυρί και αυγά κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές στη διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής. Βλ. και σχόλιο Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2003, σ. 270, σημ. 2.
[10] 29/Πενθέκτης. Βλ. και 50/Λαοδικείας.
[11] Βλ. Σχόλιο Ιωάννη Ζωναρά εν Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και ιερών κανόνων των τε Αγίων και πανεύφημων Αποστόλων και των ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων και των κατά μέρος Αγίων Πατέρων, τ. 2, Αθήνα 1852, σ. 88.
[12] Βλ. Ιωάννου Κονιδάρη, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα 2000, σ. 219-221 και Παντελεήμονος Ροδόπουλου, Επιτομή Κανονικού Δικαίου, εκδ. Δεδούση, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 168-169.
[13] Βλ. Παναγιώτου Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Αθήνα 1991, σ. 239.
[14] Βλ. 8, 10/Τιμοθέου, 69/Αποστόλων, 19/Γάγγρας.
[15] Ματθ., 9, 15.
[16]Δηλαδή νηστεία ξηροφαγίας, βλ. 66/Αποστόλων, 18/Γάγγρας.
[17] Ράλλη-Ποτλή, όπ. π., τ. 3, Αθήνα 1853, σ. 115. Βλ. 1/Τιμοθέου.
[18] 2ο Στιχηρό Αίνων του Πάσχα.
[19] 20/Α΄, 50, 90/Πενθέκτης.
[20] Βλ. 55/Πενθέκτης, 66/Αποστόλων.
[21] Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, όπ. π., σ. 83, βλ. και Συμεών Κούτσα, Η νηστεία της Εκκλησίας, όπ. π., σ. 75.
[22] Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, όπ. π., σ. 83.
[23] Βλ. κατηχητικό λόγο Ιερού Χρυσοστόμου εν Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 52003, σ. 301-302.
[24] 37/Λαοδικείας.
[25] 70/Αποστόλων, 11/Πενθέκτης, 7/Αγκύρας, 38/Λαοδικείας.
[26] 39/Λαοδικείας, 60/Καρθαγένης.
[27] Βλ. και 53/Πενθέκτης, 2/Γάγγρας και 14/Αγκύρας.
[28] Επιστολή Αγίου Αθανασίου προς Αμμούν μονάζοντα.
[29] 28/Βασιλείου.
[30] Βλ. 86/Βασιλείου.
[31] Βλ. Α΄ Κορ., 12, 27.
[32] Βλ. Α΄ Κορ., 3, 16-17. 6, 19 και Β΄ Κορ., 6, 16.
[33] 41/Καρθαγένης. Βλ. και 29, 13/Πενθέκτης.
[34] Ράλλη-Ποτλή, όπ. π., τ. 3, Αθήνα 1853, σ. 466.
[35] 102/Πενθέκτης. Απόδοση στη Δημοτική, Πρόδρομου Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων, εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 181.
[36] Εφ., 4, 16.
[37] Βλ. Ευαγγέλιο Τελώνου και Φαρισαίου, Λουκ., 18, 10-14.
[38] Βλ. 21/Γάγγρα. Βλ. και Ρωμ., 14, 1-12.
[39] Ρωμ., 14, 12.
[40] Ράλλη-Ποτλή, όπ. π., τ. 4, Αθήνα 1854, σ. 5.
[41] Βλ. Μαρκ., 7, 20-23. Ο Απόστολος Παύλος λέγει «βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύωμεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα» (Α΄ Κόρ., 8, 8). Βλ. και 1/Γρηγορίου Θεολόγου.
[42] Ευχή πριν το Πάτερ ημών, βλ. σχετικά και Αλεξάνδρου Σμέμαν, Μεγάλη Τεσσαρακοστή πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 112006, σ. 142-143.
[43] Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 402.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου