Γράφει ο Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Ιωάννης Κίτσιος
Μια από τις πλέον γνωστές και
«συμπαθείς» παραβολές του Χριστού αποτελεί η παραβολή του «Άσωτου Υιού» (Λουκ.
15, 11-32).
Η άμετρος ευσπλαχνία και η
απέραντη αγάπη του ουράνιου Θεού – Πατέρα προς τον εκπεσόντα άνθρωπο δημιουργεί
ένα αίσθημα γαλήνης και ασφάλειας στις ψυχές των ανθρώπων. Αφού σ' αυτή την
παραβολή περιέχεται εν συντομία όλη η διδασκαλία της Αγίας Γραφής και συγκεφαλαιώνεται
το σχέδιο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, όπως αυτό
αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Σαρκωμένου Λόγου.
Ο Ιησούς, σε σύντομη διήγηση,
συμπυκνώνει τη διαδικασία της φυγής του πλάσματος απ' το Δημιουργό αλλά και
όλες τις ενέργειες που οδήγησαν τον άνθρωπο στην παραδοχή του λάθους του και
στην «εν μετανοία» επιστροφή στο Θεό.
Ωστόσο, μελετώντας τη διήγηση, δε
θα πρέπει να μας ξεφεύγει ότι άνθρωπος δεν είναι μόνο το σώμα, αλλά η συμφυΐα
ψυχής και σώματος. Άνθρωπος είναι, η συνύπαρξη ορατού και αόρατου. Αυτό δε που
συμβαίνει στο αόρατο μέρος φαίνεται στο ορατό. Απ' αυτό (το πάθος) που πάσχει η
ψυχή βασανίζεται το σώμα. Το βάσανο εκδηλώνεται σ' αυτό. Έτσι το περιεχόμενο
της παραβολής αποκτάει πνευματική σημασία.
«Πάτερ, δός μοι το επιβάλλον
μέρος της ουσίας» (12). Αν και ο υιός αποζητάει υλικά αγαθά, κατά βάθος
προσπαθεί να αποδεσμευθεί και να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Πατέρα. Όμως η
πνευματική αυτοτέλεια που αναζητεί είναι μια ουτοπία. Αυτό που θεωρεί ως
χειραφέτηση «εκ της αρχετυπικής αυθεντίας του Πατρός» δεν του παρέχει την
ελευθερία να δημιουργεί και να αναγεννιέται αλλά τον οδηγεί σε ψυχική μόνωση
και πνευματική υποδούλωση.
Η απομάκρυνση είναι και
εγκατάλειψη. Η τάση φυγής που τον διακατέχει τον απομακρύνει από το οικείο
περιβάλλον. Απ' αυτό που τον προσδιόριζε ως ύπαρξη.
Τελικά ο χωρισμός εκδηλώνεται
στην ψυχή του ανθρώπου ως πτώση σε μία (πνευματική) κατάσταση κατώτερη αυτής
που συνιστά η σχέση και η κοινωνία με το Θεό.
Η αποδημία «εις χώραν μακράν»
είναι μια πορεία προς τα έξω που δεν εξασφαλίζει ελευθερία. Η επιζητούμενη
αυτοτέλεια οδηγεί σε δραματικές καταστάσεις.
Ο άνθρωπος – υιός αποφεύγοντας το
φυσικό τρόπο ύπαρξης που είναι η σχέση με το Θεό – Πατέρα, ζει στην ψευδαίσθηση
της χειραφέτησης και της αυτοτέλειας. Γεγονός που τον οδηγεί σε ψυχική και
πνευματική αποδιοργάνωση.
«και εκεί διεσκόρπισεν την ουσίαν
αυτού ζών ασώτως» (13). Ο άνθρωπος μη αποδεχόμενος τον τρόπο ύπαρξής του
αποξενώνεται από τον εαυτό και το συνάνθρωπο. Η αποξένωση από τον εαυτό δεν
αποδιοργανώνει απλώς την προσωπικότητα, δε χαλαρώνει τους εσωτερικούς δεσμούς
του αλλά κυρίως τον διασπά.
Αυτό που αρχικά φαινόταν δίκαιο
(ή αυτοτέλεια) έχει, τώρα, ως συνέπεια την αναπόφευκτη διάσπαση της συνοχής του
ως πρόσωπο. Η διάσπαση αυτή δεν είναι παθητική κατάσταση αποσύνθεσης αλλά μία
δυναμική εξέλιξη καταστροφής του ανθρώπινου προσώπου.
Ο άνθρωπος στην προσπάθεια να
αποφύγει τον εαυτό του και να προσδιοριστεί με άλλο, εξωτερικό τρόπο, τελικά
αυτοκαταστρέφεται και οδηγείται σε πνευματική φτώχεια. Η κατάρρευση αυτή της προσωπικότητας
εκδηλώνεται ως απώλεια ενέργειας και ως σπατάλη δυνάμεων.
Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση
της πνευματικής ένδειας από τον Χριστό: «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από
των κεράτων ων ήσθιον οι χοίροι» (16).
Αυτή η ψυχολογική κατάσταση καταγράφεται
ως νέα (αρνητική) πνευματική εμπειρία που δημιουργεί πρωτόγνωρες διαθέσεις και
αισθήματα. Αλλά, κυρίως, γεννά στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης ένα
προβληματισμό και μια επιθυμία απελευθέρωσης απ’ τη στέρηση που δημιουργεί η
απουσία του Θεού.
Η επαναστατική διάθεση του Ασώτου
δεν εκφράζεται ως επιθετικότητα, ως αυτοκαταστροφική διάθεση, αλλ’ ως επιθυμία
επιστροφής, αποκατάστασης και αναγέννησης.
Ο Άσωτος αξιοποιεί θετικά τη
στέρηση του Θεού και τις αρνητικές επιδράσεις του περιβάλλοντος και των ανθρώπων.
Αξιολογώντας τη νέα κατάσταση οδηγείται συνειδητά σε μια ψυχολογική –
πνευματική αφύπνιση.
Ζώντας το τραγικό αδιέξοδο στο
οποίο τον οδήγησε η επιλογή ανακαλύπτει τον αληθινό εαυτό. Ο Χριστός το
αναφέρει αυτό λιτά: «εις εαυτόν ελθών».
Η λιτότητα δεν πρέπει να μας
ξεγελά. Η συνειδητοποίηση του αληθινού ανθρώπου, ως εικόνος του Θεού, μέσα σ' ένα κόσμο αποστασίας δεν είναι κατάσταση στιγμιαία. Είναι προϊόν μακράς,
μεθοδικής, επιμόνου και επιπόνου εργασίας, όπως αυτή προσδιορίζεται από την
Ορθόδοξη ασκητική ζωή και συμπεριφορά.
Ωστόσο η στιγμιαία αίσθηση της
αμαρτωλότητάς μας δε θα πρέπει παρά να θεωρείται ως σημείο έναρξης που θα
οδηγήσει στην «εν μετανοία» συνάντηση με το Θεό – Πατέρα. Συνάντηση στην οποία
Αυτός προσφέρει πλουσιοπάροχα τα αγαθά Του, την ειρήνη και την ασφάλεια.
Εύχομαι, λοιπόν, ως Άσωτοι Υιοί
να αναγνωρίσουμε τη σημασία της εξαρτήσεως μας απ’ το Θεό και να ακολουθήσουμε
τον ενάντιο δρόμο που θα μας οδηγήσει στην «εν Χριστώ» αξιοποίηση του αδιεξόδου
που προκαλεί η αμαρτία. Ώστε να ακούσουμε κι εμείς τον Υπερούσιο Λόγο: «νεκρός
ήν και ανέζησε· και απολωλώς ήν και ευρέθη» (32).
Σ’ Αυτόν η δόξα και η τιμή και η
προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.