Ο ελληνορωμαϊκός κόσμος όπου εμφανίσθηκε το Ευαγγέλιο του Χριστού ήταν ένας κόσμος πόλεων με (κάποια) αυτοδιεύθυνση, εξωστρέφεια και παιδεία, δημόσια θεάματα κλπ.
Ταυτόχρονα ζούσε σε μια σχέση αμοιβαίας εξάρτησης και αγάπης-μίσους με την ύπαιθρο την οποία απομυζούσε αλλά και υποτιμούσε και προσπαθούσε να την αγνοεί.
Η ύπαιθρος θαύμαζε την πόλη και ταυτόχρονα τη θεωρούσε τόπο ανηθικότητας.
Καθώς οι Χριστιανοί πληθαίνουν μετά τα μέσα του 3ου αιώνα στις πόλεις αναζητούν μια επίκαιρη μορφή ευαγγελικού ήθους και τρόπου ζωής.
Αυτό το εκφράζει ο Μέγας Αντώνιος που ζει τον καινούριο κόσμο της Βασιλείας του Θεού και τη νίκη κατά του κακού και του διαβόλου στις άκρες και αυτής της υπαίθρου, στον κατ' εξοχήν επικίνδυνο τόπο που θεωρούνταν έδρα του τελευταίου: την έρημο. Έτσι, η έρημος γίνεται η νέα χριστιανική πόλις και οι άνθρωποι των πόλεων συρρέουν στον "καθηγητή της ερήμου" για να βρουν αυτό που τους λείπει.
Ο Μέγας Αθανάσιος στον Βίο του Μεγάλου Αντωνίου το συλλαμβάνει αυτό και το εκφράζει ως την πρακτική απόδειξη της θεότητας του Υιού και Λόγου που ο ίδιος πάλευε θεωρητικά και θεολογικά να αποδείξει: η ύπαρξη του Μεγάλου Αντωνίου και του "πολιτισμού της ερήμου" είναι έργο του ενεργούντος στον κόσμο Θεού-Λόγου.
Δημήτρης Μόσχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου