Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάση,
η μοναξιά μου είναι σαν τ’ άδειο, σαν τ’ αλόγιστο
χυμένο προτού νάρθη η πλάση,
η αρρώστια μου βογγάει σαν τα μεγάλα δάση
καθώς τα δέρνει η μπόρα.
Ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Εσύ παρθένα, εσύ μητέρα,
κι από δροσιά, κι από κελάϊδισμα
στάλα του αιθέρα,
ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα Εσένα
από τα πρωτινά γλυκοχαράματα
κι ως τώρα μες στα αιματοστάλαχτα
μιας ωργισμένης δύσης.
κανένα φόρεμα τη γύμνια μου
δε φτάνει να σκεπάση,
η μοναξιά μου είναι σαν τ’ άδειο, σαν τ’ αλόγιστο
χυμένο προτού νάρθη η πλάση,
η αρρώστια μου βογγάει σαν τα μεγάλα δάση
καθώς τα δέρνει η μπόρα.
Ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Εσύ παρθένα, εσύ μητέρα,
κι από δροσιά, κι από κελάϊδισμα
στάλα του αιθέρα,
ήρθεν η ώρα η φοβερή, ωχ! ήρθε η ώρα.
Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Εσένα πίστεψα
και λάτρεψα μονάχα Εσένα
από τα πρωτινά γλυκοχαράματα
κι ως τώρα μες στα αιματοστάλαχτα
μιας ωργισμένης δύσης.
Δέσποινα, στήριξέ μ’ Εσύ και μη μ’ αφήσης.
Δέσποινα,
βήμα δεν έχω μήτε φτέρωμα,
με γονατίζει το στοιχειό της θλίψης.
Υψώσου ποιος μου λέει; δε δύναμαι,
δύνασαι κάτου Εσύ ως εμέ να σκύψης;
Ρίξε από πάνου σου,
στους αθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε αλουργίδα του Ολύμπου,
έλα, κατέβα ολόγυμνη, βαφτίσου
στον Ιορδάνη του δακρύου,
κι ύστερα κρύψε το τρανό κορμί το ηλιόχαρο
στη σκέπη τη γαλάζια της Αειπάρθενης,
που ειν’ η χαρά των ασκητών και των μαρτύρων.
Δεν εισ’ Εσύ των εθνικών ηδονολάστρα η Μούσα,
της πλαστικής και της σκληρής
χαράς δεν είσαι η Πιερίδα,
του σπλάχνους του τρανού βαθιογάλανη
φορείς Εσύ πορφύρα
κι από του θρήνου κατεβαίνεις την πατρίδα.
Α! δείξου στο μικρό και τον ανήμπορο,
και δείξου καθώς δείχνεσαι στους ταπεινούς,
και φτάσε καθώς φτάνει στους αμαρτωλούς,
και δείξου καθώς δείχνεται στους σκλάβους
η Αγιά Λεούσα.
Άκου, ένα-σκούσμα τον αέρα σπάραξε·
Ποιος κλαίει;
Κοίτα, βροχή από λάβα βρέχει ένας θειφότοπος·
τι κλαίει;
Έλα κοντά, ένας ήσκιος αργοσάλεψε,
και λέει:
Του τραγουδιού σου δε γυρεύω πια το θρίαμβο,
μηδέ τον κόσμο τον ολάκριβο, τη Λύρα,
μηδέ τη μοίρα
του δοξασμένου διαλεχτού σου, Δέσποινα!
Λυπήσου,
και πλάσε μου,
και στείλε μου έναν ύπνο ήσυχο ήσυχο,
με του παιδιού το γλυκανάσασμα,
μαζί μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου