Κυριακή 25 Μαΐου 2025

«Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα…»

Γράφει η θεολόγος και ποιήτρια

Νόνη Σταματέλου

Προσωπικά, βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το ότι βρισκόμαστε εδώ (ενν. στον αγ. Νικόλαο Ραγκαβά) να κουβεντιάσουμε με αφορμή ένα τραγούδι «κοσμικό» θα λέγαμε, που όμως μιλάει στην ψυχή μας χρόνια τώρα, όπως και πολλά άλλα κοσμικά άσματα  που εκφράζουν τους καημούς μας.

Το ότι ο τίτλος της εκδήλωσης δεν είναι ένα χωρίο ή ένας ψαλμός, μου θύμισε το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, που λέει κάπου «Και άλλα πρόβατα έχω ά ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης…».

Το βρίσκω πραγματικά πολύ ενδιαφέρον και επαναστατικό.

Μια μέρα κατέβαινα προς Μοναστηράκι, έπεσε το μάτι μου σε ένα σύνθημα γραμμένο σε τοίχο με κεφαλαία: ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟΙ

Συχνά μένω σε συνθήματα τοίχων. Έχουν πολύ ενδιαφέρον, γιατί εκφράζουν αλήθειες που δεν συζητιούνται. Σας θυμίζω το «Βασανίζομαι…»…

«ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΛΟΚΛΗΡΟΙ» λοιπόν, με κεφαλαία!

Λίγες μέρες μετά, μου πρότεινε η Αγγελική (ενν. Αγγελική Καριώτογλου) να συμμετάσχω σε μια συζήτηση εδώ, κάνοντας μια μικρή εισήγηση, για να ακολουθήσει μετά, συζήτηση. Πως βλέπω ως άνθρωπος που διαβάζει και γράφει ποίηση, την ψυχή και τη σωτηρία της, με αφορμή τον στίχο της Λ. Ν. που και ποιος δεν έχει σιγοτραγουδήσει… και κατ’ επέκτασιν τι σημαίνει για τον σύγχρονο άνθρωπο…

Θυμάμαι όταν δίδασκα στο Λύκειο και εξηγούσα την έννοια της λέξης «σωτηρία», τα παιδιά άκουγαν με έκπληξη και συχνά για πρώτη φορά ότι  το ρήμα « σώζω» κάποιον  σημαίνει τον  κάνω «ολόκληρο», «σώο» και προεκτείνοντας θεολογικά, ο άνθρωπος «σώζεται», όταν ξαναγίνεται ολόκληρος, στην παραδείσια κατάσταση, όπως ήταν δηλαδή πριν την πτώση, προτού διαταραχτεί η σχέση του με το Θεό, τη φύση, τον συνάνθρωπο.

Τα συνθήματα συχνά αποκτούν προσευχητική διάσταση. Είναι κραυγές απέναντι στη διάσπαση, την εσωτερική εξορία, τη ψυχική θραύση που φέρνουν οι ρυθμοί και τα αδιέξοδα της εποχής.

Δεν ξέρω αν σώζεται η ψυχή. Ξέρω όμως πως ζητάει. Ζητάει να βρει γαλήνη, να αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, να πιαστεί από κάτι που μένει όταν όλα τ’ άλλα περνούν.

Μιλώ σήμερα ως θεολόγος αλλά και ως ποιήτρια και πολλές φορές δεν ξέρω ποια απ’ τις δυο μιλάει πρώτη. Όταν προσεύχομαι, μοιάζει να γράφω. Και όταν γράφω,  συχνά γονατίζω.

Κι εδώ θα θυμηθώ τον λόγο του Ιερέα  ποιητή π. Αθανάσιου Πολύζου, για την ποίηση του οποίου είχα γράψει κάποτε ένα μικρό κριτικό σημείωμα στη ΣΥΝΑΞΗ «Όλα μας τα είπαν οι μεγάλοι της γραφής/ όμως / Η απελπισία του ποιητή μένει απαρηγόρητη /και ου ξενοδοχείται»

Ο ποιητής λοιπόν βασανίζεται πολύ… Άρα δεν έχει συνταγές για σωτηρία, απλώνει μόνο το χέρι σε όποιον έχει την ίδια αγωνία, για τα θεμελιώδη.

Ο ποιητής ζει με την ελπίδα ότι υπάρχει ακόμα κάτι μέσα μας που ξέρει τι σημαίνει  «να είσαι ακέραιος» και το ζητάει πίσω…

Ο άνθρωπος όση γνώση κι αν κατέχει, όταν πρόκειται να διαχειριστεί το ζήτημα της σωτηρίας της ψυχής του, όταν καλείται να το κατανοήσει, πόσο μάλλον να το βιώσει, εκεί αντιλαμβάνεται το πόσο πεπερασμένος είναι. Οπότε ή δεν ασχολείται με το ζήτημα, προφασιζόμενος ότι έχει άλλα πιο σημαντικά να κάνει απ’ την «ομφαλοσκόπηση», ή σπαρταράει σαν ψάρι στα ρηχά ζητώντας απαντήσεις. Και κυρίως, απαντήσεις για τη φθορά και το θάνατο.

Οι απόψεις του Πλάτωνα περί αθανασίας της ψυχής, προφανώς επηρέασαν όλους τους μετέπειτα φιλοσόφους και θεολόγους και έδωσαν μια ελπίδα. Όταν άκουσα κάποτε έναν αγιορείτη να λέει πως σχεδόν καθημερινά καταφεύγει στα κείμενα του Πλάτωνα, είχα δυσκολευτεί να καταλάβω τον λόγο… (να πούμε βέβαια εδώ ότι ο Χριστιανισμός προέκτεινε την άποψη περί αθανασίας της ψυχής και τη νοηματοδότησε, με την Ανάσταση του Χριστού στην οποία μετέχει ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα…).

Θυμάμαι στα πρώτα έτη των θεολογικών μου σπουδών, πόσο παρήγορη στάθηκε η ανάγνωση του κειμένου του αγίου Γρηγορίου Νύσσης που αναφέρεται στο διάλογο με την αδελφή του Μακρίνα, ζητώντας παρηγοριά για τον θάνατο του αδελφού τους, του Μ. Βασιλείου.  Αναφέρω κάποια σημεία: «…ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Όταν το σώμα εγκαταλειφθεί από την ψυχή, τότε αποσυντίθεται στα στοιχεία που πριν το αποτελούσαν… Όμως, η ψυχή δεν επηρεάζεται από αυτή  την αποσύνθεση… Η ψυχή είναι αθάνατη και εκτείνεται στην αιωνιότητα. Το μόνο που αλλάζει σ’ αυτή κατά τον θάνατο είναι ο τρόπος της υπάρξεώς της. Ακόμα και τότε η σχέση της με το φθειρόμενο σώμα δεν διακόπτεται… αφού το σώμα δεν επιστρέφει στην ανυπαρξία αλλά παραμένει μέσα στα όρια αυτού του κόσμου, νερό, αέρα, χώμα και φωτιά». Οπότε δηλ, η ψυχή μπορεί να ξαναβρεί και να αναγνωρίσει αυτά τα στοιχεία…

Το θέμα είναι βέβαια ότι δεν αρκείται ο άνθρωπος σ’ αυτή την παρηγοριά, αλλά ζητάει κάτι πιο συγκεκριμένο, πιο απτό, εδώ και τώρα. Σ’ αυτή τη ζωή.

Στις Πράξεις των αποστόλων αναφέρεται το ερώτημα του δεσμοφύλακα στον Παύλο και τον Σίλα «τι δε μοι ποιείν ίνα σωθώ;»

Σίγουρα η φράση «σωτηρία της ψυχής» που ταλανίζει την ανθρωπότητα από καταβολής κόσμου, δεν έχει να κάνει μ’ αυτό που συχνά εννοούμε μερικοί «ευσεβείς» πιστοί, την ατομική μας δηλ. σωτηρία, κάθε άλλο. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία, ο άνθρωπος για να είναι σώος, ολόκληρος ή για να λειτουργεί μέσα σε μια τέτοια προοπτική, δεν μπορεί παρά να υπάρχει ως μέλος ενός σώματος, ως μέλος μιας αγαπητικής κοινωνίας. Εννοώ ότι θα ήταν εύκολο το μοντέλο «είμαι καλός άνθρωπος, κάνω ελεημοσύνες, νηστείες, δεν κλέβω, δεν σκοτώνω  κλπ κλπ άρα, ο Θεός θα με σώσει, θα με έχει κοντά του…», αυτό δηλ. το δούναι και λαβείν με το Θεό, που είναι σαφώς αιρετικό και μακριά απ’ το  εκκλησιαστικό ήθος. Αμέτρητα παραδείγματα απ’ τα Ευαγγέλια, μας μαλακώνουν την ψυχή, αφού μας δείχνουν, ότι παρά την αμαρτωλότητά μας, την απιστία μας, μπορούμε να γευτούμε τη χαρά του Χριστού, αν το θελήσουμε πολύ. Βλ.Ζακχαίος κ.α.

«Τι δε μοι ποιείν ίνα σωθώ;» Είναι αυτό που όλοι οι άνθρωποι θέτουν, ευθέως ή εμμέσως, είτε με μια διατύπωση είτε με κάποια άλλη, είναι το πρωταρχικό και αιώνιο ερώτημα. Είναι το ερώτημα που θέτει ο μαθητής στον πνευματικό του πατέρα στο Γεροντικό «Πες μας έναν λόγο, πως θα σωθούμε». Ο λόγος του αββά είναι ρητώς ένας λόγος σωτηρίας που μας αναγεννά και μας ολοκληρώνει. Διότι αυτό είναι το υπέρτατο που αναζητά το ανθρώπινο είδος από τη θρησκεία: η σωτηρία!

«Εδίψησέ σε η ψυχή μου…» διαβάζουμε στον ψαλμό 62, «εδίψησέ σε η ψυχή μου πολαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω…»

«Πρόσχες εις την βοήθειά μου, Κύριε της σωτηρίας μου… μη εγκαταλείπεις με» κλπ, ψαλμός 37

«Ταλαιπωρήθηκα, κυρτώθηκα εντελώς, θλιμμένος περπατώ όλη μέρα…» (διαβάζω μεταφρασμένο)

«Εκ βαθέων εκέκραξά σε Κύριε…» 

Τελικά η ψυχή σώζεται όταν γαληνέψει; Και γαληνεύει όταν παρηγορηθεί; Και η παρηγοριά του μήπως είναι πως το σώμα θα υπάρχει κάπου και θα το ξανασυναντήσει;

Οι ποιητές πάντως, ίσως και άθελά τους, θεολογούν, αφού η αγωνία είναι η ίδια για όλους τους ανθρώπους.

Γράφει ο Καβάφης  στο ποίημα  «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου Ποιητού εν Κομαγηνή  595 μ Χ».

«Εις σε προστρέχω Τέχνη της ποιήσεως/που κάπως ξέρεις από φάρμακα/νάρκης του άλγους δοκιμές  εν φαντασία και λόγω/ Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι/Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της ποιήσεως,/που κάμνουμε για λίγο να μη νιώθεται η πληγή…» (αναφερόμενος στη φθορά, το γήρας, άρα στο μετά…)

«Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό, που αν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο», γράφει ο Ελύτης

Ή «Με το λύχνο του άστρου/ στους ουρανούς γυρίζω/Που να βρω την ψυχή μου/ το τετράφυλλο δάκρυ…»

Κι ο Σεφέρης «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας/ ταξιδεύοντας πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα/από λιμάνι σε λιμάνι…»

«Φύσα ψυχή μου κι ανέβα σαν φτερό» λέει ο Μιχάλης Γκανάς

«Κρουνός γαλάζιος ξέσπασε η ψυχή μου» συμπληρώνει ο Βρεττάκος

«Ω ψυχή μου, την αγωνία ερωτευμένη..!» Αναγνωστάκης

Η Άνν Σέξτον, η θλιμμένη Αμερικανίδα ποιήτρια γράφει «Στήσε το αυτί σου χαμηλά κοντά στην ψυχή σου και άκου προσεκτικά»…

Περίλυπος εστίν η ψυχή μου, ευλόγει η ψυχή μου, μεγάλυνόν ψυχή μου ,ψυχή μου ψυχή μου ανάστα τι καθεύδεις… όλα παραπέμπουν σε μια ουσία που συνδέεται με τη ψυχή και το νόημα της ύπαρξης. Προφανώς λοιπόν και δεν μιλάει ο χριστιανισμός για την ατομική μας σωτηρία και το ατομικό μας βόλεμα, αλλά πρόκειται για κάτι βαθιά πνευματικό. Γι’ αυτό δεν απασχολεί μόνο τους πιστούς μιας θρησκείας, αλλά κάθε άνθρωπο και γι’ αυτό αυτή η αγωνία κι αυτός ο λυγμός εκφράζεται μέσα απ’ την τέχνη. 

Ο ποιητής λοιπόν, αφού μιλάμε κυρίως για ποίηση, δεν αρκείται σε μια διαβεβαίωση ότι θα σωθεί η ψυχή του, κάποτε, αλλά ζητάει επίμονα κάποιο τρόπο, να γαληνέψει, να βρει νόημα στις πράξεις του, να μη βασανίζεται στον ύπνο, να πάρει αγάπη, να δώσει αγάπη. 

Κι εδώ έρχεται ιαματικά η επιστήμη της Ψυχολογίας να επισημάνει ότι πολλές ψυχικές ασθένειες της εποχής μας θεραπεύονται  κυρίως όταν νοιώσει ο ασθενής συναισθηματική ασφάλεια και γαλήνη στη συνείδησή του. Πάλι επομένως πάμε, δηλ πάει μόνο του, στο ζήτημα της αγάπης που νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Θεός μάλλον στέλνει σήματα, μας δείχνει πως είναι να νοιώθεις την ψυχή σου ανάλαφρη και λυτρωμένη. Για κοιτάξτε το βλέμμα των ερωτευμένων και πως φωτίζει ολόκληρο τον άνθρωπο.! Δεν βλέπει τίποτ’ άλλο ο ερωτευμένος παρά το πρόσωπο του αγαπημένου! Γιατί απλά «ερωτεύεται επώνυμα το Θεό» (Χ.Γ.)

Επομένως υπάρχουν παράθυρα μέσα απ’ τα οποία ο άνθρωπος κοιτάζει κοντά  ή μακριά και βλέπει  π ω ς  είναι το «απόλυτο».

Και στο «Πείνα και δίψα» ο Γιανναράς: «Είμαι ένας οδοιπόρος, χωρίς γνώριμη πόλη, χωρίς τζάκι φιλικό, γιατί ζητώ το πλήρωμα».

Ακόμα και η μετοχή μας στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, δεν μας φτάνει, κάτι δεν κάνουμε σωστά. Κάπου ευλογάμε τα γένια μας, κάπου η Ιεραρχία σκανδαλίζει και μας απομακρύνει; Είναι που δεν βρήκαμε ακόμα ίσως την πληρότητα που κρύβεται κάπου και όχι απαραίτητα στα προφανή μέρη και τίποτα δεν έρχεται μαγικά. Και διψάμε, διψάμε. 

Αλήθεια τι είν’ αυτό που γεμίζει τόσο την ψυχή της αγίας Μαρίας Σκομπτσόβα (αφού έχουμε εδώ σήμερα και τον Α.Α… τον συγγραφέα του ωραίου βιβλίου για αυτή  την Αγία που τόσο αγαπήσαμε). Τι ειν’ αυτό που την κάνει να στεγάσει στο σπίτι του Παρισιού τόσους πρόσφυγες και αναγκεμένους, που χωρίς τουπέ σφουγγαρίζει το βρώμικο πάτωμα όταν χρειάζεται; Αυτή η μορφωμένη γυναίκα, που ζούσε με καταχρήσεις, κάπνιζε, έκανε τρεις γάμους αλλά η καρδιά της φλεγόταν για τον Χριστό και την αγάπη του, που έγραφε ποίηση. Και τι ήταν αυτό που την έκανε να μπει η  ίδια στο τρένο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης, στη θέση κάποιας νεαρής Εβραίας; Και μη μου πείτε η υστεροφημία…

Όταν μιλάμε λοιπόν για κρυμμένο τραύμα που γράφει η Λίνα Νικολακοπούλου στο τραγούδι που όλοι έχουμε σιγομουρμουρίσει, μπορεί, ποιος ξέρει, να εννοεί αυτή τη μόνιμη πληγή, που κρύβεται μέσα στην ξενοιασιά μιας εκδρομής, μιας αγάπης, μιας παραλίας ερημικής… αυτό το κενό που δεν καλύπτεται με πράγματα υλικά. «Αυτό το αγκάθι στο πλευρό» όπως θα’ λεγε κι ο φίλος μας ο Θ.Π. H σωτηρία της ψυχής δεν είναι έννοια αφηρημένη. Είναι το πιο απτό μας ζητούμενο. Είναι αυτό, που χωρίς να το ξέρουμε ζητάμε κάθε φορά που ερωτευόμαστε, που προσευχόμαστε, που χανόμαστε στο βλέμμα ενός άλλου.

«Η ψυχή μου είναι από κάπου αλλού. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Και έχω σκοπό να βρεθώ εκεί», γράφει ο Πέρσης ποιητής Τζελαλεντίν Ρουμί.

Απ’ την εφηβεία μου, έγραφα στα μαθητικά μου τετράδια μια φράση απ’ την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη που τότε με γοήτευε αλλά δεν την πολυκατάβαινα. Αργότερα ήρθε και κούμπωσε με καταστάσεις που βίωσα στην προσωπική μου πορεία, στις αναζητήσεις μου, είτε βρισκόμουν κοντά στην Εκκλησία, είτε λίγο μακριά της.
«Μια φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου, ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, δεν μπορεί κανείς να με σβήσει…».

Και να λοιπόν που και τώρα, που δεν είμαι πια στην εφηβεία, την ίδια δίψα και την ίδια αγωνία καταθέτω. Και επειδή τυχαίνει να είμαι και κοινωνικός άνθρωπος και έχω μάθει ν’ αφουγκράζομαι τους άλλους, διακρίνω ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, που γνωρίζει πολλά, που έχει λύσει πολλά, που δέχεται και τις υπηρεσίες της τεχνητής νοημοσύνης, τρέμει όσο ποτέ πριν για το μετά και για το αύριο…για το τέλος. Ο φόβος του θανάτου και κυρίως του θανάτου των αγαπημένων τον κρατάει δέσμιο. Κι ας παλεύει συχνά να φανεί γενναίος κι ας παλεύει μέσα του πότε με την πίστη και πότε με την απιστία.

Έχει λοιπόν θέση η Εκκλησία στη σύγχρονη ζωή; Έχει όσο ποτέ άλλοτε. Στο βαθμό που λειτουργεί ως ιατρείο ψυχών η Εκκλησία κι όχι ως δικαστήριο, αφού η αμαρτία είναι αστοχία και όχι παράβαση νόμου. Και είναι σίγουρα η πιο παρηγορητική αγκαλιά μέσα στην παγωνιά του κόσμου. Όπως ακριβώς η μητέρα που σκεπάζει το φοβισμένο της παιδί χωρίς να το ρωτάει πολλά, χωρίς να το ανακρίνει, απλά το σκεπάζει…