Του Χρυσόστομου Σταμούλη*, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
«Φίλες και φίλοι,
Υπάρχουν μερικά ονόματα, κάποια πρόσωπα, που έρχονται από το βάθος της προσωπικής μας μυθολογίας. Ε, λοιπόν, μια τέτοια περίπτωση είναι για μένα η περίπτωση του ιερέα-γιατρού παπά Σταμάτη Σκλήρη, ο οποίος θεωρείται ως «ο πιο σημαντικός μεταρρυθμιστής της βυζαντινής αγιογραφίας και της σύνδεσής της με την κοσμική ζωγραφική». Δεν θα μείνω στο «πιο σημαντικός», ούτε στο «ίσως» που προηγείται της πρότασης που συναντάμε στην ανακοίνωση της εκδήλωσης. Και τούτο διότι είναι σα να παλεύουμε να πούμε αν είναι μεγαλύτερος ο Μπαχ από τον Μπετόβεν ή τον Μότσαρτ. Σε κάθε περίπτωση, η συμβολή του στο χώρο της ζωγραφικής τέχνης είναι μεγάλη και τούτο είναι που με φέρνει απόψε εδώ από τη Θεσσαλονίκη, κατόπιν της ευγενικής πρόσκλησης του Γιάννη Ναζλίδη και της εκλεκτής του συζύγου, της αγαπητής μου Μαίρης. Σε έναν χώρο καθαρά καλλιτεχνικό και άκρως φιλόξενο.
Λοιπόν, ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη. Πάντα, ή μάλλον από ένα σημείο και μετά, με ενοχλούσε αφόρητα η παραμονή της Εκκλησίας και βεβαίως και της θεολογίας της, στη χώρα της απλής συντήρησης και ως εκ τούτου στη χώρα της μανικής αντιγραφής του παρελθόντος. Ξέρετε, το έχουν πει πολλοί, θα το επαναλάβω και εγώ, πως η συνεχής επιστροφή στο παρελθόν και η συστημική ειδωλοποίησή του ανήκει σε εκείνα τα σώματα, ατομικά ή συλλογικά δεν έχει καμία σημασία, τα οποία αδυνατούν να υπάρξουν στο παρόν και να διαλεχθούν δυναμικά μαζί του. Η σημερινή Εκκλησία μοιάζει σε πολλές περιπτώσεις, ευτυχώς όχι πάντα, με κείνο τον δυστυχισμένο άνθρωπο που περιγράφει ο Πεντζίκης, που έκλεισε την πόρτα του και απομονώθηκε, γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί και να αφομοιώσει τα πράγματα που καθημερινά έρχονταν και χτυπούσαν την πόρτα του, τον φοβισμένο άνθρωπο που δεν πλένονταν για να μη κρυολογήσει, τον άνθρωπο που ζούσε σε μια περασμένη εποχή χωρίς να μπορεί να δει τα σημερινά, να αποδεχτεί το αναποδογύρισμα που έφερε η ζωή. Γράφει σχετικά: «Ζούσε διαρκώς σ’ εκείνη την εποχή και δεν μπορούσε να δει τα σημερινά. Τον θύμωνε κάθε άγνωστο και καινούριο, τον ενοχλούσε. Δεν ήθελε να βγει να μετακινηθεί από τον κόσμο του. Φοβόταν την πάλη, δεν μπορούσε ν’ αναλάβει τις ευθύνες μιας οποιασδήποτε δράσης, τον κούραζαν. Καλύτερα ήταν όπως ο ίδιος ήξερε, αγωνίζονταν να κρατιέται στα παλιά. Μέχρι την τελευταία μέρα του πριν πεθάνει περνούσε στα μαλλιά του μπογιά»[1] [...] Λοιπόν, η περίπτωση του παπά Σταμάτη, δείχνει τον άλλο δρόμο, που διασχίζει το σήμερα και παλεύει τη νοηματοδότησή του. Άλλωστε, και αυτό το γνωρίζουμε καλά, τα λειτουργικά μας κείμενα, τα υμνολογικά μας κείμενα, αναφέρονται κυρίως και κατεξοχήν στη σήμερον. «Σήμερον κρεμάται», «Σήμερον γεννάται», «Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις». Μια σήμερον που συμποσώνει το χθες και το αύριο. Πως να το κάνουμε «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον, ο αυτός και εις τους αιώνας». Γεγονός που δίνει στη ματιά άλλες διαστάσεις. Τις διαστάσεις που προκαλεί ο διάλογος με την αμεσότητα. Γι’ αυτό και οι αγιογραφίες του παπά Σταμάτη, όπως και τα ζωγραφικά του έργα, αλλά ακόμα και τα σχέδια του στα διάφορα περιοδικά, τολμούν τα ατόλμητα. Τολμούν δηλαδή την πρόσληψη, που μαζί με την κένωση αποκαλύπτει τις χριστολογικές διαστάσεις της ζωγραφικής του, η οποία ξεκάθαρα εντάσσεται εντός αυτού που εγώ ονομάζω «πολιτισμό της σάρκωσης».
Η Νεοβυζαντινή Ζωγραφική, όπως λέγεται, λειτουργεί ως Γλώσσα και Έκφραση εντός της Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης. Πράγμα που σημαίνει πως στέκεται απέναντι στο οποιοδήποτε δήθεν και στους οποιουσδήποτε δήθεν. Απέναντι σε κάθε εμμονή. Γράφει σχετικά: «Η εμμονή είναι αυτό που λέμε “δήθεν”. Αντί να εκφραστεί κανείς με παρθενικότητα, κάνει κάτι πράγματα “δήθεν”. Δηλαδή, σαν να ήταν ένας βυζαντινός, κάθεται και φτιάχνει ένα ποτήρι και ένα λουλουδάκι μέσα. Όπως έφτιαχναν οι βυζαντινοί ένα λουλουδάκι σε ένα βάζο. Το θέμα είναι για να μην είναι δήθεν. Θα μπορούσε ένας καλλιτέχνης να είναι τόσο παρθένος στην καρδιά, ώστε την ώρα που βγαίνει από το σπίτι του, τον σκουπιδοτενεκέ να τον βλέπει με τόσο παρθένο μάτι κι όταν τον ζωγραφίσει να λάμπει; Άμα αυτός βγάζει από μέσα του φως, θα φτιάξει και τα σκουπίδια και τον ντενεκέ, μ’ ένα τρόπο που θα τους υπαγορεύει η καρδιά του. Για να το κάνει αυτό ο ζωγράφος, πρέπει να πιστεύει στην Ανάσταση ή να έχει Θεία φώτιση που δεν μπορεί να τη συνειδητοποιήσει. Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα: πώς να πετύχoυμε τη γνησιότητα χωρίς την αντιγραφή» [...] Ε, λοιπόν, εδώ κρύβεται το μέγα θέμα. Η αντιγραφή, οι εμμονές και όλα τα σχετικά αποκαλύπτουν το ανέραστο του τρόπου μας. Διότι ο έρωτας σημαίνει την έξοδο από τον κλειστό εαυτό και το άνοιγμα στη χάρη της δημιουργίας, όλης της δημιουργίας του Θεού. Ενώ το ανέραστο είναι αυτοερωτικό. Δεν θαυμάζει, αλλά αυτοθαυμάζεται. Αγνοεί το θαύμα, διότι το ίδιο πιστεύει πως είναι θαύμα. Η λύση βρίσκεται εντός του και όχι σε αυτό το πρόσωπο που απέξω φωτίζει τον κτιστό εαυτό. Διαβάζουμε στον Μεγάλο Κανόνα του Αγίου Ανδρέα Κρήτης, «Αὐτοείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι τὴν ψυχήν μου βλάπτων, Οἰκτίρμων· ἀλλ᾿ ἐν μετανοίᾳ με παράλαβε καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι· μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τοῦ ἀλλοτρίου (τοῦ διαβόλου), Σωτήρ, αὐτός με οἴκτειρον».
Και επειδή δεν ξέρω που θέλω να καταλήξω, διότι κάθε προσπάθεια να αγγίξω κάτι που με ξεπερνά έχει τη δική της επικινδυνότητα, θα κλείσω με τα λόγια του παπά Σταμάτη και θα επανέλθω στη συζήτηση, εάν υπάρχει τέτοια διάθεση. Γράφει, λοιπόν, «Αν μία τέχνη είναι τόσο συνειδητοποιημένη, που εκ των προτέρων θα ξέρει ο ζωγράφος τι θα φτιάξει και τι θα βγει από το έργο του, τότε δεν είναι τέχνη. “Αλλοίμονο αν ήξερα που θα καταλήξω”, έλεγε ο Πικάσο. “Ξεκινάω να ζωγραφίζω και δεν ξέρω που θα καταλήξω”. Αν δεν υπάρχει το απρόβλεπτο, χάνει όλη την ποίηση η τέχνη"».
[1] Ν. Γ. Πεντζίκη, Ο πεθαμένος και η ανάσταση, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1987, σ. 32-33.
("Να ’σαι φτωχαδάκι του πνεύματος.
*Παπά Σταμάτης Σκλήρης". Κείμενο που διάβασα στα εγκάνεια της Έκθεσης των παπά Σταμάτη Σκλήρη και Γιάννη Ναζλίδη, στο
Εκκοκκιστήριο ιδεών, στη Βέροια, στις 4 Μαΐου 2019. Το επανέλαβα λίγο αργότερα στην ίδια έκθεση στον Ιανό της Αθήνας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου