Ὁ δρόμος γιά τήν Πόλη εἶναι
μακρύς ἔτσι κι’ ἀλλιῶς. Δεκάδες χάνια ἀριθμοῦσε τό ταξίδι ἐκεῖνα τά
χρόνια ὥσπου νά φτάσει κανείς. Σταθμοί ἀνεφοδιασμοῦ κι ἀνάπαυσης,
ψευδαίσθηση ἀσφάλειας ἀπό ληστές. Ὅσο κι’ ἄν ἦταν τό κουμάντο, τό ταξίδι ἦταν
ἀπό μόνο του μεγάλο ξόδιο σέ ὑποχρέωνε νά μετρᾶς ὥρα τήν ὥρα τίς ἀντοχές
καί τίς ἀνάγκες, σ’ ἄφηνε σχεδόν γυμνό κι’ ἀποκαμωμένο, σέ περιμάζευε ἡ
Βασιλεύουσα νά σέ ντύσει μέ δική της φορεσιά.
Τώρα πιά τό ταξίδι εἶναι
ἀσφαλές δέ χρειάζονται χάνια κι’ ἀνεφοδιασμοί, δέν συναντᾶς ληστές μπορεῖς
νά προϋπολογίσεις τό παραμικρό. Φτάνεις στήν Πόλη κουβαλῶντας ἀποσκευές πού
παραμερίζουν τήν ἀναμέτρηση μέ τά χρειώδη, ἡ ἐμβέλεια τοῦ δικτύου παρέχει
πλήρη κάλυψη…
Μόνο ἡ ἀεροσυνοδός ἀναλαμβάνει
νά θυμίσει κάτι ἀσυνήθιστο: «ἄν χρειαστεῖ νά ἐγκαταλείψετε τό ἀεροσκάφος
ἀφῆστε πίσω ὅλα τά ἀτομικά σας εἴδη».
Κι’ ὅμως εἶναι ἡ πιό οἰκεία
φράση. Τήν λέμε συχνά καί τήν ξεχνᾶμε συχνότερα: «Πᾶσαν τήν βιοτικήν
ἀποθώμεθα μέριμναν». Στήν Πόλη δέν πᾶς ἐξοπλισμένος οὔτε ἀσφαλισμένος,
πᾶς γιά νά παραδοθεῖς παραιτούμενος ἀπ’ ὅ,τι ἔχεις, ἀπ’ ὅ,τι ξέρεις γιά
νά σταθεῖς μπροστά στήν Πύλη τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Στήν Βασιλική Πύλη τῆς Ἁγίας
Σοφίας ἀπομένουν γυμνά νά περιμένουν τά φοβερά ἄγκιστρα πού συγκρατοῦσαν
κάποτε τεράστια βῆλα, εἰκόνα τοῦ Καταπετάσματος τῆς Σαρκός τοῦ Κυρίου,
τοῦ κοινωνοῦ τῆς σαρκός ἡμῶν, πού σύρονταν γιά νά εἰσοδεύσουν οἱ λευχειμονοῦντες
νεοφώτιστοι, ἡ καινή κτίση τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ξαναβροῦν πορεία ζωῆς τά
τεθραυσμένα μέλη τοῦ Χριστοῦ.
Βῆλα συρόμενα πρός τόν καινό
βηματισμό τῶν ἐσχάτων, πρός τήν διάβαση καί τόν σαββατισμό, τήν κατάπαυση
τῶν ἔργων τῆς σαρκός.
Ξέρω ὅτι εἶμαι γέννημα ἑνός
λαοῦ κληρονόμου αὐτῆς τῆς ἱερουργίας πού ἱερούργησε τήν κληρονομιά του σέ
καιρούς χαλεπούς, ὅταν ἡ Ἱστορία ἀπέστρεψε τούς ὀφθαλμούς της καί τόν
ἐγκατέλειψε γυμνητεύοντα καί πλάνητα. Ἔσυρε τότε τά καταπετάσματα τῆς
ἱερουργίας του καί εἰσόδευσε στήν παρηγοριά της.
Ξέρω ὅμως ὅτι εἶμαι γέννημα
ἑνός λαοῦ κληρονόμου αὐτῆς τῆς ἱερουργίας πού σήμερα μετεωρίζει τό βῆμα
του ἀπαρηγόρητος. Πίστεψε σέ ὁράματα ἀρτιγέννητα ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν
λαός μου καί ὑπέστειλε τά καταπετάσματά του ἀφήνοντας τήν ψυχή του ἔκθετη,
κεκοινωμένη, καταπάτημα ἐθνῶν.
Καί πάνω στούς θρήνους τῶν
διαψεύσεων μοιάζει νά μή θυμᾶται κἄν τήν ἀπαντοχή τῆς δικῆς του ἐλπίδας,
ἐκεῖ πού ἀκόμα ὑπάρχει καί δέν τήν σκέπασαν οἱ κραυγές θορυβούντων
ποιμένων. ……………………………………………………………………………………………………
Στό ὀρειχάλκινο ὑπέρθυρο τῆς
Βασιλικῆς Πύλης, πάνω ἀπό τά ἄγκιστρα τοῦ φραγμοῦ εἰκονίζεται θρόνος
ἀνάγλυφος νά ὑποδέχεται ἀνοιχτό τό Εὐαγγέλιο στούς Κυριακούς λόγους: «Ἐγώ
εἰμί ἡ θύρα τῶν προβάτων· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθη, σωθήσεται, καί
εἰσελεύσεται καί ἐξελεύσεται καί νομήν εὑρήσει».
Σήμερα ἡ Πύλη εἶναι ἀνοιχτή
τίποτα δέν ἐμποδίζει τήν διάβαση, καθένας μπαίνει μέ τό βηματισμό πού
ὑπαγορεύει ἡ συνήθεια τοῦ περιηγητῆ.
Τό κατώφλι τῆς Πύλης εἶναι
λιωμένο ἀπό τήν τριβή ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων πού εἰσέρχονται καί ἐξέρχονται
τόσο ἀδιάφοροι γιά «νομή» παραπλησίον στήν ἀλογία τῆς ἀβασάνιστης
αἰσθητικῆς ἀπόλαυσης κάλλους τραγικά ἀμέθεκτου.
Ἡ Πύλη τῶν προβάτων γίνεται
πύλη τῆς κρίσεως, ἡ πιό συμπυκνωμένη αἴσθηση αὐτογνωσίας μέ τό ἄκουσμα
τῆς φωνῆς τοῦ Ποιμένα καί τήν λαχτάρα τῆς «νομῆς».
Ξέρω ὅτι εἶμαι γέννημα ἑνός
λαοῦ κληρονόμου αὐτῆς τῆς ἱερουργίας, ἑνός λαοῦ πού στήριζε τήν «νομή»
του στήν ἐπωνυμία τῆς υἱοθεσίας, στό βασιλικό του ἀξίωμα.
Ξέρω ὅμως ὅτι εἶμαι γέννημα
ἑνός λαοῦ πού τόν ἀποκοίμησαν οἱ ἐθισμοί τῆς εὐωχίας καί τώρα στήν ὥρα
τοῦ λιμοῦ ἀναζητᾶ ἀπεγνωσμένα «νομή» στά κατάλοιπα τῶν παραισθήσεων
ἀγνοῶντας τόν Ἄρτο, τόν Κυριακό καί Ἐπιούσιο. Ἄκουσε ἄραγε ὁ λαός μου ἦχο
ποιμαντικῆς φωνῆς νά τόν ἀποτρέπει ἀπ’ τήν ραθυμία τῆς ἐπίπλαστης
ἀφθονίας, νά ἀναχαιτίζει τά ρεύματα τῆς κατάρρευσης μέ τήν μειλίχια κλήση
τῆς ἐκκλησιαστικῆς μυσταγωγίας καί τό παράδειγμα τῆς προσωπικῆς
ἀνιδιοτέλειας;
Πῶς σίγησε ἡ ποιμαντική φωνή,
ποῦ ἦταν οἱ ποιμένες του κι’ ἔμεινε ἡ μάνδρα ἀφύλακτη στήν ἐπέλαση τῶν
προβατόσχημων λύκων; ………………………………………………………………………………………………….. .
Ἡ Ἁγία Σοφία εἶναι κουρσεμένη
κι’ ἐγώ δυό φορές μπροστά της. Εἶμαι λάφυρο στά χέρια τοῦ πορθητῆ
πολιτισμοῦ μου.
Ὅμως στήν Πύλη Της ξαναζῶ τήν
ἱερουργία μου, τό νόστιμον ἦμαρ τῆς ζωῆς μου.
Ἡ ὕπαρξή μου εἶναι ὅλη ἐδῶ
καί κάθε φορά τήν ξαναβρίσκω ἀκέραια καί κριτική, ὕπαρξη καμωμένη ὄχι μέ
ἱστορικά συναισθήματα, εὔκολα καί εὔπεπτα ἀλλά ἀπό τό ἦθος τῆς χορείας
τῶν ἁγίων πού διάβηκε αὐτή τήν Πύλη, βρέθηκε ἔσω τοῦ Καταπετάσματος καί μέ
καλεῖ νά προσκομίσω καί τή δική μου ἀλήθεια, νά εἰσοδεύσω μέ τά τίμια δῶρα
τῆς μετάνοιας γιά νά ξαναβρῶ «νομήν».
Ἔχω γεννηθεῖ μέσα στήν Ἁγιά
Σοφιά, ψηλαφῶ κάθε φορά τίς ὠδίνες τῆς κυοφορίας μου, ξαναμπαίνω στήν
θαλπωρή τοῦ μητρικοῦ Της ἐναγκαλισμοῦ πρίν κι’ ἀπ’ τῆς μάνας μου τόν
ἐναγκαλισμό. ………………………………………………………………………………………………….. .
Ὁ δροσισμός τῆς σκιᾶς Της μᾶς
σκέπαζε παρακλητικά ὅσο βαδίζαμε μέ τή σύζυγό μου στά σοκάκια τῆς Πόλης
ἀπορροφημένοι καί σκεπτικοί.
Δέν φύγαμε καί δέν θά φύγουμε
ποτέ ἀπό κοντά Της. Δέν ὁλοκληρώνεται ἔτσι ἁπλά ἡ εἰσόδευση στήν Πύλη
Της. Ὁ δρόμος τῶν ἐσχάτων μας περνᾶ ἀπό τό Σῶμα Της.
………………………………………………………………………………………………….. .
Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία ἀκουμπᾶ τό
βλέμμα Της στίς Πύλες τοῦ Φαναρίου τήν ἐξωτέρα καί τήν ἐσωτέρα. Στήν
ἐξωτέρα βλέπει τό ἔνσαρκο καταπέτασμα τοῦ αἰωρούμενου στήν ἀγχόνη Ποιμένα
νά φράσσει διά παντός τήν διέλευση τῆς ἱστορικῆς ἀναίδειας τῶν
κατισχυμένων πυλῶν τοῦ Ἅδου.
Στήν ἐσωτέρα ἀκουμπᾶ τό βλέμμα
Της στό καταπέτασμα τῆς Πύλης τῶν Ἁγίων κρεμάμενο σήμερα στά ἄγκιστρα τῆς
τανυσίπτερης πατριαρχικῆς Εὐθύνης καί συρόμενο γιά νά εἰσοδεύουμε στόν κοινό
τόπο «νομῆς» τῆς ζωῆς μας.
Ἀναστάσιμο νῖκος τῆς Χώρας
τῶν Ζώντων στήν καταιγίδα τοῦ ἡττημένου χρόνου.
Πᾶσαν τήν βιοτικήν ἀποθώμεθα
μέριμναν…
Ἡ φωνή τῆς ἀεροσυνοδοῦ θά
θυμίζει τόν τρόπο.
π. Θωμάς Χρυσικός