Γράφει ο Γιάννης Ξανθούλης*
Η Πόλη, η Κωνσταντινούπολη, η Ιστανμπούλ... η Βασιλεύουσα, η αιχμή της εθνικής μας νοσταλγίας, το ιστορικό άλλοθι του θυμού μας, ο κοντινός προορισμός που μακραίνει απ’ τα διεγερτικά κοκτέιλ βυζαντινών τροπαιοφόρων και μυθικών Οθωμανών…
ΟΛΑ αυτά κι άλλα περισσότερα είναι η Πόλη. Η δοξασμένη κι αιματοκυλισμένη από χριστιανική οργή κι από μουσουλμανική έπαρση. Στον 20ό αι. την «τιμώρησε» ο Κεμάλ Ατατούρκ για το συνονθύλευμα των μύθων της θέλοντας να την υποβιβάσει σε μια επαρχιακή Βαβυλώνα εσαεί. Την πάτησε. Όπως την πάτησαν και όσοι επένδυσαν στα ηπειρωτικά κλίματα του εσωτερικού της νέας Τουρκίας, αυτά που συνεχίζουν να μοσκοβολούν σάπιο σύκο με κατσικίσιες κακαράντζες. Σήμερα, εποικισμένη πάλι από λογής λογής φυλές των νεόκοπων μεταναστεύσεων, με λιγότερους Ρωμιούς, Εβραίους κι Αρμένιους, καταπλήσσει τον εαυτό της σαν μητρόπολη που διεκδικεί ευρωπαϊκούς τίτλους, ισοτιμία με τις μεγαλουπόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδοχή της συνεισφοράς της, ως κομβικής πόλης κάθε είδους καημού. Φέτος, λοιπόν, ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα, ανοίγει τα χαρτιά της, προτείνει τα ελκυστικά γεφυρώματά της με την Ασία, λουστράρει τα μέταλλα και τα μαρμάρινα μνημεία της, απομεινάρια άλλων καιρών, και φυσικά θέτει στην κρίση των απανταχού απαιτητικών τα αληθινά πεντάστερα κι εφτάστερα ξενοδοχεία της. Κάποτε είχε μόνο το «Πέρα Παλάς» για να υποδέχεται τους ταξιδιώτες του Οριάν Εξπρές που έφταναν απ’ την Ευρώπη στον σταθμό του Σίρκετζι. Το «Πέρα Παλάς», που ένα διάστημα πέρασε στην ιδιοκτησία του Μποδοσάκη, φιλοξένησε απ’ την Αγκάθα Κρίστι ως την Γκρέτα Γκάρμπο κι απ’ τον Σόμερσετ Μομ ως τον Κεμάλ. Ο Ατατούρκ μπορεί συμβολικά να έκανε πρωτεύουσα την Άγκυρα και να έστησε στην περιοχή Τσάνκαγια το προεδρικό του σπίτι, ΑΛΛΑ η μοίρα και ο θάνατος τον περίμεναν στην Ιστανμπούλ. Πέθανε, χορτασμένος από ρακί, μέσα στο ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ…
Κι ενώ η Πόλη γιγαντώνεται, αγγίζει με τα περίχωρα τα 20 εκατομμύρια κατοίκους, οι Ρωμιοί λιγοστεύουν, κι όσοι μένουν, δίνουν καθημερινές μάχες με τη φθορά. Συσπειρωμένοι γύρω απ’ το Πατριαρχείο ή ανεξάρτητα απ’ το Φανάρι, προσπαθούν να κρατηθούν σαν έσχατοι απόγονοι μιας λαμπρής μελαγχολικής συγκυρίας...
Στο μεταξύ, σιγά σιγά βλέπω να σπάει ο πάγος των Κωνσταντινουπολιτών που βίαια το 1964 -κυρίως- εγκατέλειψαν την αγαπημένη τους πατρίδα. Πολλοί απ’ αυτούς για δεκαετίες ολόκληρες αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην Πόλη. Πεισματικά. Δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω ούτε σαν τουρίστες τριημέρου. Δεν το άντεχαν. Τον τελευταίο καιρό, όμως, έσφιξαν όσο μπορούσαν την καρδιά τους και ξαναπήγαν στην Πόλη που τους γέννησε και τους έδιωξε. Φυσικά ελάχιστα πράγματα τους θύμιζαν τα χρόνια που το ελληνικό στοιχείο μεγαλουργούσε. Αυτή είναι η μία, θλιβερή δίχως άλλο, εκδοχή. Η άλλη, η καλή, είναι πως η Πόλη έγινε αγαπημένος προορισμός των Νεοελλήνων. Όχι γιατί είναι κοντινή ή φτηνότερη από αλλού. Πήγαν δύσπιστοι κι επέστρεψαν ερωτευμένοι…
Γιατί η δύναμή της βρίσκεται στην άνεσή της να αλώνεται μοναδικά. Και να χαρίζει στους πορθητές της την ψευδαίσθηση μιας αιωνιότητας νόστιμης και εύθραυστης, όπως το κρουστό φύλλο των μπακλαβάδων της...
*Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι συγγραφέας
Η Πόλη, η Κωνσταντινούπολη, η Ιστανμπούλ... η Βασιλεύουσα, η αιχμή της εθνικής μας νοσταλγίας, το ιστορικό άλλοθι του θυμού μας, ο κοντινός προορισμός που μακραίνει απ’ τα διεγερτικά κοκτέιλ βυζαντινών τροπαιοφόρων και μυθικών Οθωμανών…
ΟΛΑ αυτά κι άλλα περισσότερα είναι η Πόλη. Η δοξασμένη κι αιματοκυλισμένη από χριστιανική οργή κι από μουσουλμανική έπαρση. Στον 20ό αι. την «τιμώρησε» ο Κεμάλ Ατατούρκ για το συνονθύλευμα των μύθων της θέλοντας να την υποβιβάσει σε μια επαρχιακή Βαβυλώνα εσαεί. Την πάτησε. Όπως την πάτησαν και όσοι επένδυσαν στα ηπειρωτικά κλίματα του εσωτερικού της νέας Τουρκίας, αυτά που συνεχίζουν να μοσκοβολούν σάπιο σύκο με κατσικίσιες κακαράντζες. Σήμερα, εποικισμένη πάλι από λογής λογής φυλές των νεόκοπων μεταναστεύσεων, με λιγότερους Ρωμιούς, Εβραίους κι Αρμένιους, καταπλήσσει τον εαυτό της σαν μητρόπολη που διεκδικεί ευρωπαϊκούς τίτλους, ισοτιμία με τις μεγαλουπόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδοχή της συνεισφοράς της, ως κομβικής πόλης κάθε είδους καημού. Φέτος, λοιπόν, ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα, ανοίγει τα χαρτιά της, προτείνει τα ελκυστικά γεφυρώματά της με την Ασία, λουστράρει τα μέταλλα και τα μαρμάρινα μνημεία της, απομεινάρια άλλων καιρών, και φυσικά θέτει στην κρίση των απανταχού απαιτητικών τα αληθινά πεντάστερα κι εφτάστερα ξενοδοχεία της. Κάποτε είχε μόνο το «Πέρα Παλάς» για να υποδέχεται τους ταξιδιώτες του Οριάν Εξπρές που έφταναν απ’ την Ευρώπη στον σταθμό του Σίρκετζι. Το «Πέρα Παλάς», που ένα διάστημα πέρασε στην ιδιοκτησία του Μποδοσάκη, φιλοξένησε απ’ την Αγκάθα Κρίστι ως την Γκρέτα Γκάρμπο κι απ’ τον Σόμερσετ Μομ ως τον Κεμάλ. Ο Ατατούρκ μπορεί συμβολικά να έκανε πρωτεύουσα την Άγκυρα και να έστησε στην περιοχή Τσάνκαγια το προεδρικό του σπίτι, ΑΛΛΑ η μοίρα και ο θάνατος τον περίμεναν στην Ιστανμπούλ. Πέθανε, χορτασμένος από ρακί, μέσα στο ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ…
Κι ενώ η Πόλη γιγαντώνεται, αγγίζει με τα περίχωρα τα 20 εκατομμύρια κατοίκους, οι Ρωμιοί λιγοστεύουν, κι όσοι μένουν, δίνουν καθημερινές μάχες με τη φθορά. Συσπειρωμένοι γύρω απ’ το Πατριαρχείο ή ανεξάρτητα απ’ το Φανάρι, προσπαθούν να κρατηθούν σαν έσχατοι απόγονοι μιας λαμπρής μελαγχολικής συγκυρίας...
Στο μεταξύ, σιγά σιγά βλέπω να σπάει ο πάγος των Κωνσταντινουπολιτών που βίαια το 1964 -κυρίως- εγκατέλειψαν την αγαπημένη τους πατρίδα. Πολλοί απ’ αυτούς για δεκαετίες ολόκληρες αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην Πόλη. Πεισματικά. Δεν ήθελαν να γυρίσουν πίσω ούτε σαν τουρίστες τριημέρου. Δεν το άντεχαν. Τον τελευταίο καιρό, όμως, έσφιξαν όσο μπορούσαν την καρδιά τους και ξαναπήγαν στην Πόλη που τους γέννησε και τους έδιωξε. Φυσικά ελάχιστα πράγματα τους θύμιζαν τα χρόνια που το ελληνικό στοιχείο μεγαλουργούσε. Αυτή είναι η μία, θλιβερή δίχως άλλο, εκδοχή. Η άλλη, η καλή, είναι πως η Πόλη έγινε αγαπημένος προορισμός των Νεοελλήνων. Όχι γιατί είναι κοντινή ή φτηνότερη από αλλού. Πήγαν δύσπιστοι κι επέστρεψαν ερωτευμένοι…
Γιατί η δύναμή της βρίσκεται στην άνεσή της να αλώνεται μοναδικά. Και να χαρίζει στους πορθητές της την ψευδαίσθηση μιας αιωνιότητας νόστιμης και εύθραυστης, όπως το κρουστό φύλλο των μπακλαβάδων της...
*Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου