Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη:
«Η λάμψη του δεν είναι απαύγασμα μιας ψυχής χριστιανικής με τη συμβατική έννοια. Είναι η προβολή ενός εσωτερικού κόσμου απείραγου από τις μικρότητες αλλά γεμάτου καθάριο έρωτα. Ένα φωσάκι σαν αυτά που συντηρούν οι άγνωστες δυνάμεις μες στον ορυμαγδό της ανθρωπότητας, για να τη σώζουν από μια συλλήβδην καταδίκη της…
Σ’ όποια του σελίδα κι αν σταθούμε, αναγνωρίζουμε κάτω από το Χριστιανό τον Έλληνα, κάτω από το μυστικοπαθή τον μεσημβρινό αισθησιάρχη, κάτω από τον άνθρωπο της εκκλησίας τον άνθρωπο της σάρκας, των μυριστικών χόρτων, του γιαλού. Κι είτε σαν αριστερό ψάλτη τον ακούσουμε, είτε σαν δεξιό στην τελετουργία του νησιού του, καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι γι’ αυτόν η φύση ένα καταφύγιο, μια παρηγοριά, μια ανακούφιση. Ούτε είναι, από το άλλο μέρος, μια δύναμη σκοτεινή και τερατώδης. Είναι ο διαρκής και ακατάλυτος σκελετός που συνέχει την πλάση, μια εγγύηση γι’ αυτό που είμαστε ή που μπορούμε να είμαστε…
Τ’ αμπέλια και τα κύματα, οι άνεμοι και τα πλεούμενα που αυλακώνουν νύχτα - μέρα τις ιστορίες του δε χρησιμεύουν σαν απλό φόντο στους ήρωές του. Είναι τα συγκεκριμένα ανάλογα των αισθημάτων του, μετέχουν στη διαδραμάτιση και, σε έσχατη ανάλυση, εμφανίζονται σαν φορείς ηθικών αξιών. Ακριβώς όπως οι γέροντες κι οι γερόντισσες, οι καπετάνιοι κι οι ψαράδες, οι κοπέλες και τα παιδιά, γίνονται κι εκείνα στα χέρια του άλλες τόσες καθαρές μονάδες που αστράφτουν σαν ασημένια κέρματα και βγάζουν, εάν τα χτυπήσεις, τον ίδιο καθαρό ήχο με τις ανθρώπινες ψυχές…
Να που βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη και όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στη ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία, όπου θα μπορούσαμε να ’χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό. Αυτό το θα μπορούσαμε είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. Σα να ’χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμου…».
Από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», εκδόσεις «Γνώση», 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου