Η Παναγία δέχεται να ζήσει στην αφάνεια. Να γίνει η πιο ταπεινή των ταπεινών. Να μην ζητήσει τίποτε δικό της, τίποτε για τον εαυτό της, να τα δώσει όλα στον Θεό. Νιάτα, ζωή, μητρότητα, το παιδί της. Να δεχθεί τα πάντα, όλες τις δοκιμασίες της γης, αρκεί να πραγματωθεί το θέλημα του Θεού, το σχέδιο της σωτηρίας μας. Μένει πάντα στην άκρη για να φαίνεται μονάχα Εκείνος. Κρύβεται να μην τον κρύψει ούτε στιγμή. Ζει ως να μην υπήρχε, από έσχατη ταπείνωση και υπακοή στο θείο θέλημα Του.
Για αιώνες γράφονται ελάχιστα για εκείνη και το έργο της, την μετοχή της στο σχέδιο της Θείας οικονομίας, μέχρι που ο Θεός την δοξάζει απόλυτα, βάζοντας την στο κέντρο της λατρευτικής ζωής της εκκλησίας. Αυτή δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, δεν γόγγυξε, δεν λιγοψύχησε, έζησε στην σιωπή, την προσευχή και την ταπείνωση. Από εκεί, από θέση ταπεινή και σιωπηλή δεν σταμάτησε λεπτό να βοηθάει το ανθρώπινο γένος, να στηρίζει, να παραμυθεί και να οδηγεί. Μάνα γλυκιά, αγκαλιά μεγάλη και πλατιά, στήριγμα κραταιό, σκέπη και παρηγοριά, στους ταπεινούς και αβοήθητους, στους απελπισμένους και ταλαιπωρημένους της ζωής. Ποτέ δεν αρνήθηκε την βοήθεια της, ποτέ δεν μάλωσε κανέναν, σκέπαζε και σκεπάζει τα λάθη και τις ανοησίες μας, τις αμαρτίες και αστοχίες μας. Εκεί δίπλα μας να περιμένει πότε θα μεγαλώσουμε και θα ωριμάσουμε, πότε θα καταλάβουμε, πότε θα νιώσουμε και θα μετανοήσουμε.
Είναι αδύνατον ανθρώπινη καρδιά με έμπονη προσευχή να ζητήσει την Παναγία και εκείνη να μην έρθει. Προσέξτε όμως αυτό που υπογραμμίζω, να ζητήσει την Παναγία, όχι δώρα και χατίρια, αλλά πρώτα την παρουσία της, πρώτα την φιλία της, πρώτα την σχέση μαζί της και τότε να δείτε τι δώρα κάνει τι χαρές μας προσφέρει.
Αναφέρει ένα όμορφο περιστατικό ο Όσιος Παΐσιος, που φανερώνει τι θα πει προστασία και παρουσία της Παναγίας. Τι θα πει μάνα του Θεού και όλων των ανθρώπων, αναφέρει λοιπόν ο Άγιος:
Η Παναγία, όποτε έχουμε ανάγκη, απαντά αμέσως στην προσευχή µας∙ όποτε δεν έχουµε, µας αφήνει, για να αποκτήσουμε λίγη παλληκαριά.
Όταν ήµουν στην Μονή Φιλοθέου, µια φορά, αµέσως µετά την αγρυπνία της Παναγίας µε έστειλε ένας Προϊστάμενος να πάω ένα γράµµα στην Μονή Ιβήρων. Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της µονής και να περιµένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν µε το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο µοναστήρι µας – απόσταση µιάµιση ώρα µε τα πόδια.
Ήµουν από νηστεία και από αγρυπνία. Τότε την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου την χώριζα στα δύο∙µέχρι της Μεταµορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ηµέρα της Μεταµορφώσεως έτρωγα, και µετά µέχρι της Παναγίας πάλι δεν έτρωγα τίποτε. Έφυγα λοιπόν αµέσως µετά την αγρυπνία και ούτε σκέφθηκα να πάρω µαζί µου λίγο παξιµάδι. Έφθασα στην Μονή Ιβήρων, έδωσα το γράµµα και κατέβηκα στον αρσανά, για να περιµένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευµα, αλλά αργούσε να έρθει.
Άρχισα εν τω µεταξύ να ζαλίζωµαι. Πιό πέρα είχε µια στοίβα από κορµούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα µε τον λογισµό µου: «Ας πάω να καθίσω εκεί που είναι λίγο απόµερα, για να µη µε δει κανείς και αρχίσει να µε ρωτάει τι έπαθα». Όταν κάθησα, µου πέρασε ο λογισµός να κάνω κοµποσχοίνι στην Παναγία να µου οικονοµήσει κάτι.
Αλλά αµέσως αντέδρασα στον λογισµό και είπα: «Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πράγµατα θα ενοχλείς την Παναγία;». Τότε βλέπω µπροστά µου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωµί, δύο σύκα και ένα µεγάλο τσαµπί σταφύλι. «Πάρε αυτά, µου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Ε, τότε διαλύθηκα∙ µε έπιασαν τα κλάµατα, ούτε ήθελα να φάω πια … Πα, πα! Τι Μάνα είναι Αυτή! Να φροντίζει και για τις µικρότερες λεπτοµέρειες! Ξέρεις τι θα πει αυτό!...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου