Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη:
«Η λάμψη του δεν είναι απαύγασμα μιας ψυχής χριστιανικής με τη συμβατική έννοια. Είναι η προβολή ενός εσωτερικού κόσμου απείραγου από τις μικρότητες αλλά γεμάτου καθάριο έρωτα. Ένα φωσάκι σαν αυτά που συντηρούν οι άγνωστες δυνάμεις μες στον ορυμαγδό της ανθρωπότητας, για να τη σώζουν από μια συλλήβδην καταδίκη της…
Σ’ όποια του σελίδα κι αν σταθούμε, αναγνωρίζουμε κάτω από το Χριστιανό τον Έλληνα, κάτω από το μυστικοπαθή τον μεσημβρινό αισθησιάρχη, κάτω από τον άνθρωπο της εκκλησίας τον άνθρωπο της σάρκας, των μυριστικών χόρτων, του γιαλού. Κι είτε σαν αριστερό ψάλτη τον ακούσουμε, είτε σαν δεξιό στην τελετουργία του νησιού του, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι γι’ αυτόν η φύση ένα καταφύγιο, μια παρηγοριά, μια ανακούφιση. Ούτε είναι, από το άλλο μέρος, μια δύναμη σκοτεινή και τερατώδης. Είναι ο διαρκής και ακατάλυτος σκελετός που συνέχει την πλάση, μια εγγύηση γι’ αυτό που είμαστε ή που μπορούμε να είμαστε…
Τ’ αμπέλια και τα κύματα, οι άνεμοι και τα πλεούμενα που αυλακώνουν νύχτα - μέρα τις ιστορίες του δε χρησιμεύουν σαν απλό φόντο στους ήρωές του. Είναι τα συγκεκριμένα ανάλογα των αισθημάτων του, μετέχουν στη διαδραμάτιση και, σε έσχατη ανάλυση, εμφανίζονται σαν φορείς ηθικών αξιών. Ακριβώς όπως οι γέροντες κι οι γερόντισσες, οι καπετάνιοι κι οι ψαράδες, οι κοπέλες και τα παιδιά, γίνονται κι εκείνα στα χέρια του άλλες τόσες καθαρές μονάδες που αστράφτουν σαν ασημένια κέρματα και βγάζουν, εάν τα χτυπήσεις, τον ίδιο καθαρό ήχο με τις ανθρώπινες ψυχές…
Να που βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη και όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στη ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία, όπου θα μπορούσαμε να ’χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό. Αυτό το θα μπορούσαμε είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. Σα να ’χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου…».
Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», εκδόσεις «Γνώση», 1989.
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009
Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009
Το ξεχασμένο «άθλημα αληθείας»
Ο Χρήστος Γιανναράς στην «Καθημερινή»:
...Από τη Γιορτή των Χριστουγέννων μας χωρίζει «χάσμα μέγα», αγεφύρωτο, διαφοράς τρόπου της ύπαρξης. Την εκκλησιαστική Εικόνα την αντικαταστήσαμε με θρησκευτικές ζωγραφιές, τη δραματουργία με εθιμοτυπικά στερεότυπα, το εκκλησιαστικό μέλος με συναισθηματικές καντάδες ή μουσειακά ιδιότυπα ακούσματα, την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική με τσιμεντένιες τούρτες τερατώδους ακαλαισθησίας. Ολα πια στοχεύουν στο άτομο: να το εντυπωσιάσουν, να το συγκινήσουν, να το διδάξουν, να το υποβάλουν. Το κήρυγμα, η κατήχηση, αποκομμένα από το εκκλησιαστικό γεγονός, υπηρετούν αποκλειστικά την ατομοκεντρική, ενστικτώδη θρησκευτικότητα. Ποια χαρά Γιορτής να προκύψει, όταν η ζωή είναι εγκλωβισμένη στο εγώ, στη μονοτροπία της φθοράς, της θνητότητας, στην αλογία μεταφυσικών εκζητήσεων ατομικής σωτηρίας, ατομικών αξιομισθιών;
...Από τη Γιορτή των Χριστουγέννων μας χωρίζει «χάσμα μέγα», αγεφύρωτο, διαφοράς τρόπου της ύπαρξης. Την εκκλησιαστική Εικόνα την αντικαταστήσαμε με θρησκευτικές ζωγραφιές, τη δραματουργία με εθιμοτυπικά στερεότυπα, το εκκλησιαστικό μέλος με συναισθηματικές καντάδες ή μουσειακά ιδιότυπα ακούσματα, την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική με τσιμεντένιες τούρτες τερατώδους ακαλαισθησίας. Ολα πια στοχεύουν στο άτομο: να το εντυπωσιάσουν, να το συγκινήσουν, να το διδάξουν, να το υποβάλουν. Το κήρυγμα, η κατήχηση, αποκομμένα από το εκκλησιαστικό γεγονός, υπηρετούν αποκλειστικά την ατομοκεντρική, ενστικτώδη θρησκευτικότητα. Ποια χαρά Γιορτής να προκύψει, όταν η ζωή είναι εγκλωβισμένη στο εγώ, στη μονοτροπία της φθοράς, της θνητότητας, στην αλογία μεταφυσικών εκζητήσεων ατομικής σωτηρίας, ατομικών αξιομισθιών;
Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθο πατήστε εδώ:
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
«…Τα Χριστούγεννα σημαίνουν ένα ιστορικό γεγονός. Το γεγονός αυτό είναι η εσχατολογική πορεία μας στην αιωνιότητα της Τριαδικής ζωής. Η σχέση ενός εκάστου με τον γεννηθέντα Θεό Ιησού Χριστό καθορίζει την ύπαρξη στη διάσταση της προσωπικής αναγεννήσεώς μας, στην φάτνη της θεϊκής παρουσίας, στον φωτισμό του αστερισμού του παναγίου Πνεύματος, στη βεβαίωση, εν τέλει, ότι ο Θεός Πατήρ αγαπά τόσο όμορφα τον κόσμο μας για τον οποίο νοιάζεται και τον οποίο διακυβερνά με τόση θυσιαστική αγάπη, με αυτή ταύτη την κένωση του ίδιου του Υιού Του…».
Αρχιμ. Φιλόθεος Δέδες*
(Ηγούμενος Ιεράς Μονής Ελεούσης και Σωτήρος Νήσου)
*Από το προλογικό του σημείωμα στο διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη «Τα Χριστούγεννα της γριάς», που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις «Μνημοσύνη» της Ιεράς Μονής Ελεούσης Νήσου Ιωαννίνων.
Αρχιμ. Φιλόθεος Δέδες*
(Ηγούμενος Ιεράς Μονής Ελεούσης και Σωτήρος Νήσου)
*Από το προλογικό του σημείωμα στο διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη «Τα Χριστούγεννα της γριάς», που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις «Μνημοσύνη» της Ιεράς Μονής Ελεούσης Νήσου Ιωαννίνων.
Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου
Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ KΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Αδελφοί συλλειτουργοί και τέκνα εν Κυρίω ευλογημένα,
«Ο ουρανός και η γη σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε»! (Ιδιόμελον Λιτής Χριστουγέννων).
Η απόστασις και πόλωσις ανάμεσα εις τον Θεόν και τον άνθρωπον, την οποίαν είχεν επιφέρει η αμαρτία του ανθρώπου, κατηργήθη με την πρόσληψιν ακεραίας της ανθρωπίνης φύσεως από τον Μονογενή Υιόν και Προαιώνιον Λόγον του Θεού. Η κατά την «ευδοκίαν» του Θεού, κατά το πρώτον δηλαδή και ολόθυμον θέλημά Του, Σάρκωσις του Υιού Του, καταργεί κάθε απόστασιν, ενώνει τον ουρανόν με την γην και συνάπτει το δημιούργημα με τον Δημιουργόν! «Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις», έψαλεν η Εκκλησία κατά την εορτήν των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία, δια της αφιερώσεως της μακαρίας Μαρίας εις τον Ναόν και της εκεί προετοιμασίας της δια να γίνη χωρίον του Αχωρήτου Θεού, ήνοιγε τον δρόμον της Ενσάρκου Οικονομίας του Θεού και προεκήρυττε την σωτηρίαν μας. «Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και του απ’ αιώνος μυστηρίου η φανέρωσις˙ ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθένου γίνεται», έψαλε πάλιν η Εκκλησία κατά την εορτήν του Ευαγγελισμού, τότε που συνετελέσθη εκ Πνεύματος Αγίου η άσπορος σύλληψις του Ασυλλήπτου εις την αγίαν κοιλίαν της Θεοτόκου και ήρχισε να «συνυφαίνεται», η θεία με την ανθρωπίνην φύσιν, και ο Θεός άνθρωπος γέγονεν, «ίνα ημείς θεοποιηθώμεν», κατά την έκφρασιν του Μ. Αθανασίου. Η «ευδοκία», λοιπόν, η οποία εχαιρετίσθη κατά τα Εισόδια, και η σωτηρία, η οποία «εκεφαλαιώθη» και εφανερώθη κατά τον Ευαγγελισμόν, σήμερον, κατά την μεγάλην και αγίαν ημέραν των Χριστουγέννων, καθίσταται απτή πραγματικότης! Σήμερον «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν»,[1] και οι Άγγελοι επανηγύρισαν το γεγονός ψάλλοντες: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»![2] Με την Σάρκωσιν, την Ενανθρώπησιν του Λόγου, ήδη η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους έχει δυνάμει συντελεσθή. Διότι, εκείνοι οι οποίοι, αφού πιστεύσουν εις τον Ιησούν, ζήσουν ζωήν σύμφωνον με την πίστιν αυτήν, σύμφωνον με τας εντολάς και την όλην διδασκαλίαν του Ιησού, υψώνονται με την τοιαύτην θεάρεστον βιοτήν και καθίστανται φίλοι και κοινωνοί του Θεού! Γίνονται «θείας κοινωνοί φύσεως»,[3] θεοί κατά χάριν! Τούτο συντελείται αποκλειστικώς μέσα εις την Εκκλησίαν, όπου ο άνθρωπος αναγεννάται εν Χριστώ και υιοθετείται υπό του Πατρός δια του αγίου Βαπτίσματος, και, εν συνεχεία, δια των αγίων Μυστηρίων και της καλλιεργείας της αρετής, πληρούται θείας χάριτος και Πνεύματος Αγίου και αυξάνει «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού»,[4] μέχρις ότου φθάσει να λέγη μετά του Αποστόλου Παύλου: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».[5] Τους ούτω τελειουμένους ο Χριστός δεν τους θεωρεί απλώς φίλους Του η αδελφούς Του, αλλά τους αναγνωρίζει ως μέλη του Σώματός Του. Δια τούτο και έλεγεν από του ύψους του Σταυρού προς την Παναγίαν Μητέρα Του περί του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «Γύναι, ίδε ο υιός σου» και εις τον Ιωάννην «ιδού η Μήτηρ σου».[6] Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, ανοίγουν διάπλατα την θύραν της κατά χάριν χριστοποιήσεως και θεοποιήσεως του ανθρώπου, και ένεκα τούτου ακριβώς «άγει εορτήν, εν χαρά πάσα η κτίσις, και οι ουρανοί συν ημίν αγαλλιώνται» κατά την εύσημον και σωτήριον αυτήν ημέραν![7] Με αυτά τα χαρμόσυνα και ελπιδοφόρα δεδομένα εις χείρας, απευθύνομεν, από της εν Φαναρίω καθηγιασμένης καθέδρας του πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, θερμά εόρτια συγχαρητήρια και εγκαρδίους Πατριαρχικάς ευχάς επί τη «μητροπόλει των εορτών» προς άπαντα τα ανά τον κόσμον προσφιλή και επιπόθητα τέκνα της αγιωτάτης Μητρός Εκκλησίας, κληρικούς παντός βαθμού, μονάζοντας και λαϊκούς, άρχοντας και αρχομένους, μικρούς και μεγάλους, μάλιστα δε προς τους εμπεριστάτους, τους εν θλίψει, ανάγκη και δοκιμασία ευρισκομένους. Είθε, ο εν σπηλαίω γεννηθείς και εν φάτνη ανακλιθείς προαιώνιος Υιός του Θεού και χάριν ημών Υιός του Ανθρώπου, να καταστήση πάντας ημάς αξίους της κενωτικής αγάπης και της αγίας και προσκυνητής ενσάρκου οικονομίας Του!
Φανάριον, Χριστούγεννα , βθ’
+ Ο Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος
Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών
[1] Ιωάν. 1: 14[2] Λουκ. 2: 14[3] Β Πέτρ. 1: 4.[4] Εφεσ. 4: 13.[5] Γαλ. 2: 20.[6] Ιωάν. 19: 26-27.
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009
«Ως παιδίον...»
«...Έτσι μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ως παιδίον». Το παιδί σ’ αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε. Εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. Μας δίνεται ως παιδί και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ’ αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, από το φόβο και την κυριαρχία. Το «παιδίον Θεός» μας απελευθερώνει απ’ όλα αυτά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μας αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιας ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανένα. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής».
Από το «Εορτολόγιο» του Αλέξανδρου Σμέμαν, εκδόσεις Ακρίτας.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μας αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιας ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανένα. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής».
Από το «Εορτολόγιο» του Αλέξανδρου Σμέμαν, εκδόσεις Ακρίτας.
Aντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία
Tου Xρήστου Γιανναρά
Διερωτήσεις για τα κοινώς αυτονόητα, ερωταποκρίσεις αναζήτησης αφετηριακών ορισμών.
Tι ακριβώς εξακολουθούμε να γιορτάζουμε με τη «γιορτή» των Xριστουγέννων στις δυτικού τύπου κοινωνίες μας σήμερα;
Mάλλον αυτό που λέει η λέξη: Tη γέννηση του Xριστού, άσχετα με το τι νομίζει ο καθένας για τον Xριστό. Aν ήταν, λ.χ., ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ή αν ήταν μόνο ιδρυτής μιας ακόμη θρησκείας. Ή απλώς ένας χαρισματικός ηθικολόγος, ξεχωριστός φιλόσοφος, ρομαντικός κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Aναγνωρίζουμε όλοι αυτονόητα τον ξεχωριστό ρόλο του Xριστού στην ανθρώπινη Iστορία και αφηνόμαστε στη συνήθεια να γιορτάζουμε τη γέννησή του.
Για το πρώτο ενδεχόμενο, να ήταν ο Θεός που έγινε άνθρωπος, τι λογικά ερείσματα (ερείσματα κοινωνούμενης εμπειρίας) μπορεί να έχει ένας σημερινός, στις δυτικού τύπου κοινωνίες, άνθρωπος; Πώς ο Xριστός, ένα ιστορικά εντοπισμένο ανθρώπινο άτομο με τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης, μπορεί να ήταν η ίδια η Aιτιώδης Aρχή των υπαρκτών, ο Θεός δημιουργός του σύμπαντος;
Στο πλαίσιο του βίου μας σε δυτικού τύπου κοινωνίες σήμερα, μοιάζει να μην υπάρχει η γλώσσα τόσο για την αναζήτηση όσο και για την απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Kάποτε οι άνθρωποι πάλευαν κατά προτεραιότητα να αποκρυπτογραφήσουν το αίνιγμα της ύπαρξης των υπαρκτών, όπως παλεύουν σήμερα να μάθουν τα μυστικά της ύλης για να εκμεταλλευτούν την ύλη. Kάθε πάλη γεννάει την αναγκαία για το εγχείρημα γλώσσα. Aλλη γλώσσα για την έρευνα του υπαρκτικού γεγονότος, άλλη για την αποτελεσματικότητα της χρησιμοθηρίας.
Σήμερα, οι εκπρόσωποι του θεσμοποιημένου σε «επικρατούσα θρησκεία» εκκλησιαστικού γεγονότος μάς μιλάνε για την ενανθρώπιση του Θεού με τη γλώσσα όχι της πάλης για να φωτιστεί το αίνιγμα της ύπαρξης, αλλά με την κυρίαρχη γλώσσα της χρησιμοθηρικής αποτελεσματικότητας. Μας μιλάνε για το «αγαπάτε αλλήλους» που είπε ο Χριστός και είναι φανερό ότι το καταλαβαίνουν σαν συνταγή ωφελιμιστικής ηθικολογίας -θα μπορούσε να το έχει πει και ο Μαχάτμα Γκάντι. Μας μιλάνε και για την «ειρήνη» που ευαγγελίστηκε ο Χριστός, θαυμάσιο και αυτή κομφόρ της φυτικής ευζωίας μας. Κυρίως, μας μιλάνε με πλήθος τυποποιημένα αυτονόητα, λέξεις και φράσεις που λειτουργούν μόνο ως θρησκευτικά κλισέ, δίχως το παραμικρό αντίκρισμα εμπειρικής αμεσότητας, όπως όλες οι αξιωματικές αρχές των ιδεολογημάτων και τα δογματικά a priori.
Καταιγισμός κηρυγμάτων, πλημμυρίδα έντυπου θρησκευτικού λόγου, ραδιοφωνικές συχνότητες που πουλάνε θρησκεία για ψυχολογική κατανάλωση. Και το καίριο, το ζωτικό ερώτημα αναπάντητο: Πώς ο άγνωστος, απρόσιτος, «πάντων επέκεινα» Θεός, ο ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, μπορεί να ταυτίζεται με βρέφος ανθρώπινο σε φάτνη αλόγων; Ποια πρόταση ερμηνείας του υπαρκτικού γεγονότος μπορεί να φωτίσει αυτόν τον παραλογισμό; Να καταφύγουμε στην ευκολία της «υπερφυσικής» αλογίας, δηλαδή σε μαγικές ερμηνείες άμπρα-κατάμπρα; Μα με την επίκληση του «υπερφυσικού» ο άνθρωπος έχει σκαρώσει πολλά θρησκευτικά μυθεύματα. Ποτέ ο λόγος της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν κατέφυγε στο πρόσχημα του «υπερφυσικού» και αυτόν τον εκκλησιαστικό λόγο απηχούσε ο Ντοστογιέφσκι όταν κατάγγελνε «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» σαν τις τρεις πανίσχυρες δυνάμεις του κακού που δουλώνουν τον άνθρωπο.
Πρόταση εμπειρικής ψηλάφησης «νοήματος» των Χριστουγέννων εκθέτει με διακριτική προσήνεια Ισαάκ ο Σύρος και η γραφή του επιβιώνει άκρως επικαιρική κάπου δεκατρείς αιώνες. Δέξου την ταπεινοφροσύνη, λέει ο μέγας Ισαάκ, είναι η μόνη εμπειρική πιστοποίηση που μπορεί να έχει ο άνθρωπος υπαρκτικής ελευθερίας από τη φύση του. Αν φτάσεις σε αυτήν την εμπειρική πιστοποίηση θα έχεις βεβαιωθεί ότι η ταπεινοφροσύνη «στολή Θεότητός εστιν. O γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας αυτήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώματι ημών».
Στην πάλη για ερμηνευτικό φωτισμό του υπαρκτικού αινίγματος, πρώτο είναι το πρόβλημα της ελευθερίας. Όχι της ελευθερίας ως δυνατότητας επιλογών, όπως σήμερα νηπιωδώς την κατανοούμε, αλλά της ελευθερίας από τους περιορισμούς που επιβάλλουν στην ύπαρξή μας οι δεδομένες αναγκαιότητες της φύσης μας: η υποταγή στον χρόνο, στον χώρο, στη φθορά, στον θάνατο. Kαι το πρώτο που ενδιαφέρει είναι αν η ελευθερία από τη φύση μπορεί να περιλαμβάνεται στα ενδεχόμενα του υπαρκτικού γεγονότος.
H ερμηνευτική πρόταση της εκκλησιαστικής εμπειρίας βλέπει στα Xριστούγεννα απτή (ιστορικά σαρκωμένη) την ελευθερία της ύπαρξης του Θεού από κάθε αναγκαιότητα προκαθορισμού που θα προϋπέθετε η θεία φύση ή ουσία του. Eίναι Θεός, αλλά είναι και υπαρκτικά ελεύθερος από τη θεότητά του, ελεύθερος να υπάρξει «κενωτικά» και ως άνθρωπος -στην ενανθρώπισή του ψηλαφείται ο θρίαμβος της υπαρκτικής ελευθερίας του προσώπου του έναντι της φύσης του. Aντίστοιχα, η εκ νεκρών ανάσταση του Xριστού είναι η απτή ελευθερία του από τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε.
Nοήματα όλα αυτά άκρας σχετικότητας παγιδευμένα μέσα στα όρια του κόσμου μας που είναι και όρια της γλώσσας μας. Γι’ αυτό και εύκολα διολισθαίνουν στο ιδεολόγημα. Tο γνωρίζει, ασφαλώς επώδυνα, Iσαάκ ο Σύρος και συνετά η δική του ερμηνευτική των Xριστουγέννων πρόταση αποφεύγει την παγίδα των νοημάτων. Kαλεί στην άμεση εμπειρική ψηλάφηση της ερμηνείας, στην έμπρακτη σπουδή του τρόπου της υπάρξεως που ελευθερώνει από τις προδιαγραφές της φύσης. Kαι αυτός ο τρόπος είναι η «κένωση», η ταπεινοφροσύνη. «Πας ο αμφιεσάμενος αυτήν, την στολήν εν η ωράθη ο κτίστης αμφιέννυται» -σπουδάζει στο κορμί του την ελευθερία από την κτιστότητα.
H «αποκάλυψη» που κομίζει η εκκλησιαστική εμπειρία είναι όλη κι όλη τρεις λέξεις: «Πατήρ», «Yιός», «Πνεύμα». Δηλώνουν την Aιτιώδη Aρχή του υπαρκτού ως ελευθερία από την οντική ατομικότητα τη φυσικά ή ουσιαστικά προκαθορισμένη. Kαι ελευθερία από τον ατομοκεντρισμό δεν σημαίνει άρνηση της αυτοσυνείδητης ετερότητας, αλλά πραγμάτωσή της μέσα από την υπαρκτική δυναμική της σχέσης, της αυθυπέρβασης, της αγάπης. H αγάπη δεν είναι ηθική ποιότητα, αλλά ο τρόπος υπάρξεως της Θεότητας, ο τρόπος της ελευθερίας.
Tο όνομα «Πατήρ» δεν παραπέμπει σε ατομικό εγώ, αλλά στη σχέση με τον «Yιό» και το «Πνεύμα», το ίδιο και καθένα από τα άλλα δύο ονόματα. Kαι αυτόν τον τρόπο της ύπαρξης ως ελευθερίας τον αποκάλυψε το βρέφος της Bηθλεέμ φορώντας σάρκα ταπεινή, δηλαδή ψηλαφητή την «στολήν της Θεότητος».
Πέρα από την απελπιστική πλημμυρίδα θρησκευτικής κηρυγματικής α-νοησίας υπάρχει, δώρο ζωής ανεκτίμητο, Iσαάκ ο Σύρος
Διερωτήσεις για τα κοινώς αυτονόητα, ερωταποκρίσεις αναζήτησης αφετηριακών ορισμών.
Tι ακριβώς εξακολουθούμε να γιορτάζουμε με τη «γιορτή» των Xριστουγέννων στις δυτικού τύπου κοινωνίες μας σήμερα;
Mάλλον αυτό που λέει η λέξη: Tη γέννηση του Xριστού, άσχετα με το τι νομίζει ο καθένας για τον Xριστό. Aν ήταν, λ.χ., ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ή αν ήταν μόνο ιδρυτής μιας ακόμη θρησκείας. Ή απλώς ένας χαρισματικός ηθικολόγος, ξεχωριστός φιλόσοφος, ρομαντικός κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Aναγνωρίζουμε όλοι αυτονόητα τον ξεχωριστό ρόλο του Xριστού στην ανθρώπινη Iστορία και αφηνόμαστε στη συνήθεια να γιορτάζουμε τη γέννησή του.
Για το πρώτο ενδεχόμενο, να ήταν ο Θεός που έγινε άνθρωπος, τι λογικά ερείσματα (ερείσματα κοινωνούμενης εμπειρίας) μπορεί να έχει ένας σημερινός, στις δυτικού τύπου κοινωνίες, άνθρωπος; Πώς ο Xριστός, ένα ιστορικά εντοπισμένο ανθρώπινο άτομο με τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης, μπορεί να ήταν η ίδια η Aιτιώδης Aρχή των υπαρκτών, ο Θεός δημιουργός του σύμπαντος;
Στο πλαίσιο του βίου μας σε δυτικού τύπου κοινωνίες σήμερα, μοιάζει να μην υπάρχει η γλώσσα τόσο για την αναζήτηση όσο και για την απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Kάποτε οι άνθρωποι πάλευαν κατά προτεραιότητα να αποκρυπτογραφήσουν το αίνιγμα της ύπαρξης των υπαρκτών, όπως παλεύουν σήμερα να μάθουν τα μυστικά της ύλης για να εκμεταλλευτούν την ύλη. Kάθε πάλη γεννάει την αναγκαία για το εγχείρημα γλώσσα. Aλλη γλώσσα για την έρευνα του υπαρκτικού γεγονότος, άλλη για την αποτελεσματικότητα της χρησιμοθηρίας.
Σήμερα, οι εκπρόσωποι του θεσμοποιημένου σε «επικρατούσα θρησκεία» εκκλησιαστικού γεγονότος μάς μιλάνε για την ενανθρώπιση του Θεού με τη γλώσσα όχι της πάλης για να φωτιστεί το αίνιγμα της ύπαρξης, αλλά με την κυρίαρχη γλώσσα της χρησιμοθηρικής αποτελεσματικότητας. Μας μιλάνε για το «αγαπάτε αλλήλους» που είπε ο Χριστός και είναι φανερό ότι το καταλαβαίνουν σαν συνταγή ωφελιμιστικής ηθικολογίας -θα μπορούσε να το έχει πει και ο Μαχάτμα Γκάντι. Μας μιλάνε και για την «ειρήνη» που ευαγγελίστηκε ο Χριστός, θαυμάσιο και αυτή κομφόρ της φυτικής ευζωίας μας. Κυρίως, μας μιλάνε με πλήθος τυποποιημένα αυτονόητα, λέξεις και φράσεις που λειτουργούν μόνο ως θρησκευτικά κλισέ, δίχως το παραμικρό αντίκρισμα εμπειρικής αμεσότητας, όπως όλες οι αξιωματικές αρχές των ιδεολογημάτων και τα δογματικά a priori.
Καταιγισμός κηρυγμάτων, πλημμυρίδα έντυπου θρησκευτικού λόγου, ραδιοφωνικές συχνότητες που πουλάνε θρησκεία για ψυχολογική κατανάλωση. Και το καίριο, το ζωτικό ερώτημα αναπάντητο: Πώς ο άγνωστος, απρόσιτος, «πάντων επέκεινα» Θεός, ο ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, μπορεί να ταυτίζεται με βρέφος ανθρώπινο σε φάτνη αλόγων; Ποια πρόταση ερμηνείας του υπαρκτικού γεγονότος μπορεί να φωτίσει αυτόν τον παραλογισμό; Να καταφύγουμε στην ευκολία της «υπερφυσικής» αλογίας, δηλαδή σε μαγικές ερμηνείες άμπρα-κατάμπρα; Μα με την επίκληση του «υπερφυσικού» ο άνθρωπος έχει σκαρώσει πολλά θρησκευτικά μυθεύματα. Ποτέ ο λόγος της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν κατέφυγε στο πρόσχημα του «υπερφυσικού» και αυτόν τον εκκλησιαστικό λόγο απηχούσε ο Ντοστογιέφσκι όταν κατάγγελνε «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» σαν τις τρεις πανίσχυρες δυνάμεις του κακού που δουλώνουν τον άνθρωπο.
Πρόταση εμπειρικής ψηλάφησης «νοήματος» των Χριστουγέννων εκθέτει με διακριτική προσήνεια Ισαάκ ο Σύρος και η γραφή του επιβιώνει άκρως επικαιρική κάπου δεκατρείς αιώνες. Δέξου την ταπεινοφροσύνη, λέει ο μέγας Ισαάκ, είναι η μόνη εμπειρική πιστοποίηση που μπορεί να έχει ο άνθρωπος υπαρκτικής ελευθερίας από τη φύση του. Αν φτάσεις σε αυτήν την εμπειρική πιστοποίηση θα έχεις βεβαιωθεί ότι η ταπεινοφροσύνη «στολή Θεότητός εστιν. O γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας αυτήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώματι ημών».
Στην πάλη για ερμηνευτικό φωτισμό του υπαρκτικού αινίγματος, πρώτο είναι το πρόβλημα της ελευθερίας. Όχι της ελευθερίας ως δυνατότητας επιλογών, όπως σήμερα νηπιωδώς την κατανοούμε, αλλά της ελευθερίας από τους περιορισμούς που επιβάλλουν στην ύπαρξή μας οι δεδομένες αναγκαιότητες της φύσης μας: η υποταγή στον χρόνο, στον χώρο, στη φθορά, στον θάνατο. Kαι το πρώτο που ενδιαφέρει είναι αν η ελευθερία από τη φύση μπορεί να περιλαμβάνεται στα ενδεχόμενα του υπαρκτικού γεγονότος.
H ερμηνευτική πρόταση της εκκλησιαστικής εμπειρίας βλέπει στα Xριστούγεννα απτή (ιστορικά σαρκωμένη) την ελευθερία της ύπαρξης του Θεού από κάθε αναγκαιότητα προκαθορισμού που θα προϋπέθετε η θεία φύση ή ουσία του. Eίναι Θεός, αλλά είναι και υπαρκτικά ελεύθερος από τη θεότητά του, ελεύθερος να υπάρξει «κενωτικά» και ως άνθρωπος -στην ενανθρώπισή του ψηλαφείται ο θρίαμβος της υπαρκτικής ελευθερίας του προσώπου του έναντι της φύσης του. Aντίστοιχα, η εκ νεκρών ανάσταση του Xριστού είναι η απτή ελευθερία του από τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε.
Nοήματα όλα αυτά άκρας σχετικότητας παγιδευμένα μέσα στα όρια του κόσμου μας που είναι και όρια της γλώσσας μας. Γι’ αυτό και εύκολα διολισθαίνουν στο ιδεολόγημα. Tο γνωρίζει, ασφαλώς επώδυνα, Iσαάκ ο Σύρος και συνετά η δική του ερμηνευτική των Xριστουγέννων πρόταση αποφεύγει την παγίδα των νοημάτων. Kαλεί στην άμεση εμπειρική ψηλάφηση της ερμηνείας, στην έμπρακτη σπουδή του τρόπου της υπάρξεως που ελευθερώνει από τις προδιαγραφές της φύσης. Kαι αυτός ο τρόπος είναι η «κένωση», η ταπεινοφροσύνη. «Πας ο αμφιεσάμενος αυτήν, την στολήν εν η ωράθη ο κτίστης αμφιέννυται» -σπουδάζει στο κορμί του την ελευθερία από την κτιστότητα.
H «αποκάλυψη» που κομίζει η εκκλησιαστική εμπειρία είναι όλη κι όλη τρεις λέξεις: «Πατήρ», «Yιός», «Πνεύμα». Δηλώνουν την Aιτιώδη Aρχή του υπαρκτού ως ελευθερία από την οντική ατομικότητα τη φυσικά ή ουσιαστικά προκαθορισμένη. Kαι ελευθερία από τον ατομοκεντρισμό δεν σημαίνει άρνηση της αυτοσυνείδητης ετερότητας, αλλά πραγμάτωσή της μέσα από την υπαρκτική δυναμική της σχέσης, της αυθυπέρβασης, της αγάπης. H αγάπη δεν είναι ηθική ποιότητα, αλλά ο τρόπος υπάρξεως της Θεότητας, ο τρόπος της ελευθερίας.
Tο όνομα «Πατήρ» δεν παραπέμπει σε ατομικό εγώ, αλλά στη σχέση με τον «Yιό» και το «Πνεύμα», το ίδιο και καθένα από τα άλλα δύο ονόματα. Kαι αυτόν τον τρόπο της ύπαρξης ως ελευθερίας τον αποκάλυψε το βρέφος της Bηθλεέμ φορώντας σάρκα ταπεινή, δηλαδή ψηλαφητή την «στολήν της Θεότητος».
Πέρα από την απελπιστική πλημμυρίδα θρησκευτικής κηρυγματικής α-νοησίας υπάρχει, δώρο ζωής ανεκτίμητο, Iσαάκ ο Σύρος
Κυκλοφορεί...
Τριμηνιαίο Περιοδικό Ορθόδοξης Θεολογίας και Ζωής.
Μόλις κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος στα καλά βιβλιοπωλεία και σε ενημερωμένα περίπτερα.
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009
Δωδεκαήμερο «εις Κοπάνους»
Στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου («εις Κοπάνους»), οι ακολουθίες του Αγίου Δωδεκαημέρου θα τελεσθούν ως εξής, σύμφωνα με το πρόγραμμα της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων:
ΠΕΜΠΤΗ 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Παραμονή Χριστουγέννων):
Όρθρος - Μεγάλες Ώρες - Μέγας Εσπερινός - Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου, ώρα: 07.00 π.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Χριστούγεννα):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 05.00 π.μ.
ΣΑΒΒΑΤΟ 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Στεφάνου πρωτομάρτυρος):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΠΕΜΠΤΗ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Απόδοση Χριστουγέννων):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 01 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
(Η κατά σάρκα περιτομή του Κυρίου - Βασιλείου Καισαρείας):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΤΡΙΤΗ 05 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ (Παραμονή Θεοφανείων):
Όρθρος - Μεγάλες Ώρες - Μέγας Εσπερινός - Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου - Αγιασμός υδάτων, ώρα: 07.00 π.μ.
ΤΕΤΑΡΤΗ 06 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ (Θεοφάνεια):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.00 π.μ.
Ακολουθία Μεγάλου Αγιασμού, ώρα: 10.00 π.μ.
ΠΕΜΠΤΗ 07 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ (Σύναξη Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΠΕΜΠΤΗ 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Παραμονή Χριστουγέννων):
Όρθρος - Μεγάλες Ώρες - Μέγας Εσπερινός - Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου, ώρα: 07.00 π.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Χριστούγεννα):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 05.00 π.μ.
ΣΑΒΒΑΤΟ 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Στεφάνου πρωτομάρτυρος):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΠΕΜΠΤΗ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (Απόδοση Χριστουγέννων):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 01 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
(Η κατά σάρκα περιτομή του Κυρίου - Βασιλείου Καισαρείας):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου, ώρα: 07.30 π.μ.
ΤΡΙΤΗ 05 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ (Παραμονή Θεοφανείων):
Όρθρος - Μεγάλες Ώρες - Μέγας Εσπερινός - Θεία Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου - Αγιασμός υδάτων, ώρα: 07.00 π.μ.
ΤΕΤΑΡΤΗ 06 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ (Θεοφάνεια):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.00 π.μ.
Ακολουθία Μεγάλου Αγιασμού, ώρα: 10.00 π.μ.
ΠΕΜΠΤΗ 07 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ (Σύναξη Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου):
Όρθρος και Θεία Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ώρα: 07.30 π.μ.
Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009
Χριστουγεννιάτικη Γιορτή
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009
Αρχιμ. Φιλόθεος Δέδες: «Ο Θεός σαρκούται και ο άνθρωπος κατά χάριν θεούται…»
ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Το Μυστήριο της συλλήψεως πιστοποιεί νέα, δυνάμει, ύπαρξη και το τεκείν νέα ζωή. Η διαφαινόμενη χαρά από τη λειτουργία αυτή περιορίζεται από τη διαγεγραμμένη χρονική περατότητά της. Δεν υπάρχει νέο ή καινούργιο, απλά, κατά φυσικό τρόπο, το θεωρούμενο ως νέο ή καινούργιο ευρίσκεται πολύ μακριά από τον θάνατό του.
Η χαρά κομίζεται από το χρονικό μήκος του νέου με την ασταθή σχέση του αφ’ εαυτού θνησιγενούς. Τα πάντα σκιάζει το θανατικό τέλος.
Το νέο, άρα και η νέα ζωή, στις διαστάσεις της ανθρώπινης περατότητος, δηλούται κατ’ ουσίαν από την εικονιζόμενη απόσταση, της μόνης βεβαιότητος, του θανάτου. Η λύτρωσις, από τη φαινόμενη χαρά, κατεστάθη αληθής στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν», ο Θεός εσκήνωσε στην εφθαρμένη φύση του κόσμου και η ενέργειά Του αυτή προσέδωσε πνευματική στερρότητα στη σάρκα του θνησιγενούς και ανενεργού κόσμου, στον έκπτωτο και κατάδικο κόσμο της φθοράς και του θανάτου.
Ακόμη και εάν ο άνθρωπος δεν είχε στερηθεί, δια της αμαρτίας, της τρυφής του Παραδείσου, ο Θεός και πάλι θα πορευόταν ενσάρκως στη ζωή του κόσμου του. Η αποπνευματοποίηση της εξωπαραδείσιας ζωής προκάλεσε την εν Σαρκί θεία συγκατάβαση.
Η αγάπη του Θεού καταφάσκει τη ζωή του κόσμου και πέραν της προπτωτικής καταστάσεως της δημιουργίας. Η παραδείσια ζωή ενείχε την αμφιδρομία της ερωτικής αγαθότητος. Ο άνθρωπος και, δι’ αυτού ο κόσμος, εκαλείτο να γνωρίσει την αγνωσία του ειδέναι το καλόν και το κακόν, αλλά και ο Θεός με αποφατική αγάπη εκινείτο στην επιτέλεση του μυστηρίου της κοιωνικότητός Του με τη δημιουργία.
Θα εσαρκούτο λοιπόν για να οδηγήσει την διαφορικότητα του πλάσματός Του στη μέθεξη της ζωής Του, στη σύγκραση της δημιουργίας στην «εαυτού αγαθοποιό πληρότητα» με άλλον έντεχνο θείο λυρισμό αγαπητικής κενώσεως.
Ο Θεός αναζητά τον Αδάμ και ερωτά «που ει;», όταν δε τον ευρίσκει αμαυρωμένο στον κολασμό του εγώ του, απαντά στην ερώτηση του αποκαμωμένου από την αμαρτία κόσμου «που ει Κύριε;» με την άκρα ταπείνωση της Γεννήσεώς του. «Ετέχθη ημίν σήμερον παιδίον», «ο Εμμανουήλ», «ο της Μεγάλης Βουλής Άγγελος», «ο σαρκί περιτμηθείς», στην εναγώνια ανθρώπινη αναζήτηση.
Ιδού, λοιπόν, ο Θεός σαρκούται και ο άνθρωπος κατά χάριν θεούται… Το μυστήριο της προσλήψεως του φθαρτού υπό του Αφθάρτου καθίσταται και πάλιν ο καρπός της γνώσεως της ζωής και της καταργήσεως της φθοράς. Ο Θεός σαρκούμενος καθίσταται ο καρπός του δένδρου της αφθάρτου Βασιλείας. «Ο τρώγων μου την σάρκα» και «ο πίνων μου το αίμα» ζήσεται.
Ο άνθρωπος είναι και θα παραμείνει το έλλογο ζώον, αυτό που τρώγει και «γιγνώσκει» θάνατο ή ζωή. Ο αγώνας και πάλι επανευρίσκεται στην άσκηση της κοινωνίας δια της «τροφής» με τον τρέφονται και διακυβερνώντα τα σύμπαντα. Το σύμπαν - δημιουργία κατέπεσε εξ’ αιτίας του ανθρώπου, θα σωθεί δε εφ’ όσον ο άνθρωπος το επαναγάγει εις την προτέραν κατάστασιν ως το ενδιαίτημα της ζωής του. Θα σωθεί με την κληρονομιά του «οίκου του», δηλαδή της καθόλου δημιουργίας.
Ζούμε την τραγικότητα της μεταλλάξεως της ζωής του κόσμου σε αλογία ζωώδους ευδαιμονισμού, την θανατοφορία της ζωής και της δημιουργίας. Ο Θεός δεν προσέλαβε μόνον την ανθρώπινη σάρκα, αλλά δι’ αυτής, την «σάρκα» του παντός κόσμου. Ουδείς ημπορεί να εορτάσει τη Θεία Θεοφανεία άνευ της προσλήψεως του «όλου της σαρκός του», ήτοι του σύμπαντος κόσμου.
Η Εκκλησία δεν σώζει τον ατομικό μεταφυσικό ψυχισμό μας, αλλά λυτρώνει από τον θάνατο τον υποστασιοποιημένο κοσμοπολίτη, τον κοσμάνθρωπο αυτόν που φέρει στη λύτρωση το Μυστήριο της ολικής του ανθρωπινότητος με αδολεσχή φιλαδελφεία. Ο Θεός με αναλλοίωτο, άτρεπτο και ασύγχυτο τρόπο λαμβάνει σάρκα για να την μεταμορφώσει σε ανώτερη του πρώτου Παραδείσου Βασιλεία. Το Άγιο Πνεύμα μας καθοδηγεί έναστρα σε αυτή την αλήθεια την «πάντα νουν υπερέχουσαν». Εναπόκειται σ’ εμάς, με ταπείνωση καρδίας στον «δι ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών» Κύριον Ιησούν Χριστόν, να συνομολογήσουμε, με βιωματικό τρόπο, τον δοξαστικό και δοξολογικό αγγελικό ύμνο μιας καινής ημέρας που ανατέλλει σ’ έναν Ουρανό Βασιλείου αιωνιότητος. Μόνον τότε η αλληλευχία «Χρόνια Πολλά» ημπορεί να αποκτήσει νόημα, εφ’ όσον το περιεχόμενό της καθιστά την εν Χριστώ σχέση σωτηρίας απαύγασμα.
Χριστός γεννάται, δοξάσατε! Χρόνια πολλά.
Ο πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Φιλόθεος Δέδες είναι Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων και Ηγούμενος των Ιερών Μονών Ελεούσης και Σωτήρος Νήσου.
Το παραπάνω κείμενο, με τίτλο «Μυστήριον Σωτηρίας», αποτελεί το προλογικό σημείωμα του π. Φιλοθέου στο διήγημα του Κώστα Κρυστάλλη «Το φυλαχτό μου», που κυκλοφόρησε το 2000 από τις εκδόσεις «Μνημοσύνη» της Ιεράς Μονής Ελεούσης Νήσου Ιωαννίνων.
Στη φωτογραφία:
«Η Γέννηση» (1786)
Από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου, στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου.
Έργο Καπεσοβιτών αγιογράφων
Το Μυστήριο της συλλήψεως πιστοποιεί νέα, δυνάμει, ύπαρξη και το τεκείν νέα ζωή. Η διαφαινόμενη χαρά από τη λειτουργία αυτή περιορίζεται από τη διαγεγραμμένη χρονική περατότητά της. Δεν υπάρχει νέο ή καινούργιο, απλά, κατά φυσικό τρόπο, το θεωρούμενο ως νέο ή καινούργιο ευρίσκεται πολύ μακριά από τον θάνατό του.
Η χαρά κομίζεται από το χρονικό μήκος του νέου με την ασταθή σχέση του αφ’ εαυτού θνησιγενούς. Τα πάντα σκιάζει το θανατικό τέλος.
Το νέο, άρα και η νέα ζωή, στις διαστάσεις της ανθρώπινης περατότητος, δηλούται κατ’ ουσίαν από την εικονιζόμενη απόσταση, της μόνης βεβαιότητος, του θανάτου. Η λύτρωσις, από τη φαινόμενη χαρά, κατεστάθη αληθής στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν», ο Θεός εσκήνωσε στην εφθαρμένη φύση του κόσμου και η ενέργειά Του αυτή προσέδωσε πνευματική στερρότητα στη σάρκα του θνησιγενούς και ανενεργού κόσμου, στον έκπτωτο και κατάδικο κόσμο της φθοράς και του θανάτου.
Ακόμη και εάν ο άνθρωπος δεν είχε στερηθεί, δια της αμαρτίας, της τρυφής του Παραδείσου, ο Θεός και πάλι θα πορευόταν ενσάρκως στη ζωή του κόσμου του. Η αποπνευματοποίηση της εξωπαραδείσιας ζωής προκάλεσε την εν Σαρκί θεία συγκατάβαση.
Η αγάπη του Θεού καταφάσκει τη ζωή του κόσμου και πέραν της προπτωτικής καταστάσεως της δημιουργίας. Η παραδείσια ζωή ενείχε την αμφιδρομία της ερωτικής αγαθότητος. Ο άνθρωπος και, δι’ αυτού ο κόσμος, εκαλείτο να γνωρίσει την αγνωσία του ειδέναι το καλόν και το κακόν, αλλά και ο Θεός με αποφατική αγάπη εκινείτο στην επιτέλεση του μυστηρίου της κοιωνικότητός Του με τη δημιουργία.
Θα εσαρκούτο λοιπόν για να οδηγήσει την διαφορικότητα του πλάσματός Του στη μέθεξη της ζωής Του, στη σύγκραση της δημιουργίας στην «εαυτού αγαθοποιό πληρότητα» με άλλον έντεχνο θείο λυρισμό αγαπητικής κενώσεως.
Ο Θεός αναζητά τον Αδάμ και ερωτά «που ει;», όταν δε τον ευρίσκει αμαυρωμένο στον κολασμό του εγώ του, απαντά στην ερώτηση του αποκαμωμένου από την αμαρτία κόσμου «που ει Κύριε;» με την άκρα ταπείνωση της Γεννήσεώς του. «Ετέχθη ημίν σήμερον παιδίον», «ο Εμμανουήλ», «ο της Μεγάλης Βουλής Άγγελος», «ο σαρκί περιτμηθείς», στην εναγώνια ανθρώπινη αναζήτηση.
Ιδού, λοιπόν, ο Θεός σαρκούται και ο άνθρωπος κατά χάριν θεούται… Το μυστήριο της προσλήψεως του φθαρτού υπό του Αφθάρτου καθίσταται και πάλιν ο καρπός της γνώσεως της ζωής και της καταργήσεως της φθοράς. Ο Θεός σαρκούμενος καθίσταται ο καρπός του δένδρου της αφθάρτου Βασιλείας. «Ο τρώγων μου την σάρκα» και «ο πίνων μου το αίμα» ζήσεται.
Ο άνθρωπος είναι και θα παραμείνει το έλλογο ζώον, αυτό που τρώγει και «γιγνώσκει» θάνατο ή ζωή. Ο αγώνας και πάλι επανευρίσκεται στην άσκηση της κοινωνίας δια της «τροφής» με τον τρέφονται και διακυβερνώντα τα σύμπαντα. Το σύμπαν - δημιουργία κατέπεσε εξ’ αιτίας του ανθρώπου, θα σωθεί δε εφ’ όσον ο άνθρωπος το επαναγάγει εις την προτέραν κατάστασιν ως το ενδιαίτημα της ζωής του. Θα σωθεί με την κληρονομιά του «οίκου του», δηλαδή της καθόλου δημιουργίας.
Ζούμε την τραγικότητα της μεταλλάξεως της ζωής του κόσμου σε αλογία ζωώδους ευδαιμονισμού, την θανατοφορία της ζωής και της δημιουργίας. Ο Θεός δεν προσέλαβε μόνον την ανθρώπινη σάρκα, αλλά δι’ αυτής, την «σάρκα» του παντός κόσμου. Ουδείς ημπορεί να εορτάσει τη Θεία Θεοφανεία άνευ της προσλήψεως του «όλου της σαρκός του», ήτοι του σύμπαντος κόσμου.
Η Εκκλησία δεν σώζει τον ατομικό μεταφυσικό ψυχισμό μας, αλλά λυτρώνει από τον θάνατο τον υποστασιοποιημένο κοσμοπολίτη, τον κοσμάνθρωπο αυτόν που φέρει στη λύτρωση το Μυστήριο της ολικής του ανθρωπινότητος με αδολεσχή φιλαδελφεία. Ο Θεός με αναλλοίωτο, άτρεπτο και ασύγχυτο τρόπο λαμβάνει σάρκα για να την μεταμορφώσει σε ανώτερη του πρώτου Παραδείσου Βασιλεία. Το Άγιο Πνεύμα μας καθοδηγεί έναστρα σε αυτή την αλήθεια την «πάντα νουν υπερέχουσαν». Εναπόκειται σ’ εμάς, με ταπείνωση καρδίας στον «δι ημάς και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών» Κύριον Ιησούν Χριστόν, να συνομολογήσουμε, με βιωματικό τρόπο, τον δοξαστικό και δοξολογικό αγγελικό ύμνο μιας καινής ημέρας που ανατέλλει σ’ έναν Ουρανό Βασιλείου αιωνιότητος. Μόνον τότε η αλληλευχία «Χρόνια Πολλά» ημπορεί να αποκτήσει νόημα, εφ’ όσον το περιεχόμενό της καθιστά την εν Χριστώ σχέση σωτηρίας απαύγασμα.
Χριστός γεννάται, δοξάσατε! Χρόνια πολλά.
Ο πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Φιλόθεος Δέδες είναι Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων και Ηγούμενος των Ιερών Μονών Ελεούσης και Σωτήρος Νήσου.
Το παραπάνω κείμενο, με τίτλο «Μυστήριον Σωτηρίας», αποτελεί το προλογικό σημείωμα του π. Φιλοθέου στο διήγημα του Κώστα Κρυστάλλη «Το φυλαχτό μου», που κυκλοφόρησε το 2000 από τις εκδόσεις «Μνημοσύνη» της Ιεράς Μονής Ελεούσης Νήσου Ιωαννίνων.
Στη φωτογραφία:
«Η Γέννηση» (1786)
Από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου, στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου.
Έργο Καπεσοβιτών αγιογράφων
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009
Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009
«Καιρός του ποιήσαι»
Τριανταοχτώ χρόνια μετά την έκδοσή της, έφτασε στα χέρια μου ως δώρο «ακριβό» η ποιητική συλλογή του φιλολόγου κ. Κώστα Π. Βλάχου «Καιρός του ποιήσαι»:
Περνώ τις μέρες της πρώτης συγκομιδής.
Τα μέτρησα όλα
τα άθροισα όλα
Αγάπη
Έτσι σώθηκαν
κύματα κι άγνωστα ακρογιάλια
Έτσι σώθηκαν
δρόμοι με άσημα ονόματα
Έτσι σώθηκαν
μάτια και πήλινα ειδώλια
Και μια φωνή: Επικράνθη!
Ευχαριστίες… Από καρδιάς…
Περνώ τις μέρες της πρώτης συγκομιδής.
Τα μέτρησα όλα
τα άθροισα όλα
Αγάπη
Έτσι σώθηκαν
κύματα κι άγνωστα ακρογιάλια
Έτσι σώθηκαν
δρόμοι με άσημα ονόματα
Έτσι σώθηκαν
μάτια και πήλινα ειδώλια
Και μια φωνή: Επικράνθη!
Ευχαριστίες… Από καρδιάς…
Μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος: «Η Εκκλησία είναι ευχαριστιακό γεγονός»
Η βαρυσήμαντη εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. κ. Θεοκλήτου, με θέμα «Κοινωνική Διακονία και Περιουσία: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον», στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος - Ι. Μ. Πεντέλης, 11.06.09…
(Πηγή: Περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» - ΤΕΥΧΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2009, σ. σ. 461 – 465).
Επιθυμώ να είμαι ειλικρινής απέναντι σας. Γι’ αυτό και θα σας μιλήσω ειλικρινά. Δεν ήθελα να λάβω μέρος στην ημερίδα αυτή. Αφ' ενός γιατί δεν πιστεύω σ’ αυτές κι αυτό γιατί έχοντας υπ’ όψιν μου την κοσμικότητα, η οποία διαχέεται σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας, τρομάζω στο γεγονός ότι, προσερχόμενοι, δεν έχομε αρνηθεί την φίλαυτον αυθεντίαν μας, βασική αιτία κάθε αιρετικής διαμορφώσεως θέσεων, και συνακόλουθα δεν έχουμε παραδώσει το είναι μας εις την πνοήν της αύρας του επιπνέοντος Παρακλήτου, μοναδικού εγγυητού της αληθείας και μοναδικής δυνάμεως για να μορφοποιηθεί η διάθεσις περιχωρήσεως, της μόνης διασφαλιζούσης το Εκκλησιαστικό πνεύμα. Και αφ’ ετέρου είμαι αρκετά κουρασμένος, χρόνια τώρα, από την εγγενή αδυναμία των εκκλησιαστικών ανδρών να εγκύψουν στα ουσιώδη προβλήματα της Εκκλησίας μας, δηλαδή στην αναζήτηση ουσιωδών απαντήσεων της Εκκλησίας στα υπαρξιακά ερωτήματα του μετανεωτερικού ανθρώπου. Επειδή είπα πως θα είμαι ειλικρινής, σας λέω λοιπόν ότι φέρω εντός μου μια βαθειά απογοήτευση. Μακάρι να είναι αυτή εδρασμένη στο βάρος των χρόνων μου ή στα ατελή του χαρακτήρα μου. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί, ο Θεός παρέχει τις λύσεις. Έτσι η απογοήτευση μου ενέχει την ελπίδα της βέβαιης παρουσίας του Θεού στη ζωή της Εκκλησίας. Η απογοήτευση μου δηλαδή δεν είναι παραίτησις, αλλά προσμονή και αναμονή ότι ο Θεός και μόνον Αυτός πρόκειται να δώσει τις απαντήσεις τον κατάλληλο καιρό και με τον πρέποντα τρόπο.
Βρίσκομαι ανάμεσα σας γιατί ο καθηγητής κ. Μπέγζος ανησυχεί ενδιαφερόμενος, και συμμερίζομαι τις ενδιαφέρουσες ανησυχίες του. Θα σας εξομολογηθώ όμως και δύο άλλους λόγους: πρώτον, η ηλικία μου δεν μου παρέχει τα απαραίτητα να κάνω μία μεθοδολογική εισήγηση και κατά δεύτερο λόγο η όραση μου με αποτρέπει και στη γραφή και στην ανάγνωση.
Δεν θα κάνω λοιπόν εισήγηση, θα θέσω όμως υπ' όψιν σας κάποιες σκέψεις, μερικούς προβληματισμούς. Θέλω να σας πω τι και γιατί αρνούμαι. Γιατί φοβούμαι πως οδηγούμαστε πιθανώς σε αδιέξοδες εκδαπανήσεις χρόνου και χρήματος. Τι είναι αυτό που μας λείπει, γιατί αρχίζουμε μια πορεία που δεν μας οδηγεί σε καμιά συνάντηση. Γιατί τέλος πάντων γίναμε ό,τι δεν είμαστε και φθάσαμε εκεί που δεν πρέπει να ήμασταν...
Κατ' αρχάς, αποδεχθήκαμε και εισαγάγαμε μια πιετιστική αντίληψη περί Εκκλησίας. Στρεβλώσαμε τη «νοητική όραση» της κοινωνίας για την Εκκλησία. Τί εννοώ; Δεχθήκαμε ότι η Εκκλησία είναι άσαρκη, άυλη, δηλαδή μόνον πνευματική. Άρα δεν έχει σχέση με την ύλη, την οποία εν πολλοίς αφορίσαμε. Έτσι το πλαστό θεώρημα ότι «ή Εκκλησία ασχολείται μόνον με τα πνευματικά» ρίζωσε εκδικητικά και δέσμευσε σε αυτήν την σαφώς αντιεκκλησιολογική θέση στο εκκλησιαστικό σώμα.
Το ψωμί και το κρασί όμως αγιαζόμενα καθιστούν ορατό και απτόμενο τον τροφέα της κτίσεως, τον Ιησού Χριστό. Ο αναστάς Κύριος γίνεται αντιληπτός από τους μαθητές στην «κλάση του άρτου». Πώς έγινε και γίνεται αυτό; Η Εκκλησία είναι ευχαριστιακό γεγονός, δεν φανερούται δια μεταφυσικών διακτινισμών μιας θολωμένης πιετιστικής πνευματικότητας. Πρέπει λοιπόν να ασχολείται και με τα υλικά, πρέπει δηλαδή να έχει και περιουσία; Στο ερώτημα αυτό όλες οι απαντήσεις αποκαλύπτουν μίαν αντίφαση. Όσοι λένε ναι αμύνονται στην κατηγορική αντίληψη του όχι και όσοι λένε όχι επιτίθενται στη φαινομενική απουσία της Εκκλησίας μπροστά στις διάφορες κοινωνικές ανάγκες. Όλοι έχουν δικαίωμα να έχουν «λόγο» για την Εκκλησία.
Η Εκκλησία όμως έχει τον κύριο και καθοριστικό λόγο και την ευθύνη για τα του οίκου Της. Αυτή και μόνον Αυτή μπορεί να μιλά, εφ’ όσον είναι Εκκλησία, για τα ίδια Της, δηλαδή για τη διδασκαλία και την πίστη, για τη ζωή και το περισσόν της ζωής Της. Αν αυτό το πιστέψουμε, αμέσως επιτυγχάνεται μία ξεκάθαρη και καλή αρχή για να αποβάλουμε την μοιρολατρική απολογητικότητα έναντι μιας πλαστής κατηγορικής επιθετικότητας.
Από τα πρώτα χρόνια η Εκκλησία ενδιαφέρεται για τον «όλον» άνθρωπο, όπως ο Κύριος Της. Έχει λοιπόν περιουσία. Περιουσία Της είναι το «φιλάδελφον». Αυτός ο τρόπος ζωής Της κομίζει ευθύνη ενδιαφέροντος, η οποία πηγάζει από την χρήση του πλούτου. Ας μη ντραπούμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η Εκκλησία δεν στρέφεται εναντίον των πλουσίων, αλλά εναντίον της αφιλάνθρωπης και ιδιοτελούς διαχειρίσεως του πλούτου.
Το «φιλάδελφον» είναι το κλειδί της ερμηνείας. Να έχεις δύο χιτώνες δεν είναι αμαρτία, να τους κρατάς όμως για τον εαυτό σου είναι! Ο πλούσιος της παραβολής δεν κολάζεται γιατί είναι πλούσιος, αλλά γιατί είναι «άφρων»• γιατί δεν βλέπει τον εαυτό του στους άλλους, αλλά στις αποθήκες του. Αυτά τα λίγα για να τελειώνουμε με όλες τις ασαφείς σοφιστείες περί του αντιθέτου. Η Εκκλησία έχει πλούτο, τον Κύριο Της, που τρέφει δια της ευχαριστίας όσους δι' Αυτού και εν Αυτώ, εν τω ονόματι του δηλαδή, ξεκλειδώνουν τον εαυτό τους στην πάσχουσα ετερότητα, στον πάσχοντα αδελφό. Αυτός είναι ο αδαπάνητος και ανεκτίμητος πλούτος της Εκκλησίας, ο Κύριος Της και ο Θεός Της και όσοι Την πλουτίζουν με όσα Αυτός «εντέλλεται» σε όλους εμάς πού εκούσια είμαστε μέλη του Σώματός Του.
Η Εκκλησία έχει «την διαπιστευμένη περιουσία» όσων εμπιστεύθηκαν τις αφοσιώσεις τους σ’ Αυτήν και οφείλει να την διαχειριστεί υπέρ των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου και όλων μας. Οι τρόποι απόκτησης της περιουσίας της Εκκλησίας αμφισβητούνται ιστορικά από πολλούς και με διάφορα επιχειρήματα. Αυτό είναι όμως υπόθεση μιας άλλης συνάντησης και συζήτησης. Ας παραμείνει προς το παρόν ανοικτό...
Ας έρθουμε λοιπόν στο ζητούμενο: πώς διαχειρίζεται την περιουσία η Εκκλησία; Πού την διαθέτει; Για ποιους σκοπούς; Πρέπει να την διαχειρίζεται μόνον Αυτή; Οφείλει να την αυξάνει και, αν ναι, με ποιους τρόπους; Ποιος θα ελέγχει τη χρηστή διαχείριση και ό,τι άλλο συναιρείται με αυτό;
Πολύ επιγραμματικά λοιπόν λέμε ξεκάθαρα ότι η Εκκλησία οφείλει να μην έχει αυτοσκοπό την απόκτηση, διαχείριση και αύξηση της περιουσίας. Δεν είναι στα πρωτεύοντα ενδιαφέροντα Της. Είπαμε ότι ο ανεκτίμητος και ατίμητος θησαυρός Της είναι ο Κύριος Της και όσοι πιστεύουν και ζουν «συνταυτιζόμενοι» στο Πρόσωπο Του.
Όσο θα μειώνεται η αξιακή παρακαταθήκη αυτού του πλούτου, η Εκκλησία θα πνίγεται στην αναζήτηση «κτημάτων και χρημάτων», θα περιπλέκεται σε νοοτροπίες αντίθετες της ευχαριστιακής Της αποστολής και θα παγιδεύεται σε θεαματικές διακηρύξεις κοινωνικής προσφοράς, σε μια απολογία ενοχικού περιεχομένου εξ αιτίας της οντολογικής διαστροφής της πορείας Της.
Την διαπιστευμένη περιουσία Της η Εκκλησία ιστορικά την έκανε προσφορά στο όνομα των περιπετειών του Γένους, και δη και κατά τον παρελθόντα αιώνα. Δεν υπάρχει κοινωνικός φορέας που δεν έχει λάβει πλουτισμό από την Εκκλησία: Νοσοκομεία, Πανεπιστήμια, σχολεία, πλατείες, κοινωνικά ιδρύματα, χώροι αθλοπαιδιών, πνεύμονες πρασίνου, δρόμοι και κοινόχρηστοι χώροι έχουν αφειδώλευτα παραχωρηθεί από την Εκκλησία. Χώροι εγκατάστασης προσφύγων και αγροτικές εκτάσεις για να ριζώσουν μετά τους βίαιους εκπατρισμούς οι πρόσφυγες έχουν παραχωρηθεί επίσης από την Εκκλησία. Εδώ θα αναφέρω όμως και κάτι άλλο: Ποιος ήλεγξε αν όσα παραχωρήθηκαν πράγματι εδόθησαν για τους σκοπούς αυτούς;
Συνεχίζουμε αναφέροντας ακόμη ότι πολύ πρόσφατα η Εκκλησία με νόμους το 1952, 1956-58, 1987-88, προχώρησε και πάλι σε παραχωρήσεις τεραστίων περιουσιακών της στοιχείων. Τί έγιναν όσα εκχωρήθηκαν; Ποιος ήλεγξε πάλι αν οι φτωχοί έγιναν πλουσιότεροι; Πώς διανεμήθηκαν όσα παρελήφθησαν, τί έπραξαν όσοι παρέλαβαν;
Επιθυμώ σε αυτό το σημείο να παρακαλέσω για την προσοχή σας σε μια λογική ακολουθία, κριτικά πάντοτε. Σε συμβάσεις με το κράτος, όλες οι παραχωρήσεις της Εκκλησιαστικής περιουσίας έγιναν με τον εξής τρόπο: Η Εκκλησία εκχωρούσε τα 4/5 και κρατούσε το 1/5, στην επόμενη εκχώρηση παραχωρούσε τα 4/5 του 1/5 και στη μεθεπόμενη, επί του εναπομείναντος 1/5 του 1/5, πάλι τα 4/5! Αν οικοδομήσαμε επ' αυτού τον μύθο της Εκκλησιαστικής περιουσίας, τότε ευτελίζεται ο μύθος, πού ήταν η βάση επάνω στην οποία θεμελιώθηκε ένας μοναδικός οικουμενικός πολιτισμός, τουτέστιν η λογική υποτάσσεται στον παραλογισμό.
Η ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου θα απομυθοποιήσει τα πράγματα, αλλά δεν επιθυμούμε να ντραπεί ουδείς κατήγορος της Εκκλησίας. Αν τώρα προσθέσετε στα παραπάνω και μια σύγκριση, τότε τα πράγματα γίνονται περισσότερο αληθινά. Συγκρίνετε τα έσοδα και έξοδα του Κεντρικού Εκκλησιαστικού Οργανισμού με έναν μέσο Δήμο της Χώρας και τότε θα διαπιστώσουμε όλες τις άγνοιες και τις ενδεχόμενες σκοπιμότητες.Για την περιουσία και μόνον της Εκκλησίας εφευρέθηκαν νομικοί όροι για να απαιτήσουν με αμφισβητήσεις την απόκτηση και άλλων Εκκλησιαστικών γαιών, μιλώ για τον απαράδεκτο όρο «διακατεχόμενες γαίες»! Επ’ ουδενός άλλου δεν εφευρέθηκε, ούτε εφαρμόστηκε, αυτός ο νομικός, ευρηματικός όρος. Η Εκκλησία παρ' όλα αυτά κατηγορήθηκε ότι διαπραγματεύτηκε τα αστικά ακίνητα ή φιλέτα, όπως συνήθως αποκαλούνται. Δηλαδή, όπου ο όρος διακατεχόμενα δεν μπορούσε να ισχύσει, επειδή υπήρχαν τίτλοι ή η νομοθεσία εκχωρούσε, η Εκκλησία εκατηγορείτο και από πάνω, επειδή είχε ή εδικαιούτο!
Όσα αστικά ακίνητα έδωσαν οι εμπιστευόμενοι την Εκκλησία, όσα η ίδια αξιοποίησε ή είχε προς αξιοποίηση για ανάγκες ιδρυμάτων και διοικητικές λειτουργικές απαιτήσεις, όλα αυτά πρέπει να δοθούν σε όσους απαιτούν και κατηγορούν; Όσοι δεν έδωσαν απαιτούν, όσοι παραχώρησαν πρέπει να απολογηθούν, η δε Εκκλησία πρέπει να ντρέπεται γιατί έχει! Μα η περιουσία της Εκκλησίας τίνος είναι; Για να μιλήσουμε καλύτερα πιο Εκκλησιαστικά, ο λαός δεν είναι Εκκλησία; Μπορεί να υπάρχει Εκκλησία δίχως λαό; Πώς γίνεται να υπάρξει χωρισμός σ' αυτή την ταυτοσημία; Δεν είναι επομένως και αυτή η περιουσία, όπως του Δημοσίου και των φορέων του ευρύτερου Δημοσίου συμφέροντος, του λαού; Μάλιστα δε όλου του λαού, αφού ευεργετούμενος από την Εκκλησιαστική περιουσία είναι όλος ο λαός, ανεξαρτήτως του αν πιστεύει ή όχι στην Εκκλησία, καθώς όλος ο λαός απολαμβάνει όσα παραχώρησε και εξακολουθεί να παραχωρεί η Εκκλησία, π.χ. για σχολεία ή νοσοκομεία, όπως πρόσφατα παραχώρησε η Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας.
Πρέπει επομένως να ξεφύγουμε από αγκυλώσεις, πλασματικές μυθολογικές διαδόσεις και σκόπιμες γενικευμένες απαξιώσεις.
Πρέπει η Εκκλησία να αυξάνει την περιουσία, δηλαδή να την αναπτύσσει, και πώς; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα. Πρόσφατα η Εκκλησία επικρίθηκε, και μάλιστα και εκ των έσω, γιατί αγόρασε μετοχές, γιατί επένδυσε την κρίσιμη ώρα υπέρ Της. Να μην το κάνει για να μην έχει; Τότε πώς θα είναι παρούσα στις αυξανόμενες κοινωνικές απαιτήσεις; Με ποιους τρόπους η Εκκλησία θα αυξάνει την περιουσία και θα επιστρέφει στο λαό τα πολλαπλάσια; Όχι, λέμε απερίφραστα με όλους τους τρόπους που ισχύουν στην αγορά, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Οι ασύμβατες και αδιαφανείς πρακτικές πρέπει πάντα να είναι έξω και μακριά από τις αναζητήσεις αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Δεν είμαστε φορέας εμπορικός, έχουμε ελαχίστους τρόπους για την αξιοποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας. Με αποθέσεις ίδιων κεφαλαίων στην αξιοποίηση γης και με σεβασμό στο περιβάλλον και την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά, με αντιπαροχές, με αγορά μετοχών. Αυτοί είναι οι τρόποι της αξιοποίησης. Όλα αυτά πρέπει να γίνονται πάντα με την εφαρμογή της κειμένης νομοθεσίας, δημόσια, σύννομα, καθαρά και έντιμα.Οι λειτουργικές δαπάνες της Εκκλησίας είναι σημαντικές και η ετοιμότητα Της να είναι συνεχώς πα-ρούσα και πρωτοποριακή στις κοινωνικές απαιτήσεις αμετάπτωτη και ουσιώδης. Δεν πρέπει, και αυτό οφείλουν να το κατανοήσουν όλοι, να εκδαπανάται η Εκκλησιαστική περιουσία αλόγιστα για την εξυπηρέτηση εφήμερων στοχεύσεων. Η Εκκλησία οφείλει ως Μητέρα όλων να έχει τη δυνατότητα να περιθάλπει τα παιδιά Της στα δύσκολα της ζωής με γενναίο τρόπο και καθοριστική συμβολή. Δεν θα λύσουμε όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν θα εξαλείψουμε τις ανάγκες της κοινωνίας, δεν υπάρχουμε γι' αυτό, δεν επαρκούμε για όλα αυτά. Πρέπει όμως να είμαστε παρόντες, ενεργά παρόντες, και σε μερικά ζητήματα καθοριστικά παρόντες.
Πώς πρέπει όμως να γίνεται αυτό; Με σεβασμό στην ατίμητη εικόνα πρόσωπο του κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως του αν είναι ή όχι χριστιανός, είναι όμως χριστιανοί όσοι «πλουτίζουν» διαχρονικά τον Εκκλησιαστικό κορβανά! Αυτό είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός που κάνει την Εκκλησία Μητέρα, που καθιστά την Εκκλησία «μήτρα» γέννησης ενός αλλού προσώπου, αυτού δηλαδή που δίδει απροϋπόθετα, πού χαρίζει σε αυτούς από τους οποίους δεν περιμένει να λάβει! Αυτή είναι η μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας. Ας την καταλάβουμε όλοι και ας την τιμήσουν και όσοι εύκολα μας κρίνουν αυστηρά με αβασάνιστες μεθόδους...
Η Εκκλησία πρέπει να προσέχει τους τρόπους τους οποίους χρησιμοποιεί στη διακονία της. Δεν πρέπει να διατυμπανίζει το έργο Της, ευτελίζοντάς το προς χάριν αναζήτησης δημόσιας αποδοχής και προβολής. Το μυστήριο Της είναι «κρύφιο», η καταξίωση είναι έργο του Ουρανίου Πατρός, η καταξίωση δεν πρέπει να προέρχεται, να αναζητάται, να αποτιμάται και να φανερώνεται από ανθρώπους. Στο ερώτημα του Χρίστου προς τους μαθητές «υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;», αναφερόμενος στον Απόστολο Πέτρο που τον αναγνωρίζει ως τον Υιό του Πατρός, τον αναμενόμενο Μεσσία, η απάντηση δεν αποκαλύπτεται σε αυτόν από άνθρωπο, δηλαδή «από σάρκα και αίμα», αλλά από τον Πατέρα, τον «εν ουρανοίς»: «Λέγει αυτοίς• υμείς δε τίνα με λέγετε είναι; Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε" συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ• μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψε σοι, άλλ' ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.ΙΣΤ', 15-17).
Η Εκκλησία γίνεται και μένει Εκκλησία όταν αποβλέπει στον Πατέρα να φανερώνει τον Υιό, όταν επικαλείται το Άγιο Πνεύμα να μας αποκαλύπτει πάσαν την αλήθειαν, με τον τρόπο πού «διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί» των μαθητών και «επέγνωσαν» τον αναστάντα και εν «ετέρα μορφή» υπάρχοντα ανάμεσα τους, στην «ευλογία και κλάση του άρτου». Είμαστε Εκκλησία όταν διακονούμε το μυστήριο της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, όταν μπορούμε να Τον αναγνωρίζουμε στην ετερότητα του αδελφού, ο οποίος υπάρχει ως «ελάχιστος» ανάμεσα μας, όταν η παρουσία του Κυρίου ανάμεσα μας γίνεται η κρίση της κρίσης μας!
Η Εκκλησία οφείλει να μην μεταβληθεί σε ένα «σιτοβολώνα της οικουμένης», σε ένα «παγκόσμιο αρτοποιείο» με τα κριτήρια του κόσμου τούτου, αλλά να παραμείνει προσκολλημένη στον «εσχατολογικό επιούσιο άρτο». Αυτόν τον Άρτο που θα τρέφει τους τροφείς της ετερότητας, που θα ολοκληρώνει τον «χορτασμό» με «μελισμό», όπως ο Κύριος Της, ενάντια σε κάθε μορφή διαιρετικού ευτυχισμού. Να μην υποκύψουμε επίσης στους πειρασμούς της ερήμου, από τους οποίους υποφέρουμε και στους οποίους ενδίδουμε, δουλώνοντας τους ανθρώπους στην εξουσία μας, καλλιεργώντας την εξάρτηση των αναγκών τους. Να μην γίνουμε κοινωνικοί παροχείς, γεμίζοντας τα στομάχια των ανθρώπων με αντάλλαγμα την ελευθερία τους. Στο κεφάλαιο «ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής» του έργου «Αδελφοί Καραμαζώφ» ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αφαιρεί κάθε άλλοθί μας και ξεσκεπάζει κάθε αναιδή τρόπο διακονίας. Η Εκκλησία καταγγέλει κάθε επαγγελία, αναζήτηση, υπόσχεση και παροχή ενός άλογου και απάνθρωπου μαζικού ευδαιμονισμού.
Ο τρόπος άσκησης της κοινωνικής προσφοράς, δηλαδή της διακονίας της Εκκλησίας, αγαπητέ καθηγητά κ. Μάριε Μπέγζο, πρέπει ταπεινά, εισηγούμαι, να γίνει θέμα μιας σειράς διαλέξεων στις προσπάθειες συμβολής του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας μας, σε μια κοινωνία πού μαστίζεται από την αναζήτηση προβολής και εύκολης καταξίωσης των εκκλησιαστικών λειτουργών για αναρρίχηση, με απάνθρωπες μεθόδους, στα αξιώματα της Εκκλησίας. Αυτό το είδος της μεταλλαγμένης πνευματικότητας, οφείλει να ανασχεθεί, γιατί ελλοχεύει μέγας κίνδυνος στρέβλωσης του εκκλησιαστικού μας γεγονότος.
Ολοκληρώνοντας, θέτω το ερώτημα και προτείνω: Πώς να ελέγχεται και να πληροφορείται η διακονία μας; Δυστυχώς, ελεγχόμεθα κυρίως από κρατικούς μηχανισμούς. Δεν καταφέραμε να έχουμε κυρίαρχους δικούς μας μηχανισμούς, θεμελιωμένους έκκλησιολογικά και αποδεχόμαστε όσους είναι απαξιωμένοι στην κοινωνία. Έτσι φθάσαμε να ομιλούμε για σύννομες και νομότυπες πράξεις διαχείρισης με εννοιολογικώς κοσμική προσέγγιση. Αφού όμως δεν πείθουν οι νομοθετούντες, πώς να πείσουμε οι συνεργαζόμενοι και θπήκοντες σ’ αυτούς; Μόνο αν πληροφορούμε δια της συμμετοχής τους διακονούντας και διακονουμένους, ίσως καταφέρουμε, και αξίζει να το προσπαθήσουμε, να τύχουμε μιας αξιοπρόσεκτης και αποδοτικότερης εμπιστοσύνης από την κοινωνία και ιδιαίτερα από το Εκκλησιαστικό σώμα.
Δεν θεωρώ πως σας έκανα σοφώτερους, ούτε αυτή ήταν η επιδίωξή μου. Ήθελα, και πιστεύω να το κατάφερα, να σας κάνω περισσότερο κριτικούς και διεισδυτικούς, περισσότερο πιστούς στο μυστήριο της Εκκλησίας. Αν συνέβαλα σ’ αυτό, είμαι υποχρεωμένος απέναντι σας και επιτρέψατε μου να τελειώσω με μιαν παρακαταθήκην.
Οσάκις διακονείτε εν τη Εκκλησία διατηρείτε ζωντανά στην μνήμη σας την αψευδή υπόσχεση του Κυρίου μας προς τους μαθητάς του: «...εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν (τόν Παράκλητον) προς υμάς. Και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. Περί αμαρτίας μεν, ότι ου πιστεύουσιν εις εμέ. Περί δικαιοσύνης δε, ότι προς τόν Πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτε με. Περί δε κρίσεως, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται. ΄Ετι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν ου γαρ λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται, και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ, εμά εστί• δια τούτο είπον, ότι εκ του εμού λήψεται, και αναγγελεί υμίν» (Ιωάν. ΙΣΤ', 7-15).
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.
(Πηγή: Περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» - ΤΕΥΧΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2009, σ. σ. 461 – 465).
Επιθυμώ να είμαι ειλικρινής απέναντι σας. Γι’ αυτό και θα σας μιλήσω ειλικρινά. Δεν ήθελα να λάβω μέρος στην ημερίδα αυτή. Αφ' ενός γιατί δεν πιστεύω σ’ αυτές κι αυτό γιατί έχοντας υπ’ όψιν μου την κοσμικότητα, η οποία διαχέεται σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας, τρομάζω στο γεγονός ότι, προσερχόμενοι, δεν έχομε αρνηθεί την φίλαυτον αυθεντίαν μας, βασική αιτία κάθε αιρετικής διαμορφώσεως θέσεων, και συνακόλουθα δεν έχουμε παραδώσει το είναι μας εις την πνοήν της αύρας του επιπνέοντος Παρακλήτου, μοναδικού εγγυητού της αληθείας και μοναδικής δυνάμεως για να μορφοποιηθεί η διάθεσις περιχωρήσεως, της μόνης διασφαλιζούσης το Εκκλησιαστικό πνεύμα. Και αφ’ ετέρου είμαι αρκετά κουρασμένος, χρόνια τώρα, από την εγγενή αδυναμία των εκκλησιαστικών ανδρών να εγκύψουν στα ουσιώδη προβλήματα της Εκκλησίας μας, δηλαδή στην αναζήτηση ουσιωδών απαντήσεων της Εκκλησίας στα υπαρξιακά ερωτήματα του μετανεωτερικού ανθρώπου. Επειδή είπα πως θα είμαι ειλικρινής, σας λέω λοιπόν ότι φέρω εντός μου μια βαθειά απογοήτευση. Μακάρι να είναι αυτή εδρασμένη στο βάρος των χρόνων μου ή στα ατελή του χαρακτήρα μου. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι όπου ο άνθρωπος δεν μπορεί, ο Θεός παρέχει τις λύσεις. Έτσι η απογοήτευση μου ενέχει την ελπίδα της βέβαιης παρουσίας του Θεού στη ζωή της Εκκλησίας. Η απογοήτευση μου δηλαδή δεν είναι παραίτησις, αλλά προσμονή και αναμονή ότι ο Θεός και μόνον Αυτός πρόκειται να δώσει τις απαντήσεις τον κατάλληλο καιρό και με τον πρέποντα τρόπο.
Βρίσκομαι ανάμεσα σας γιατί ο καθηγητής κ. Μπέγζος ανησυχεί ενδιαφερόμενος, και συμμερίζομαι τις ενδιαφέρουσες ανησυχίες του. Θα σας εξομολογηθώ όμως και δύο άλλους λόγους: πρώτον, η ηλικία μου δεν μου παρέχει τα απαραίτητα να κάνω μία μεθοδολογική εισήγηση και κατά δεύτερο λόγο η όραση μου με αποτρέπει και στη γραφή και στην ανάγνωση.
Δεν θα κάνω λοιπόν εισήγηση, θα θέσω όμως υπ' όψιν σας κάποιες σκέψεις, μερικούς προβληματισμούς. Θέλω να σας πω τι και γιατί αρνούμαι. Γιατί φοβούμαι πως οδηγούμαστε πιθανώς σε αδιέξοδες εκδαπανήσεις χρόνου και χρήματος. Τι είναι αυτό που μας λείπει, γιατί αρχίζουμε μια πορεία που δεν μας οδηγεί σε καμιά συνάντηση. Γιατί τέλος πάντων γίναμε ό,τι δεν είμαστε και φθάσαμε εκεί που δεν πρέπει να ήμασταν...
Κατ' αρχάς, αποδεχθήκαμε και εισαγάγαμε μια πιετιστική αντίληψη περί Εκκλησίας. Στρεβλώσαμε τη «νοητική όραση» της κοινωνίας για την Εκκλησία. Τί εννοώ; Δεχθήκαμε ότι η Εκκλησία είναι άσαρκη, άυλη, δηλαδή μόνον πνευματική. Άρα δεν έχει σχέση με την ύλη, την οποία εν πολλοίς αφορίσαμε. Έτσι το πλαστό θεώρημα ότι «ή Εκκλησία ασχολείται μόνον με τα πνευματικά» ρίζωσε εκδικητικά και δέσμευσε σε αυτήν την σαφώς αντιεκκλησιολογική θέση στο εκκλησιαστικό σώμα.
Το ψωμί και το κρασί όμως αγιαζόμενα καθιστούν ορατό και απτόμενο τον τροφέα της κτίσεως, τον Ιησού Χριστό. Ο αναστάς Κύριος γίνεται αντιληπτός από τους μαθητές στην «κλάση του άρτου». Πώς έγινε και γίνεται αυτό; Η Εκκλησία είναι ευχαριστιακό γεγονός, δεν φανερούται δια μεταφυσικών διακτινισμών μιας θολωμένης πιετιστικής πνευματικότητας. Πρέπει λοιπόν να ασχολείται και με τα υλικά, πρέπει δηλαδή να έχει και περιουσία; Στο ερώτημα αυτό όλες οι απαντήσεις αποκαλύπτουν μίαν αντίφαση. Όσοι λένε ναι αμύνονται στην κατηγορική αντίληψη του όχι και όσοι λένε όχι επιτίθενται στη φαινομενική απουσία της Εκκλησίας μπροστά στις διάφορες κοινωνικές ανάγκες. Όλοι έχουν δικαίωμα να έχουν «λόγο» για την Εκκλησία.
Η Εκκλησία όμως έχει τον κύριο και καθοριστικό λόγο και την ευθύνη για τα του οίκου Της. Αυτή και μόνον Αυτή μπορεί να μιλά, εφ’ όσον είναι Εκκλησία, για τα ίδια Της, δηλαδή για τη διδασκαλία και την πίστη, για τη ζωή και το περισσόν της ζωής Της. Αν αυτό το πιστέψουμε, αμέσως επιτυγχάνεται μία ξεκάθαρη και καλή αρχή για να αποβάλουμε την μοιρολατρική απολογητικότητα έναντι μιας πλαστής κατηγορικής επιθετικότητας.
Από τα πρώτα χρόνια η Εκκλησία ενδιαφέρεται για τον «όλον» άνθρωπο, όπως ο Κύριος Της. Έχει λοιπόν περιουσία. Περιουσία Της είναι το «φιλάδελφον». Αυτός ο τρόπος ζωής Της κομίζει ευθύνη ενδιαφέροντος, η οποία πηγάζει από την χρήση του πλούτου. Ας μη ντραπούμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η Εκκλησία δεν στρέφεται εναντίον των πλουσίων, αλλά εναντίον της αφιλάνθρωπης και ιδιοτελούς διαχειρίσεως του πλούτου.
Το «φιλάδελφον» είναι το κλειδί της ερμηνείας. Να έχεις δύο χιτώνες δεν είναι αμαρτία, να τους κρατάς όμως για τον εαυτό σου είναι! Ο πλούσιος της παραβολής δεν κολάζεται γιατί είναι πλούσιος, αλλά γιατί είναι «άφρων»• γιατί δεν βλέπει τον εαυτό του στους άλλους, αλλά στις αποθήκες του. Αυτά τα λίγα για να τελειώνουμε με όλες τις ασαφείς σοφιστείες περί του αντιθέτου. Η Εκκλησία έχει πλούτο, τον Κύριο Της, που τρέφει δια της ευχαριστίας όσους δι' Αυτού και εν Αυτώ, εν τω ονόματι του δηλαδή, ξεκλειδώνουν τον εαυτό τους στην πάσχουσα ετερότητα, στον πάσχοντα αδελφό. Αυτός είναι ο αδαπάνητος και ανεκτίμητος πλούτος της Εκκλησίας, ο Κύριος Της και ο Θεός Της και όσοι Την πλουτίζουν με όσα Αυτός «εντέλλεται» σε όλους εμάς πού εκούσια είμαστε μέλη του Σώματός Του.
Η Εκκλησία έχει «την διαπιστευμένη περιουσία» όσων εμπιστεύθηκαν τις αφοσιώσεις τους σ’ Αυτήν και οφείλει να την διαχειριστεί υπέρ των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου και όλων μας. Οι τρόποι απόκτησης της περιουσίας της Εκκλησίας αμφισβητούνται ιστορικά από πολλούς και με διάφορα επιχειρήματα. Αυτό είναι όμως υπόθεση μιας άλλης συνάντησης και συζήτησης. Ας παραμείνει προς το παρόν ανοικτό...
Ας έρθουμε λοιπόν στο ζητούμενο: πώς διαχειρίζεται την περιουσία η Εκκλησία; Πού την διαθέτει; Για ποιους σκοπούς; Πρέπει να την διαχειρίζεται μόνον Αυτή; Οφείλει να την αυξάνει και, αν ναι, με ποιους τρόπους; Ποιος θα ελέγχει τη χρηστή διαχείριση και ό,τι άλλο συναιρείται με αυτό;
Πολύ επιγραμματικά λοιπόν λέμε ξεκάθαρα ότι η Εκκλησία οφείλει να μην έχει αυτοσκοπό την απόκτηση, διαχείριση και αύξηση της περιουσίας. Δεν είναι στα πρωτεύοντα ενδιαφέροντα Της. Είπαμε ότι ο ανεκτίμητος και ατίμητος θησαυρός Της είναι ο Κύριος Της και όσοι πιστεύουν και ζουν «συνταυτιζόμενοι» στο Πρόσωπο Του.
Όσο θα μειώνεται η αξιακή παρακαταθήκη αυτού του πλούτου, η Εκκλησία θα πνίγεται στην αναζήτηση «κτημάτων και χρημάτων», θα περιπλέκεται σε νοοτροπίες αντίθετες της ευχαριστιακής Της αποστολής και θα παγιδεύεται σε θεαματικές διακηρύξεις κοινωνικής προσφοράς, σε μια απολογία ενοχικού περιεχομένου εξ αιτίας της οντολογικής διαστροφής της πορείας Της.
Την διαπιστευμένη περιουσία Της η Εκκλησία ιστορικά την έκανε προσφορά στο όνομα των περιπετειών του Γένους, και δη και κατά τον παρελθόντα αιώνα. Δεν υπάρχει κοινωνικός φορέας που δεν έχει λάβει πλουτισμό από την Εκκλησία: Νοσοκομεία, Πανεπιστήμια, σχολεία, πλατείες, κοινωνικά ιδρύματα, χώροι αθλοπαιδιών, πνεύμονες πρασίνου, δρόμοι και κοινόχρηστοι χώροι έχουν αφειδώλευτα παραχωρηθεί από την Εκκλησία. Χώροι εγκατάστασης προσφύγων και αγροτικές εκτάσεις για να ριζώσουν μετά τους βίαιους εκπατρισμούς οι πρόσφυγες έχουν παραχωρηθεί επίσης από την Εκκλησία. Εδώ θα αναφέρω όμως και κάτι άλλο: Ποιος ήλεγξε αν όσα παραχωρήθηκαν πράγματι εδόθησαν για τους σκοπούς αυτούς;
Συνεχίζουμε αναφέροντας ακόμη ότι πολύ πρόσφατα η Εκκλησία με νόμους το 1952, 1956-58, 1987-88, προχώρησε και πάλι σε παραχωρήσεις τεραστίων περιουσιακών της στοιχείων. Τί έγιναν όσα εκχωρήθηκαν; Ποιος ήλεγξε πάλι αν οι φτωχοί έγιναν πλουσιότεροι; Πώς διανεμήθηκαν όσα παρελήφθησαν, τί έπραξαν όσοι παρέλαβαν;
Επιθυμώ σε αυτό το σημείο να παρακαλέσω για την προσοχή σας σε μια λογική ακολουθία, κριτικά πάντοτε. Σε συμβάσεις με το κράτος, όλες οι παραχωρήσεις της Εκκλησιαστικής περιουσίας έγιναν με τον εξής τρόπο: Η Εκκλησία εκχωρούσε τα 4/5 και κρατούσε το 1/5, στην επόμενη εκχώρηση παραχωρούσε τα 4/5 του 1/5 και στη μεθεπόμενη, επί του εναπομείναντος 1/5 του 1/5, πάλι τα 4/5! Αν οικοδομήσαμε επ' αυτού τον μύθο της Εκκλησιαστικής περιουσίας, τότε ευτελίζεται ο μύθος, πού ήταν η βάση επάνω στην οποία θεμελιώθηκε ένας μοναδικός οικουμενικός πολιτισμός, τουτέστιν η λογική υποτάσσεται στον παραλογισμό.
Η ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου θα απομυθοποιήσει τα πράγματα, αλλά δεν επιθυμούμε να ντραπεί ουδείς κατήγορος της Εκκλησίας. Αν τώρα προσθέσετε στα παραπάνω και μια σύγκριση, τότε τα πράγματα γίνονται περισσότερο αληθινά. Συγκρίνετε τα έσοδα και έξοδα του Κεντρικού Εκκλησιαστικού Οργανισμού με έναν μέσο Δήμο της Χώρας και τότε θα διαπιστώσουμε όλες τις άγνοιες και τις ενδεχόμενες σκοπιμότητες.Για την περιουσία και μόνον της Εκκλησίας εφευρέθηκαν νομικοί όροι για να απαιτήσουν με αμφισβητήσεις την απόκτηση και άλλων Εκκλησιαστικών γαιών, μιλώ για τον απαράδεκτο όρο «διακατεχόμενες γαίες»! Επ’ ουδενός άλλου δεν εφευρέθηκε, ούτε εφαρμόστηκε, αυτός ο νομικός, ευρηματικός όρος. Η Εκκλησία παρ' όλα αυτά κατηγορήθηκε ότι διαπραγματεύτηκε τα αστικά ακίνητα ή φιλέτα, όπως συνήθως αποκαλούνται. Δηλαδή, όπου ο όρος διακατεχόμενα δεν μπορούσε να ισχύσει, επειδή υπήρχαν τίτλοι ή η νομοθεσία εκχωρούσε, η Εκκλησία εκατηγορείτο και από πάνω, επειδή είχε ή εδικαιούτο!
Όσα αστικά ακίνητα έδωσαν οι εμπιστευόμενοι την Εκκλησία, όσα η ίδια αξιοποίησε ή είχε προς αξιοποίηση για ανάγκες ιδρυμάτων και διοικητικές λειτουργικές απαιτήσεις, όλα αυτά πρέπει να δοθούν σε όσους απαιτούν και κατηγορούν; Όσοι δεν έδωσαν απαιτούν, όσοι παραχώρησαν πρέπει να απολογηθούν, η δε Εκκλησία πρέπει να ντρέπεται γιατί έχει! Μα η περιουσία της Εκκλησίας τίνος είναι; Για να μιλήσουμε καλύτερα πιο Εκκλησιαστικά, ο λαός δεν είναι Εκκλησία; Μπορεί να υπάρχει Εκκλησία δίχως λαό; Πώς γίνεται να υπάρξει χωρισμός σ' αυτή την ταυτοσημία; Δεν είναι επομένως και αυτή η περιουσία, όπως του Δημοσίου και των φορέων του ευρύτερου Δημοσίου συμφέροντος, του λαού; Μάλιστα δε όλου του λαού, αφού ευεργετούμενος από την Εκκλησιαστική περιουσία είναι όλος ο λαός, ανεξαρτήτως του αν πιστεύει ή όχι στην Εκκλησία, καθώς όλος ο λαός απολαμβάνει όσα παραχώρησε και εξακολουθεί να παραχωρεί η Εκκλησία, π.χ. για σχολεία ή νοσοκομεία, όπως πρόσφατα παραχώρησε η Ιερά Μητρόπολις Παροναξίας.
Πρέπει επομένως να ξεφύγουμε από αγκυλώσεις, πλασματικές μυθολογικές διαδόσεις και σκόπιμες γενικευμένες απαξιώσεις.
Πρέπει η Εκκλησία να αυξάνει την περιουσία, δηλαδή να την αναπτύσσει, και πώς; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα. Πρόσφατα η Εκκλησία επικρίθηκε, και μάλιστα και εκ των έσω, γιατί αγόρασε μετοχές, γιατί επένδυσε την κρίσιμη ώρα υπέρ Της. Να μην το κάνει για να μην έχει; Τότε πώς θα είναι παρούσα στις αυξανόμενες κοινωνικές απαιτήσεις; Με ποιους τρόπους η Εκκλησία θα αυξάνει την περιουσία και θα επιστρέφει στο λαό τα πολλαπλάσια; Όχι, λέμε απερίφραστα με όλους τους τρόπους που ισχύουν στην αγορά, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Οι ασύμβατες και αδιαφανείς πρακτικές πρέπει πάντα να είναι έξω και μακριά από τις αναζητήσεις αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Δεν είμαστε φορέας εμπορικός, έχουμε ελαχίστους τρόπους για την αξιοποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας. Με αποθέσεις ίδιων κεφαλαίων στην αξιοποίηση γης και με σεβασμό στο περιβάλλον και την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά, με αντιπαροχές, με αγορά μετοχών. Αυτοί είναι οι τρόποι της αξιοποίησης. Όλα αυτά πρέπει να γίνονται πάντα με την εφαρμογή της κειμένης νομοθεσίας, δημόσια, σύννομα, καθαρά και έντιμα.Οι λειτουργικές δαπάνες της Εκκλησίας είναι σημαντικές και η ετοιμότητα Της να είναι συνεχώς πα-ρούσα και πρωτοποριακή στις κοινωνικές απαιτήσεις αμετάπτωτη και ουσιώδης. Δεν πρέπει, και αυτό οφείλουν να το κατανοήσουν όλοι, να εκδαπανάται η Εκκλησιαστική περιουσία αλόγιστα για την εξυπηρέτηση εφήμερων στοχεύσεων. Η Εκκλησία οφείλει ως Μητέρα όλων να έχει τη δυνατότητα να περιθάλπει τα παιδιά Της στα δύσκολα της ζωής με γενναίο τρόπο και καθοριστική συμβολή. Δεν θα λύσουμε όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν θα εξαλείψουμε τις ανάγκες της κοινωνίας, δεν υπάρχουμε γι' αυτό, δεν επαρκούμε για όλα αυτά. Πρέπει όμως να είμαστε παρόντες, ενεργά παρόντες, και σε μερικά ζητήματα καθοριστικά παρόντες.
Πώς πρέπει όμως να γίνεται αυτό; Με σεβασμό στην ατίμητη εικόνα πρόσωπο του κάθε ανθρώπου, ανεξαρτήτως του αν είναι ή όχι χριστιανός, είναι όμως χριστιανοί όσοι «πλουτίζουν» διαχρονικά τον Εκκλησιαστικό κορβανά! Αυτό είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός που κάνει την Εκκλησία Μητέρα, που καθιστά την Εκκλησία «μήτρα» γέννησης ενός αλλού προσώπου, αυτού δηλαδή που δίδει απροϋπόθετα, πού χαρίζει σε αυτούς από τους οποίους δεν περιμένει να λάβει! Αυτή είναι η μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας. Ας την καταλάβουμε όλοι και ας την τιμήσουν και όσοι εύκολα μας κρίνουν αυστηρά με αβασάνιστες μεθόδους...
Η Εκκλησία πρέπει να προσέχει τους τρόπους τους οποίους χρησιμοποιεί στη διακονία της. Δεν πρέπει να διατυμπανίζει το έργο Της, ευτελίζοντάς το προς χάριν αναζήτησης δημόσιας αποδοχής και προβολής. Το μυστήριο Της είναι «κρύφιο», η καταξίωση είναι έργο του Ουρανίου Πατρός, η καταξίωση δεν πρέπει να προέρχεται, να αναζητάται, να αποτιμάται και να φανερώνεται από ανθρώπους. Στο ερώτημα του Χρίστου προς τους μαθητές «υμείς δε τίνα με λέγετε είναι;», αναφερόμενος στον Απόστολο Πέτρο που τον αναγνωρίζει ως τον Υιό του Πατρός, τον αναμενόμενο Μεσσία, η απάντηση δεν αποκαλύπτεται σε αυτόν από άνθρωπο, δηλαδή «από σάρκα και αίμα», αλλά από τον Πατέρα, τον «εν ουρανοίς»: «Λέγει αυτοίς• υμείς δε τίνα με λέγετε είναι; Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε" συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ• μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψε σοι, άλλ' ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.ΙΣΤ', 15-17).
Η Εκκλησία γίνεται και μένει Εκκλησία όταν αποβλέπει στον Πατέρα να φανερώνει τον Υιό, όταν επικαλείται το Άγιο Πνεύμα να μας αποκαλύπτει πάσαν την αλήθειαν, με τον τρόπο πού «διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί» των μαθητών και «επέγνωσαν» τον αναστάντα και εν «ετέρα μορφή» υπάρχοντα ανάμεσα τους, στην «ευλογία και κλάση του άρτου». Είμαστε Εκκλησία όταν διακονούμε το μυστήριο της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, όταν μπορούμε να Τον αναγνωρίζουμε στην ετερότητα του αδελφού, ο οποίος υπάρχει ως «ελάχιστος» ανάμεσα μας, όταν η παρουσία του Κυρίου ανάμεσα μας γίνεται η κρίση της κρίσης μας!
Η Εκκλησία οφείλει να μην μεταβληθεί σε ένα «σιτοβολώνα της οικουμένης», σε ένα «παγκόσμιο αρτοποιείο» με τα κριτήρια του κόσμου τούτου, αλλά να παραμείνει προσκολλημένη στον «εσχατολογικό επιούσιο άρτο». Αυτόν τον Άρτο που θα τρέφει τους τροφείς της ετερότητας, που θα ολοκληρώνει τον «χορτασμό» με «μελισμό», όπως ο Κύριος Της, ενάντια σε κάθε μορφή διαιρετικού ευτυχισμού. Να μην υποκύψουμε επίσης στους πειρασμούς της ερήμου, από τους οποίους υποφέρουμε και στους οποίους ενδίδουμε, δουλώνοντας τους ανθρώπους στην εξουσία μας, καλλιεργώντας την εξάρτηση των αναγκών τους. Να μην γίνουμε κοινωνικοί παροχείς, γεμίζοντας τα στομάχια των ανθρώπων με αντάλλαγμα την ελευθερία τους. Στο κεφάλαιο «ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής» του έργου «Αδελφοί Καραμαζώφ» ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι αφαιρεί κάθε άλλοθί μας και ξεσκεπάζει κάθε αναιδή τρόπο διακονίας. Η Εκκλησία καταγγέλει κάθε επαγγελία, αναζήτηση, υπόσχεση και παροχή ενός άλογου και απάνθρωπου μαζικού ευδαιμονισμού.
Ο τρόπος άσκησης της κοινωνικής προσφοράς, δηλαδή της διακονίας της Εκκλησίας, αγαπητέ καθηγητά κ. Μάριε Μπέγζο, πρέπει ταπεινά, εισηγούμαι, να γίνει θέμα μιας σειράς διαλέξεων στις προσπάθειες συμβολής του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας μας, σε μια κοινωνία πού μαστίζεται από την αναζήτηση προβολής και εύκολης καταξίωσης των εκκλησιαστικών λειτουργών για αναρρίχηση, με απάνθρωπες μεθόδους, στα αξιώματα της Εκκλησίας. Αυτό το είδος της μεταλλαγμένης πνευματικότητας, οφείλει να ανασχεθεί, γιατί ελλοχεύει μέγας κίνδυνος στρέβλωσης του εκκλησιαστικού μας γεγονότος.
Ολοκληρώνοντας, θέτω το ερώτημα και προτείνω: Πώς να ελέγχεται και να πληροφορείται η διακονία μας; Δυστυχώς, ελεγχόμεθα κυρίως από κρατικούς μηχανισμούς. Δεν καταφέραμε να έχουμε κυρίαρχους δικούς μας μηχανισμούς, θεμελιωμένους έκκλησιολογικά και αποδεχόμαστε όσους είναι απαξιωμένοι στην κοινωνία. Έτσι φθάσαμε να ομιλούμε για σύννομες και νομότυπες πράξεις διαχείρισης με εννοιολογικώς κοσμική προσέγγιση. Αφού όμως δεν πείθουν οι νομοθετούντες, πώς να πείσουμε οι συνεργαζόμενοι και θπήκοντες σ’ αυτούς; Μόνο αν πληροφορούμε δια της συμμετοχής τους διακονούντας και διακονουμένους, ίσως καταφέρουμε, και αξίζει να το προσπαθήσουμε, να τύχουμε μιας αξιοπρόσεκτης και αποδοτικότερης εμπιστοσύνης από την κοινωνία και ιδιαίτερα από το Εκκλησιαστικό σώμα.
Δεν θεωρώ πως σας έκανα σοφώτερους, ούτε αυτή ήταν η επιδίωξή μου. Ήθελα, και πιστεύω να το κατάφερα, να σας κάνω περισσότερο κριτικούς και διεισδυτικούς, περισσότερο πιστούς στο μυστήριο της Εκκλησίας. Αν συνέβαλα σ’ αυτό, είμαι υποχρεωμένος απέναντι σας και επιτρέψατε μου να τελειώσω με μιαν παρακαταθήκην.
Οσάκις διακονείτε εν τη Εκκλησία διατηρείτε ζωντανά στην μνήμη σας την αψευδή υπόσχεση του Κυρίου μας προς τους μαθητάς του: «...εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν (τόν Παράκλητον) προς υμάς. Και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. Περί αμαρτίας μεν, ότι ου πιστεύουσιν εις εμέ. Περί δικαιοσύνης δε, ότι προς τόν Πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτε με. Περί δε κρίσεως, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται. ΄Ετι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν ου γαρ λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει, και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ του εμού λήψεται, και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ, εμά εστί• δια τούτο είπον, ότι εκ του εμού λήψεται, και αναγγελεί υμίν» (Ιωάν. ΙΣΤ', 7-15).
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.