Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Η εβδομάδα της Ε´ Κυριακής των Νηστειών...



Η εβδομάδα της Ε´ Κυριακής των Νηστειών είναι μία εβδομάδα συνοπτική των οκτώ προηγούμενων Κυριακών, της πορείας από την αρχή του Τριωδίου. Η εβδομάδα χαρακτηρίζεται από το Μεγάλο Κανόνα του Αγίου Ανδρέα Κρήτης, τον Ακάθιστο Ύμνο και τα Προφητικά Αναγνώσματα της εβδομάδος, όπως επίσης και τα Αναγνώσματα της Θεοτόκου στη Θεία Λειτουργία του Σαββάτου, και κατά την Κυριακή από τη μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.


Την Τετάρτη ημέρα της πέμπτης εβδομάδος των Νηστειών και στο μέσον του Αποδείπνου η Εκκλησία ψάλλει το Μεγάλο Κανόνα του Αγίου Ανδρέα Κρήτης (650-740). Είναι ο μακροσκελέστερος Κανόνας της Εκκλησίας, αποτελούμενος από διακόσια πενήντα τροπάρια και ένδεκα ειρμούς, όπου εξιστορούνται τα γεγονότα από την πτώση του ανθρώπου και εξής με τα έργα της μετανοίας των Αγίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όλων αυτών των Αγίων που διά της μετανοίας κατέστησαν χάριτι αυτόπτες της Αποκαλύψεως του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός εν τύποις και σαρκί. Πρόκειται για ένα σύντομο υπομνηματισμό της Προφητικής και Ευαγγελικής καταγραφής των θεοφανικών γεγονότων σε μία ενότητα τύπων και ανακεφαλεώσεως με παράλληλη συνθετική παρεμβολή των αποφάσεων των έξη πρώτων Οικουμενικών Συνόδων για το μυστήριο της Θείας Οικονομίας και της κρίσεως του κόσμου. Οι πρεσβείες προς τον Άγιο Ανδρέα και την Οσία Μαρία την Αιγυπτία, ως υπόδειγμα μετανοίας, συνυφαίνονται με τα τροπάρια των Ωδών του Κανόνα προς δήλωση της σημασίας της μετανοίας, η οποία οδηγεί στην ομολογία της θεότητος του Χριστού αλλά και της αληθούς Ενανθρωπήσεως, των Παθών, του Σταυρού και της Αναστάσεως, της Κρίσεως και της διακονίας της Θεοτόκου, ιδίως με τον ειρμό της θ´ Ωδής, ἦχος πλ. β´, «Ἀσπόρου συλλήψεως, ὁ τόκος ἀνερμήνευτος, Μητρὸς ἀνάνδρου, ἄφθορος ἡ κύησις· Θεοῦ γὰρ ἡ γέννησις, καινοποιεῖ τὰς φύσεις· διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφον Μητέρα, ὀρθοδόξως μεγαλύνομεν». Καθώς εμφαίνεται ο προχειρισμός προς το Μυστικό Δείπνο η Εκκλησία εντείνει το λόγο της για τη μετάνοια, όχι ως μια ψυχολογική κατάσταση, μια ατομική πράξη, μια ατομική εμπειρία, αλλά ως εκκλησιαστικό γεγονός θεωτικής πορείας μετά πάντων των Αγίων, εξαιρέτως δε της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όσο πλησιάζουμε προς το Πάσχα, η Εκκλησία, λοιπόν, μας καλεί να μη χάσουμε την ευκαιρία και εγκλωβισθούμε στην αυτάρκειά μας, αλλά μας καλεί να απεκδυθούμε τον ιδιασμό μας και να αποκτήσουμε την εμπειρία και την πίστη των Αγίων μας και να μην αποκαρδιωθούμε με τις αποτυχίες μας, αλλά να παραδειγματισθούμε από αυτούς, γιατί ο Χριστός είναι ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Έτσι ένα από τα τροπάρια σχεδόν μας οδηγεί στη Μ. Τετάρτη: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν», τον Ψαλμό 137, και την Κυριακή Προσευχή. Πρόκειται, δηλαδή, για ομολογία πίστεως στο Χριστό (τον ένα και τον αυτόν των Αγίων Παλαιάς και Καινής Διαθήκης), ένα συνοψισμό των αποφάσεων της ΣΤ´ Οικουμενικής Συνόδου, στην αποδοχή της οποίας ενεπλάκη ο Άγιος Ανδρέας. Με την ίδια παιδαγωγία η Εκκλησία στο Απόδειπνο της Παρασκευής ψάλλει τον Ακάθιστο Ύμνο ολόκληρο, ως επιστέγαση και αποδοχή του όρου Θεοτόκος, ως εγγύηση της του Υιού του Θεού αληθούς ενσάρκου Οικονομίας. Όλη αυτή, δηλαδή, η περίοδος του Τριωδίου είναι μία περίοδος της εκ νέου ενσωμάτωσης του ανθρώπου στην Εκκλησία των απ᾽ αιώνος Αγίων του Θεού, που έζησαν την αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού όχι για τον εαυτό τους αλλά ως Προφήτες και μάρτυρες για όλους τους ανθρώπους, και γι᾽ αυτό η εμπειρία τους είναι η κοινή εμπειρία και μαρτυρία της Εκκλησίας.

Δέσπω Λιάλιου,
Καθηγήτρια Θεολογίας

 

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Δ´ Κυριακή των Νηστειών: Μνήμη οσίου Ιωάννου της Κλίμακος


 

Δεν υπάρχει ίσως χριστιανός που δεν βρέθηκε κάποιες στιγμές της ζωής του στη θέση του πατέρα που, σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Δ´ Κυριακής των Νηστειών από το Κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον (9:17-31), ακούει από τον Ιησού τη φράση: «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι». Δεν υπάρχει ίσως χριστιανός που δεν ένοιωσε κάποιες στιγμές την αμφιβολία να τρυπώνει στη σκέψη του, ιδιαίτερα όταν βλέπει κάποιες προσδοκίες του να διαψεύδονται ή όταν κυριεύεται από αισθήματα απογοήτευσης. Ανάλογα αισθήματα απογοήτευσης κυρίεψαν ασφαλώς και τους μαθητές του Ιησού, όταν, ενόσω εκείνος βρισκόταν πάνω στο όρος Θαβώρ όπου μεταμορφώθηκε, αυτοί προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να θεραπεύσουν ένα επιληπτικό παιδί. Αν πάνω στο όρος Θαβώρ εμφανίστηκε η δόξα του Χριστού ως Θεού σε όλο της το μεγαλείο, κάτω στα χωριά της Γαλιλαίας εξακολουθεί να κυριαρχεί η ανθρώπινη δυστυχία και ο πόνος. Όσο ο Ιησούς βρισκόταν πάνω στο βουνό, ένας απελπισμένος πατέρας έφερε το άρρωστο παιδί του στους μαθητές για να το γιατρέψουν, αυτοί όμως δεν τα κατάφεραν. Οι πιο κοντινοί άνθρωποι του Ιησού απέτυχαν να απαλλάξουν έναν άνθρωπο από τον πόνο που τον βασάνιζε σε όλη του τη ζωή. Και τώρα ο πατέρας μαζεύει όσα αποθέματα πίστης διαθέτει ακόμη και απευθύνεται στον ίδιο τον Ιησού.


Καθώς η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής οδεύει προς το τέλος της, η Εκκλησία κλιμακώνει μέσα από την επιλογή των ευαγγελικών και αποστολικών αναγνωσμάτων τις προσκλήσεις της προς τους πιστούς να εντείνουν τους πνευματικούς τους αγώνες. Έτσι, την πρώτη Κυριακή της περιόδου κάλεσε τους πιστούς να μιμηθούν τους αγώνες όλων εκείνων που θυσίασαν και τη ζωή τους ακόμα για την Ορθοδοξία, τη δεύτερη Κυριακή προέβαλε τη μορφή ενός ανυποχώρητου αγωνιστή της Ορθοδοξίας, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και την τρίτη ύψωσε τον σταυρό του Χριστού προς ενίσχυση της πνευματικής πορείας. Καθώς όμως κάθε πορεία έχει τις διακυμάνσεις της και τα πισωγυρίσματά της, θέμα της τέταρτης Κυριακής αποτελεί η πίστη, ενώ προβάλλεται μια άλλη οσιακή μορφή, αυτή του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος... 

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου,
Καθηγητής Θεολογίας. 

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

«Νὰ τάξω στὴν Καισαριανή, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της...»



Εἴχαμε ἕνα χρόνο στεφανωμένοι μὲ τὸν μπαρμπα-Λευθέρη, αὐτὸν ποὺ βλέπεις, καὶ ὅλον τὸν χρόνον δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἄρρωστος. Σοῦ ἔχω εἰπεῖ πῶς μὲ εἶχεν ἑλκύσει μὲ τὰ χάδια του, ἐνῷ ἦτον αὐτὸς τριαντάρης, κ᾽ ἐγὼ ἤμουν δώδεκα χρονῶν τρελοκόριτσο, ποὺ νὰ μὴν πήγαινα παραπάνω.

Σὰν ἦτον ἄρρωστος, ἕνα χρόνο καὶ παραπάνω δὲν τοῦ ἔλειπεν ὁ πυρετός, ὅλη ἡ γειτονιά, κ᾽ οἱ συγγένισσές μου, κ᾽ οἱ κουμπάρες μου, ἔλεγαν πὼς εἶχε καταντήσει νὰ γένῃ φτισικός. Εἶχε χτικιάσει, μοῦ εἶπαν. Ὤ, συφορά μου! Γιατροί, γιάτρισσες, γιατρικά, μαντζούνια, τίποτε δὲν ὠφέλησαν. Ἡ φτώχεια μᾶς ἔδερνε. Νὰ δουλέψῃ ὁ ἴδιος, δὲν μποροῦσε. Ὁ Θεὸς ξέρει πῶς τά ᾽φερνα βόλτα, μὲ ψέματα, μὲ ἀλήθεια.

Μοῦ εἶπε ἡ κουμπάρα μας μιὰ γνώμη, νὰ τάξω στὴν Καισαριανή, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της, νὰ σηκωθῶ νὰ τὸν πάω, ἴσως λυπηθῇ ἡ Παναγία καὶ τὸν κάμῃ καλά. Χάρες μεγάλες ἀκούονταν πὼς γίνονταν τὸν καιρὸ ἐκεῖνο. Ἐγὼ σὰν τ᾽ ἄκουσα, νά τί εἶπα μέσα μου, σοῦ ξομολογοῦμαι· «Καλά, ἀνίσως δὲν τὸν κάμῃ καλὰ ἡ χάρη της, μπορεῖ, τὸ ἐλάχιστο, νὰ πεθάνῃ κειδά, νὰ τὸν θάψω, στὸ βουνό, γιὰ νὰ γλυτώσω ἀπὸ ἔξοδα ποὺ δὲν ἔχω, κι ἀπὸ ἄλλα βάσανα καὶ μπελάδες». Τὸ χειρότερο, ἐφοβούμουν, ἂν πέθαινε στὸ σπίτι, μὴν κολλήσῃ τίποτε στὰ ροῦχα, καὶ κολλήσω κ᾽ ἐγώ. Ὅλοι μοῦ λέγανε πὼς τὸ χτικιὸ κολλάει.

Λεφτὸ δὲν εἶχα, οὔτε πολύτιμο κανένα μὲς στὴν κασσέλα μου, ἔξω ἀπ᾽ τὸ δαχτυλίδι τοῦ ἀρραβώνα ποὺ φοροῦσα. Εἶχα μερικὰ χαλκώματα. Ἐπῆρα ἕνα ταψὶ ποὺ εἶχα, καινούριο, κατακόκκινο, νά το, ἐκεῖ βρίσκεται ―ἔδειξε πρὸς ἕνα ράφι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἦσαν ὀλίγα χάλκινα σκεύη― κ᾽ ἐπῆγα στὴν γειτόνισσά μας, τὴν Παναγίνα...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
Τὸ Θαῦμα τῆς Καισαριανῆς.