Η βαρυσήμαντη εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. κ. Θεοκλήτου, με θέμα «Κοινωνική Διακονία και Περιουσία: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον», στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος - Ι. Μ. Πεντέλης, 11.06.09…
(Πηγή: Περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» - ΤΕΥΧΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2009, σ. σ. 461 – 465).
Επιθυμώ να είμαι ειλικρινής απέναντι σας. Γι’ αυτό και θα σας μιλήσω ειλικρινά. Δεν ήθελα να λάβω μέρος στην ημερίδα αυτή. Αφ' ενός γιατί δεν πιστεύω σ’ αυτές κι αυτό γιατί έχοντας υπ’ όψιν μου την κοσμικότητα, η οποία διαχέεται σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας, τρομάζω στο γεγονός ότι, προσερχόμενοι, δεν έχομε αρνηθεί την φίλαυτον αυθεντίαν μας, βασική αιτία κάθε αιρετικής διαμορφώσεως θέσεων, και συνακόλουθα δεν έχουμε παραδώσει το είναι μας εις την πνοήν της αύρας του επιπνέοντος Παρακλήτου, μοναδικού εγγυητού της αληθείας και μοναδικής δυνάμεως για να μορφοποιηθεί η διάθεσις περιχωρήσεως, της μόνης διασφαλιζούσης το Εκκλησιαστικό πνεύμα. Και αφ’ ετέρου είμαι αρκετά κουρασμένος, χρόνια τώρα, από την εγγενή αδυναμία των εκκλησιαστικών ανδρών να εγκύψουν στα ουσιώδη προβλήματα της Εκκλησίας μας, δηλαδή στην αναζήτηση ουσιωδών απαντήσεων της Εκκλησίας στα υπαρξιακά ερωτήματα του μετανεωτερικού ανθρώπου. Επειδή είπα πως θα είμαι ειλικρινής, σας λέω λοιπόν ότι φέρω εντός μου μια βαθειά απογοήτευση. Μακάρι να είναι αυτή εδρασμένη στο βάρος των χρόνων μου ή στα ατελή του χαρακτήρα μου. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί, ο Θεός παρέχει τις λύσεις. Έτσι η απογοήτευση μου ενέχει την ελπίδα της βέβαιης παρουσίας του Θεού στη ζωή της Εκκλησίας. Η απογοήτευση μου δηλαδή δεν είναι παραίτησις, αλλά προσμονή και αναμονή ότι ο Θεός και μόνον Αυτός πρόκειται να δώσει τις απαντήσεις τον κατάλληλο καιρό και με τον πρέποντα τρόπο.
Βρίσκομαι ανάμεσα σας γιατί ο καθηγητής κ. Μπέγζος ανησυχεί ενδιαφερόμενος, και συμμερίζομαι τις ενδιαφέρουσες ανησυχίες του. Θα σας εξομολογηθώ όμως και δύο άλλους λόγους: πρώτον, η ηλικία μου δεν μου παρέχει τα απαραίτητα να κάνω μία μεθοδολογική εισήγηση και κατά δεύτερο λόγο η όραση μου με αποτρέπει και στη γραφή και στην ανάγνωση.
Δεν θα κάνω λοιπόν εισήγηση, θα θέσω όμως υπ' όψιν σας κάποιες σκέψεις, μερικούς προβληματισμούς. Θέλω να σας πω τι και γιατί αρνούμαι. Γιατί φοβούμαι πως οδηγούμαστε πιθανώς σε αδιέξοδες εκδαπανήσεις χρόνου και χρήματος. Τι είναι αυτό που μας λείπει, γιατί αρχίζουμε μια πορεία που δεν μας οδηγεί σε καμιά συνάντηση. Γιατί τέλος πάντων γίναμε ό,τι δεν είμαστε και φθάσαμε εκεί που δεν πρέπει να ήμασταν...
Κατ' αρχάς, αποδεχθήκαμε και εισαγάγαμε μια πιετιστική αντίληψη περί Εκκλησίας. Στρεβλώσαμε τη «νοητική όραση» της κοινωνίας για την Εκκλησία. Τί εννοώ; Δεχθήκαμε ότι η Εκκλησία είναι άσαρκη, άυλη, δηλαδή μόνον πνευματική. Άρα δεν έχει σχέση με την ύλη, την οποία εν πολλοίς αφορίσαμε. Έτσι το πλαστό θεώρημα ότι «ή Εκκλησία ασχολείται μόνον με τα πνευματικά» ρίζωσε εκδικητικά και δέσμευσε σε αυτήν την σαφώς αντιεκκλησιολογική θέση στο εκκλησιαστικό σώμα.
Το ψωμί και το κρασί όμως αγιαζόμενα καθιστούν ορατό και απτόμενο τον τροφέα της κτίσεως, τον Ιησού Χριστό. Ο αναστάς Κύριος γίνεται αντιληπτός από τους μαθητές στην «κλάση του άρτου». Πώς έγινε και γίνεται αυτό; Η Εκκλησία είναι ευχαριστιακό γεγονός, δεν φανερούται δια μεταφυσικών διακτινισμών μιας θολωμένης πιετιστικής πνευματικότητας. Πρέπει λοιπόν να ασχολείται και με τα υλικά, πρέπει δηλαδή να έχει και περιουσία; Στο ερώτημα αυτό όλες οι απαντήσεις αποκαλύπτουν μίαν αντίφαση. Όσοι λένε ναι αμύνονται στην κατηγορική αντίληψη του όχι και όσοι λένε όχι επιτίθενται στη φαινομενική απουσία της Εκκλησίας μπροστά στις διάφορες κοινωνικές ανάγκες. Όλοι έχουν δικαίωμα να έχουν «λόγο» για την Εκκλησία.
Η Εκκλησία όμως έχει τον κύριο και καθοριστικό λόγο και την ευθύνη για τα του οίκου Της. Αυτή και μόνον Αυτή μπορεί να μιλά, εφ’ όσον είναι Εκκλησία, για τα ίδια Της, δηλαδή για τη διδασκαλία και την πίστη, για τη ζωή και το περισσόν της ζωής Της. Αν αυτό το πιστέψουμε, αμέσως επιτυγχάνεται μία ξεκάθαρη και καλή αρχή για να αποβάλουμε την μοιρολατρική απολογητικότητα έναντι μιας πλαστής κατηγορικής επιθετικότητας.
Από τα πρώτα χρόνια η Εκκλησία ενδιαφέρεται για τον «όλον» άνθρωπο, όπως ο Κύριος Της. Έχει λοιπόν περιουσία. Περιουσία Της είναι το «φιλάδελφον». Αυτός ο τρόπος ζωής Της κομίζει ευθύνη ενδιαφέροντος, η οποία πηγάζει από την χρήση του πλούτου. Ας μη ντραπούμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η Εκκλησία δεν στρέφεται εναντίον των πλουσίων, αλλά εναντίον της αφιλάνθρωπης και ιδιοτελούς διαχειρίσεως του πλούτου.
Το «φιλάδελφον» είναι το κλειδί της ερμηνείας. Να έχεις δύο χιτώνες δεν είναι αμαρτία, να τους κρατάς όμως για τον εαυτό σου είναι! Ο πλούσιος της παραβολής δεν κολάζεται γιατί είναι πλούσιος, αλλά γιατί είναι «άφρων»• γιατί δεν βλέπει τον εαυτό του στους άλλους, αλλά στις αποθήκες του. Αυτά τα λίγα για να τελειώνουμε με όλες τις ασαφείς σοφιστείες περί του αντιθέτου. Η Εκκλησία έχει πλούτο, τον Κύριο Της, που τρέφει δια της ευχαριστίας όσους δι' Αυτού και εν Αυτώ, εν τω ονόματι του δηλαδή, ξεκλειδώνουν τον εαυτό τους στην πάσχουσα ετερότητα, στον πάσχοντα αδελφό. Αυτός είναι ο αδαπάνητος και ανεκτίμητος πλούτος της Εκκλησίας, ο Κύριος Της και ο Θεός Της και όσοι Την πλουτίζουν με όσα Αυτός «εντέλλεται» σε όλους εμάς πού εκούσια είμαστε μέλη του Σώματός Του.
Η Εκκλησία έχει «την διαπιστευμένη περιουσία» όσων εμπιστεύθηκαν τις αφοσιώσεις τους σ’ Αυτήν και οφείλει να την διαχειριστεί υπέρ των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου και όλων μας. Οι τρόποι απόκτησης της περιουσίας της Εκκλησίας αμφισβητούνται ιστορικά από πολλούς και με διάφορα επιχειρήματα. Αυτό είναι όμως υπόθεση μιας άλλης συνάντησης και συζήτησης. Ας παραμείνει προς το παρόν ανοικτό...
Ας έρθουμε λοιπόν στο ζητούμενο: πώς διαχειρίζεται την περιουσία η Εκκλησία; Πού την διαθέτει; Για ποιους σκοπούς; Πρέπει να την διαχειρίζεται μόνον Αυτή; Οφείλει να την αυξάνει και, αν ναι, με ποιους τρόπους; Ποιος θα ελέγχει τη χρηστή διαχείριση και ό,τι άλλο συναιρείται με αυτό;
Πολύ επιγραμματικά λοιπόν λέμε ξεκάθαρα ότι η Εκκλησία οφείλει να μην έχει αυτοσκοπό την απόκτηση, διαχείριση και αύξηση της περιουσίας. Δεν είναι στα πρωτεύοντα ενδιαφέροντα Της. Είπαμε ότι ο ανεκτίμητος και ατίμητος θησαυρός Της είναι ο Κύριος Της και όσοι πιστεύουν και ζουν «συνταυτιζόμενοι» στο Πρόσωπο Του.
Όσο θα μειώνεται η αξιακή παρακαταθήκη αυτού του πλούτου, η Εκκλησία θα πνίγεται στην αναζήτηση «κτημάτων και χρημάτων», θα περιπλέκεται σε νοοτροπίες αντίθετες της ευχαριστιακής Της αποστολής και θα παγιδεύεται σε θεαματικές διακηρύξεις κοινωνικής προσφοράς, σε μια απολογία ενοχικού περιεχομένου εξ αιτίας της οντολογικής διαστροφής της πορείας Της.
Την διαπιστευμένη περιουσία Της η Εκκλησία ιστορικά την έκανε προσφορά στο όνομα των περιπετειών του Γένους, και δη και κατά τον παρελθόντα αιώνα. Δεν υπάρχει κοινωνικός φορέας που δεν έχει λάβει πλουτισμό από την Εκκλησία: Νοσοκομεία, Πανεπιστήμια, σχολεία, πλατείες, κοινωνικά ιδρύματα, χώροι αθλοπαιδιών, πνεύμονες πρασίνου, δρόμοι και κοινόχρηστοι χώροι έχουν αφειδώλευτα παραχωρηθεί από την Εκκλησία. Χώροι εγκατάστασης προσφύγων και αγροτικές εκτάσεις για να ριζώσουν μετά τους βίαιους εκπατρισμούς οι πρόσφυγες έχουν παραχωρηθεί επίσης από την Εκκλησία. Εδώ θα αναφέρω όμως και κάτι άλλο: Ποιος ήλεγξε αν όσα παραχωρήθηκαν πράγματι εδόθησαν για τους σκοπούς αυτούς;
Συνεχίζουμε αναφέροντας ακόμη ότι πολύ πρόσφατα η Εκκλησία με νόμους το 1952, 1956-58, 1987-88, προχώρησε και πάλι σε παραχωρήσεις τεραστίων περιουσιακών της στοιχείων. Τί έγιναν όσα εκχωρήθηκαν; Ποιος ήλεγξε πάλι αν οι φτωχοί έγιναν πλουσιότεροι; Πώς διανεμήθηκαν όσα παρελήφθησαν, τί έπραξαν όσοι παρέλαβαν;
Επιθυμώ σε αυτό το σημείο να παρακαλέσω για την προσοχή σας σε μια λογική ακολουθία, κριτικά πάντοτε. Σε συμβάσεις με το κράτος, όλες οι παραχωρήσεις της Εκκλησιαστικής περιουσίας έγιναν με τον εξής τρόπο: Η Εκκλησία εκχωρούσε τα 4/5 και κρατούσε το 1/5, στην επόμενη εκχώρηση παραχωρούσε τα 4/5 του 1/5 και στη μεθεπόμενη, επί του εναπομείναντος 1/5 του 1/5, πάλι τα 4/5! Αν οικοδομήσαμε επ' αυτού τον μύθο της Εκκλησιαστικής περιουσίας, τότε ευτελίζεται ο μύθος, πού ήταν η βάση επάνω στην οποία θεμελιώθηκε ένας μοναδικός οικουμενικός πολιτισμός, τουτέστιν η λογική υποτάσσεται στον παραλογισμό.
Η ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου θα απομυθοποιήσει τα πράγματα, αλλά δεν επιθυμούμε να ντραπεί ουδείς κατήγορος της Εκκλησίας. Αν τώρα προσθέσετε στα παραπάνω και μια σύγκριση, τότε τα πράγματα γίνονται περισσότερο αληθινά. Συγκρίνετε τα έσοδα και έξοδα του Κεντρικού Εκκλησιαστικού Οργανισμού με έναν μέσο Δήμο της Χώρας και τότε θα διαπιστώσουμε όλες τις άγνοιες και τις ενδεχόμενες σκοπιμότητες.Για την περιουσία και μόνον της Εκκλησίας εφευρέθηκαν νομικοί όροι για να απαιτήσουν με αμφισβητήσεις την απόκτηση και άλλων Εκκλησιαστικών γαιών, μιλώ για τον απαράδεκτο όρο «διακατεχόμενες γαίες»! Επ’ ουδενός άλλου δεν εφευρέθηκε, ούτε εφαρμόστηκε, αυτός ο νομικός, ευρηματικός όρος. Η Εκκλησία παρ' όλα αυτά κατηγορήθηκε ότι διαπραγματεύτηκε τα αστικά ακίνητα ή φιλέτα, όπως συνήθως αποκαλούνται. Δηλαδή, όπου ο όρος διακατεχόμενα δεν μπορούσε να ισχύσει, επειδή υπήρχαν τίτλοι ή η νομοθεσία εκχωρούσε, η Εκκλησία εκατηγορείτο και από πάνω, επειδή είχε ή εδικαιούτο!
Όσα αστικά ακίνητα έδωσαν οι εμπιστευόμενοι την Εκκλησία, όσα η ίδια αξιοποίησε ή είχε προς αξιοποίηση για ανάγκες ιδρυμάτων και διοικητικές λειτουργικές απαιτήσεις, όλα αυτά πρέπει να δοθούν σε όσους απαιτούν και κατηγορούν; Όσοι δεν έδωσαν απαιτούν, όσοι παραχώρησαν πρέπει να απολογηθούν, η δε Εκκλησία πρέπει να ντρέπεται γιατί έχει! Μα η περιουσία της Εκκλησίας τίνος είναι; Για να μιλήσουμε καλύτερα πιο Εκκλησιαστικά, ο λαός δεν είναι Εκκλησία; Μπορεί να υπάρχει Εκκλησία δίχως λαό; Πώς γίνεται να υπάρξει χωρισμός σ' αυτή την ταυτοσημία; Δεν είναι επομένως και αυτή η περιουσία, όπως του Δημοσίου και των φορέων του ευρύτερου Δημοσίου συμφέροντος, του λαού; Μάλιστα δε όλου του λαού, αφού ευεργετούμενος από την Εκκλησιαστική περιουσία είναι όλος ο λαός, ανεξαρτήτως του αν πιστεύει ή όχι στην Εκκλησία, καθώς όλος ο λαός απολαμβάνει όσα παραχώρησε και εξακολουθεί να παραχωρεί η Εκκλησία, π.χ. για σχολεία ή νοσοκομεία, όπως πρόσφατα παραχώρησε η Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας.
Πρέπει επομένως να ξεφύγουμε από αγκυλώσεις, πλασματικές μυθολογικές διαδόσεις και σκόπιμες γενικευμένες απαξιώσεις.
Πρέπει η Εκκλησία να αυξάνει την περιουσία, δηλαδή να την αναπτύσσει, και πώς; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα. Πρόσφατα η Εκκλησία επικρίθηκε, και μάλιστα και εκ των έσω, γιατί αγόρασε μετοχές, γιατί επένδυσε την κρίσιμη ώρα υπέρ Της. Να μην το κάνει για να μην έχει; Τότε πώς θα είναι παρούσα στις αυξανόμενες κοινωνικές απαιτήσεις; Με ποιους τρόπους η Εκκλησία θα αυξάνει την περιουσία και θα επιστρέφει στο λαό τα πολλαπλάσια; Όχι, λέμε απερίφραστα με όλους τους τρόπους που ισχύουν στην αγορά, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Οι ασύμβατες και αδιαφανείς πρακτικές πρέπει πάντα να είναι έξω και μακριά από τις αναζητήσεις αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Δεν είμαστε φορέας εμπορικός, έχουμε ελαχίστους τρόπους για την αξιοποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας. Με αποθέσεις ίδιων κεφαλαίων στην αξιοποίηση γης και με σεβασμό στο περιβάλλον και την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά, με αντιπαροχές, με αγορά μετοχών. Αυτοί είναι οι τρόποι της αξιοποίησης. Όλα αυτά πρέπει να γίνονται πάντα με την εφαρμογή της κειμένης νομοθεσίας, δημόσια, σύννομα, καθαρά και έντιμα.Οι λειτουργικές δαπάνες της Εκκλησίας είναι σημαντικές και η ετοιμότητα Της να είναι συνεχώς πα-ρούσα και πρωτοποριακή στις κοινωνικές απαιτήσεις αμετάπτωτη και ουσιώδης. Δεν πρέπει, και αυτό οφείλουν να το κατανοήσουν όλοι, να εκδαπανάται η Εκκλησιαστική περιουσία αλόγιστα για την εξυπηρέτηση εφήμερων στοχεύσεων. Η Εκκλησία οφείλει ως Μητέρα όλων να έχει τη δυνατότητα να περιθάλπει τα παιδιά Της στα δύσκολα της ζωής με γενναίο τρόπο και καθοριστική συμβολή. Δεν θα λύσουμε όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν θα εξαλείψουμε τις ανάγκες της κοινωνίας, δεν υπάρχουμε γι' αυτό, δεν επαρκούμε για όλα αυτά. Πρέπει όμως να είμαστε παρόντες, ενεργά παρόντες, και σε μερικά ζητήματα καθοριστικά παρόντες.
Πώς πρέπει όμως να γίνεται αυτό; Με σεβασμό στην ατίμητη εικόνα πρόσωπο του κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως του αν είναι ή όχι χριστιανός, είναι όμως χριστιανοί όσοι «πλουτίζουν» διαχρονικά τον Εκκλησιαστικό κορβανά! Αυτό είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός που κάνει την Εκκλησία Μητέρα, που καθιστά την Εκκλησία «μήτρα» γέννησης ενός αλλού προσώπου, αυτού δηλαδή που δίδει απροϋπόθετα, πού χαρίζει σε αυτούς από τους οποίους δεν περιμένει να λάβει! Αυτή είναι η μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας. Ας την καταλάβουμε όλοι και ας την τιμήσουν και όσοι εύκολα μας κρίνουν αυστηρά με αβασάνιστες μεθόδους...
Η Εκκλησία πρέπει να προσέχει τους τρόπους τους οποίους χρησιμοποιεί στη διακονία της. Δεν πρέπει να διατυμπανίζει το έργο Της, ευτελίζοντάς το προς χάριν αναζήτησης δημόσιας αποδοχής και προβολής. Το μυστήριο Της είναι «κρύφιο», η καταξίωση είναι έργο του Ουρανίου Πατρός, η καταξίωση δεν πρέπει να προέρχεται, να αναζητάται, να αποτιμάται και να φανερώνεται από ανθρώπους. Στο ερώτημα του Χρίστου προς τους μαθητές «υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;», αναφερόμενος στον Απόστολο Πέτρο που τον αναγνωρίζει ως τον Υιό του Πατρός, τον αναμενόμενο Μεσσία, η απάντηση δεν αποκαλύπτεται σε αυτόν από άνθρωπο, δηλαδή «από σάρκα και αίμα», αλλά από τον Πατέρα, τον «εν ουρανοίς»: «Λέγει αυτοίς• υμείς δε τίνα με λέγετε είναι; Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε" συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ• μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψε σοι, άλλ' ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.ΙΣΤ', 15-17).
Η Εκκλησία γίνεται και μένει Εκκλησία όταν αποβλέπει στον Πατέρα να φανερώνει τον Υιό, όταν επικαλείται το Άγιο Πνεύμα να μας αποκαλύπτει πάσαν την αλήθειαν, με τον τρόπο πού «διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί» των μαθητών και «επέγνωσαν» τον αναστάντα και εν «ετέρα μορφή» υπάρχοντα ανάμεσα τους, στην «ευλογία και κλάση του άρτου». Είμαστε Εκκλησία όταν διακονούμε το μυστήριο της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, όταν μπορούμε να Τον αναγνωρίζουμε στην ετερότητα του αδελφού, ο οποίος υπάρχει ως «ελάχιστος» ανάμεσα μας, όταν η παρουσία του Κυρίου ανάμεσα μας γίνεται η κρίση της κρίσης μας!
Η Εκκλησία οφείλει να μην μεταβληθεί σε ένα «σιτοβολώνα της οικουμένης», σε ένα «παγκόσμιο αρτοποιείο» με τα κριτήρια του κόσμου τούτου, αλλά να παραμείνει προσκολλημένη στον «εσχατολογικό επιούσιο άρτο». Αυτόν τον Άρτο που θα τρέφει τους τροφείς της ετερότητας, που θα ολοκληρώνει τον «χορτασμό» με «μελισμό», όπως ο Κύριος Της, ενάντια σε κάθε μορφή διαιρετικού ευτυχισμού. Να μην υποκύψουμε επίσης στους πειρασμούς της ερήμου, από τους οποίους υποφέρουμε και στους οποίους ενδίδουμε, δουλώνοντας τους ανθρώπους στην εξουσία μας, καλλιεργώντας την εξάρτηση των αναγκών τους. Να μην γίνουμε κοινωνικοί παροχείς, γεμίζοντας τα στομάχια των ανθρώπων με αντάλλαγμα την ελευθερία τους. Στο κεφάλαιο «ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής» του έργου «Αδελφοί Καραμαζώφ» ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αφαιρεί κάθε άλλοθί μας και ξεσκεπάζει κάθε αναιδή τρόπο διακονίας. Η Εκκλησία καταγγέλει κάθε επαγγελία, αναζήτηση, υπόσχεση και παροχή ενός άλογου και απάνθρωπου μαζικού ευδαιμονισμού.
Ο τρόπος άσκησης της κοινωνικής προσφοράς, δηλαδή της διακονίας της Εκκλησίας, αγαπητέ καθηγητά κ. Μάριε Μπέγζο, πρέπει ταπεινά, εισηγούμαι, να γίνει θέμα μιας σειράς διαλέξεων στις προσπάθειες συμβολής του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας μας, σε μια κοινωνία πού μαστίζεται από την αναζήτηση προβολής και εύκολης καταξίωσης των εκκλησιαστικών λειτουργών για αναρρίχηση, με απάνθρωπες μεθόδους, στα αξιώματα της Εκκλησίας. Αυτό το είδος της μεταλλαγμένης πνευματικότητας, οφείλει να ανασχεθεί, γιατί ελλοχεύει μέγας κίνδυνος στρέβλωσης του εκκλησιαστικού μας γεγονότος.
Ολοκληρώνοντας, θέτω το ερώτημα και προτείνω: Πώς να ελέγχεται και να πληροφορείται η διακονία μας; Δυστυχώς, ελεγχόμεθα κυρίως από κρατικούς μηχανισμούς. Δεν καταφέραμε να έχουμε κυρίαρχους δικούς μας μηχανισμούς, θεμελιωμένους έκκλησιολογικά και αποδεχόμαστε όσους είναι απαξιωμένοι στην κοινωνία. Έτσι φθάσαμε να ομιλούμε για σύννομες και νομότυπες πράξεις διαχείρισης με εννοιολογικώς κοσμική προσέγγιση. Αφού όμως δεν πείθουν οι νομοθετούντες, πώς να πείσουμε οι συνεργαζόμενοι και θπήκοντες σ’ αυτούς; Μόνο αν πληροφορούμε δια της συμμετοχής τους διακονούντας και διακονουμένους, ίσως καταφέρουμε, και αξίζει να το προσπαθήσουμε, να τύχουμε μιας αξιοπρόσεκτης και αποδοτικότερης εμπιστοσύνης από την κοινωνία και ιδιαίτερα από το Εκκλησιαστικό σώμα.
Δεν θεωρώ πως σας έκανα σοφώτερους, ούτε αυτή ήταν η επιδίωξή μου. Ήθελα, και πιστεύω να το κατάφερα, να σας κάνω περισσότερο κριτικούς και διεισδυτικούς, περισσότερο πιστούς στο μυστήριο της Εκκλησίας. Αν συνέβαλα σ’ αυτό, είμαι υποχρεωμένος απέναντι σας και επιτρέψατε μου να τελειώσω με μιαν παρακαταθήκην.
Οσάκις διακονείτε εν τη Εκκλησία διατηρείτε ζωντανά στην μνήμη σας την αψευδή υπόσχεση του Κυρίου μας προς τους μαθητάς του: «...εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν (τόν Παράκλητον) προς υμάς. Και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. Περί αμαρτίας μεν, ότι ου πιστεύουσιν εις εμέ. Περί δικαιοσύνης δε, ότι προς τόν Πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτε με. Περί δε κρίσεως, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται. ΄Ετι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν ου γαρ λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται, και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ, εμά εστί• δια τούτο είπον, ότι εκ του εμού λήψεται, και αναγγελεί υμίν» (Ιωάν. ΙΣΤ', 7-15).
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Καλέ μου Δεσπότη ακόμα στο ψάξιμο είσαι?
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα προβατάκια σου πεθαίνουν και εσύ απογοητεύεσαι? Εσύ είσαι ο Χριστός μου.
Εστω και τώρα βρές την αλήθεια και ποίμανέ μας
γιατί ζούμε μες στην κατάθλιψη.
"Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος ιδού ημέρα σωτηρίας"
Ευχαριστώ.
Ενα λογικό σου πρόβατο.