Γράφει ο π. Σέργιος Μαρνέλλος,
Δρ. Θεολογίας - Εφημέριος του Ιερού Καθεδρικού Ναού Ιωαννίνων
Δρ. Θεολογίας - Εφημέριος του Ιερού Καθεδρικού Ναού Ιωαννίνων
Σεβαστοί πατέρες,
αγαπητοί αδελφοί
Η
πλούσια υμνογραφία της Εκκλησίας μας αποδίδει με ποιητικά σχήματα, με όμορφες
εκφράσεις και με πολυποίκιλους τρόπους την αλήθεια της πίστης μας, την
αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους και την εφαρμοσμένη θεολογία μέσα από τους
βίους των Αγίων μας. Είναι το μέσο αφενός, για να αποδώσουμε λατρεία στο Θεό,
να τιμήσουμε τους Αγίους μας, να τους ευχαριστήσουμε και να τους παρακαλέσουμε,
και αφετέρου να προβάλουμε πρότυπα, οδηγούς και τρόπους σωτηρίας.
Πολλές φορές στους ύμνους
συναντάμε τη φράση «…οἱ τὴν γῆν
οὐρανώσαντες…». Αναφέρεται στους Αγίους μας, οι οποίοι έκαναν τη γη ουρανό.
Αν με τη λέξη “γη” εκφράζεται το γήινο, το ανθρώπινο, το πεπερασμένο, το
παροδικό, το κτιστό, τότε με τη λέξη “ουρανός” εκφράζεται το θεϊκό, το απόλυτο,
το αιώνιο, το άκτιστο, η Βασιλεία των Ουρανών, ο Θεός. Ουρανός και γη μοιάζουν
να απέχουν πολύ μα είναι πάντα σε άρρηκτη σχέση, σε συνεχή διάλογο, δεν
αποχωρίζονται ποτέ, τόσο κοντά και τόσο μακριά την ίδια στιγμή.
Η σχέση ουρανού και γης
μας φέρνει στο νου το δογματικό όρο της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Θα
επιχειρούσαμε να πούμε ότι ο ουρανός και η γη υπάρχουν ενωμένα «ασυγχήτως,
ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως».
Δεν υπάρχει γη δίχως ουρανό και ουρανός δίχως γη. Εκείνος ο οποίος ένωσε στο
πρόσωπό του τη γη και τον ουρανό, το κτιστό και το άκτιστο, τον άνθρωπο και τον
Θεό είναι ο Ιησούς Χριστός και με τον τρόπο αυτό κατέστησε δυνατή για τους
ανθρώπους την προοπτική να κάμουν ουρανό τη γη, να καταστούν Άγιοι, να Θεωθούν.
Ο άνθρωπος από τη στιγμή
της σύλληψης και της γέννησής του έχει ένα σκοπό, ένα στόχο, όχι απλά να
μεγαλώσει, να μορφωθεί, να σταδιοδρομήσει, να γίνει καλός και χρήσιμος άνθρωπος
και άλλα πολλά, αλλά να αγιαστεί, να θεωθεί. Να κατορθώσει με τη χάρη του Θεού
να φέρει τον ουρανό στη γη ή καλύτερα να εξυψώσει τη γη στον ουρανό.
Αυτή την προοπτική μας
την καταδεικνύουν οι Άγιοι με το βίο τους. Η αγιότητα είναι στη φύση του κάθε
ανθρώπου. Όσο κι αν αποτελεί υψηλό στόχο και επιδίωξη της επίγειας ζωής μας,
δεν είναι κάτι ξένο και απρόσιτο αλλά κάτι το οικείο και φυσιολογικό. Πολλές
φορές, νιώθοντας την προσωπική μας αδυναμία και αναξιότητα, στεκόμαστε αμήχανα
απέναντι στην έννοια του αγίου ως κάτι το απρόσιτο, το μη εφικτό σε εμάς, ως
κάτι που προορίζεται για άλλους...
Πώς να διακρίνουμε την
αγιότητα μέσα στην αμαρτωλότητά μας; Κι όμως, άμα συνειδητοποιούμε την
αμαρτωλότητά μας, αν έχουμε συναίσθηση της κατάστασής μας που συνοδεύεται από
τη μετάνοια, τότε ήδη βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, στα πρώτα στάδια. Πολλές
φορές εξιδανικεύουμε την αγιότητα ως αναμαρτησία, πλήρη καθαρότητα και
αγνότητα. Εν τούτοις ο Απόστολος Παύλος στις Επιστολές του αποκαλεί όλους
ανεξάρτητα τους πιστούς αγίους και μάλιστα κλητούς αγίους και ηγιασμένους εν
Χριστώ[1]. Κατ’
αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε και εμείς να αποκαλούμε ο ένας τον άλλο άγιο.
Γιατί με τη βάπτισή μας έχουμε αγιαστεί και καταστεί κλητοί Άγιοι και
καλούμαστε να ολοκληρώσουμε συν Θεώ την κλήση μας αυτή δια της Εκκλησίας, των
μυστηρίων, της άσκησης, της προσευχής, της καθημερινής πράξης που οφείλει να
είναι μαρτυρία Χριστού εν αγάπη και ελευθερία.
Η κλήση του ανθρώπου από
το Θεό είναι τόσο απλή και συνάμα τόσο μεγαλειώδης, τόσο λαμπρή, σχεδόν άφατη,
να γίνει Άγιος, να Θεωθεί. Να μοιάσει στο Θεό, να εκπληρώσει, δηλαδή, τη
δυνατότητα που του δόθηκε από τις απαρχές του, από τον καιρό της δημιουργίας.
Είναι το μόνο ον που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού και έχει ως σκοπό της ύπαρξής του
το καθ’ ομοίωσιν. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει ότι ο άνθρωπος είναι
βέβαια ζώον, με την έννοια του έμβιου όντος, αλλά έχει κάτι το μοναδικό, είναι «ζῶον... τὴ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον»[2].
Είναι το μόνο ον που μπορεί να θεωθεί, να γίνει Άγιος.
Τι όμως προσδιορίζει ο όρος “άγιος”; Ποια η σημασία του;
Πολλές
φορές χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή, για να αναφερθούμε:
Πρώτα, στο Θεό, όπως φανερώνει και ο γενικό τίτλος των ομιλιών του παρόντος
εκκλησιαστικού έτους: «Ο Θεός, ο μόνος ο
Άγιος, ο εν Αγίοις αναπαυόμενος». Η φράση αυτή προέρχεται από την ευχή που
διαβάζει ο ιερέας την ώρα του τρισάγιου ύμνου στη Θεία Λειτουργία. Εκεί, που ψάλλουμε
προς τον ουράνιο πατέρα μας «Ἅγιος ὁ
Θεός, ἅγιος Ἰσχυρός, ἅγιος Ἀθάνατος· ἐλέησον ἡμᾶς». Αναφερόμαστε στο Θεό
τρεις φορές με το επίθετο “άγιος”, όπως πράττουν οι άγγελοι, οι οποίοι Τον
υμνολογούν λέγοντας «…ἅγιος, ἅγιος,
ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ»[3],
Κατά δεύτερο λόγο αναφερόμαστε στους αγίους, δηλαδή, σε ανθρώπους
που αγίασαν, όπως π.χ. ο Άγιος Γεώργιος, η Αγία Μαρίνα κλπ.
Επίσης σε αντικείμενα, όπως π.χ. Αγία Γραφή, άγια δισκοπότηρα,
άγιες εικόνες κλπ. σε τόπους όπως π.χ. οι Άγιοι Τόποι, για τα μέρη που έδρασε ο
Χριστός ή η Αγία Τράπεζα για το ιερότερο μέρος του ναού κλπ, και σε χρονικές
περιόδους και γιορτές, όπως π. χ. η Αγία Τεσσαρακοστή, τα Άγια Πάθη, η Άγια
Νύχτα κλπ.
Τέλος σε πολλές φράσεις της καθημερινότητας,
όπως μαρτυρούν τα λεξικά μας, π.χ. “είχα άγιο”, όταν θεωρούμε ότι σε μια
δύσκολη στιγμή είχαμε τη βοήθεια ενός αγίου, “κάνει τον άγιο”, υποκρίνεται,
δηλαδή, τον άκακο και ενάρετο, “και ο άγιος φοβέρα θέλει” για άσκηση πιέσεως
και εκεί που, κατά τα φαινόμενα, δε χρειάζεται και σε πάμπολλες άλλες
περιπτώσεις του βίου μας.
Έχουμε άραγε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς σημαίνει η λέξη αυτή
και τι περιγράφει στην ουσία της; Είναι σημαντικό να ανατρέξουμε στη χρήση που
είχε ο όρος αυτός στην πάροδο του χρόνου, για να τον κατανοήσουμε καλύτερα και
να δούμε ίσως ότι έχει μια συνέπεια και διάρκεια. Έτσι η λέξη άγιος
χρησιμοποιείται:
1) από τους αρχαίους Έλληνες για τα
πράγματα που έρχονται σε επαφή με το Θεό, με τον τρόπο της λατρείας, με τις
τελετές και αργότερα, στους ελληνιστικούς χρόνους, για να χαρακτηριστούν οι
θεοί.
2) Στην Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιείται
πολλές φορές και με διαφορετικές σημασίες η λέξη άγιος. Ως Άγιος αναφέρεται
κυρίως ο Θεός, οι Άγγελοι αλλά και οι ιερείς και γενικά οι Ισραηλίτες, οι οποίοι είναι «βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον»[4].
Ακόμα, η λέξη άγιος χαρακτηρίζει τον οίκο, το ναό του Θεού, αλλά και τον τόπο,
όπου παρίσταται και αποκαλύπτεται ο Θεός. Πηγή λοιπόν της αγιότητας στην Π.
Διαθήκη δεν είναι άλλη από το Θεό. Τα πάντα, πρόσωπα και πράγματα, αγιάζονται
και είναι άγια λόγω ακριβώς της αγιότητας του Θεού, εφ’ όσον βρίσκονται σε
σχέση με αυτόν. Η πραγματικότητα αυτή γίνεται φανερή στη φράση από το βιβλίο
του Λευιτικού «και αγιασθήσεσθαι και
άγιοι έσεσθε, ότι άγιος ειμί εγώ Κύριος ο Θεός υμών»[5]. Ο
Θεός όμως είναι «ο προ πάντων άγιος εν
αγίοις»[6],
είναι στην ουσία του άγιος, είναι ο «άγιος,
άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ»[7],
δηλαδή ο Κύριος των δυνάμεων. Γι’ αυτό και αντιδιαστέλλεται με την “κατά χάριν”
αγιότητα των ανθρώπων, όπως διαβάζουμε στον προφήτη Ωσηέ «Θεός εγώ είμι και ούκ άνθρωπος εν σοι άγιος»[8]
δηλαδή εγώ είμαι ο άγιος Θεός και δεν υπάρχει άνθρωπος άγιος[9].
3) Στην Καινή Διαθήκη Άγιος είναι ο
Θεός, Άγιος είναι ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα. Ο απρόσωπος Θεός της Παλαιάς
Διαθήκης αποκαλύπτεται σε πρόσωπα, την Αγία Τριάδα. Επίσης αποκαλύπτεται η αγία
Εκκλησία που είναι σώμα Χριστού. Συνάμα, όπως ήδη είπαμε, κατά τον απόστολο
Παύλο, άγιοι στην Καινή Διαθήκη είναι και οι πιστοί, δηλαδή οι βαπτισμένοι
Χριστιανοί. Σε τι διαφοροποιείται και υπερέχει όμως ο άγιος άνθρωπος της Καινής
Διαθήκης από εκείνον της Παλαιάς;
Με το βάπτισμά μας «εξ ύδατος και Πνεύματος», οι πιστοί
γινόμαστε κλητοί άγιοι καθώς μέσα μας ενοικεί το Πνεύμα του Θεού και άρα είμαστε ναός άγιος του Θεού[10].
Στην προς Εφεσίους Επιστολή του ο Παύλος αναφέρει τους πιστούς ως συμπολίτες
των αγίων και ως οικείους του Θεού[11].
Θεωρούμαστε οικείοι του Θεού μετά το βάπτισμά μας. Μπορούμε ν’ αναλογιστούμε τι
νοήματα εμπερικλείει η λέξη οικείος και μάλιστα οικείος του Θεού; Είμαστε
στενοί φίλοι, είμαστε συγγενείς του Θεού, ανήκουμε στον οίκο του, είμαστε σε
κοινωνία μαζί του, τον συναναστρεφόμαστε. Δηλαδή με το βάπτισμά μας
εισερχόμαστε στο σπίτι του Θεού, την Εκκλησία, η οποία δεν είναι άλλη από το
μυστικό Σώμα Του Χριστού. Χάρις σ’ αυτή την πραγματικότητα είμαστε όλοι κατά
χάριν άγιοι, καθώς αγία είναι η Εκκλησία και άγιος είναι ο Χριστός και Θεός.
4) Αν ανατρέξουμε σε λεξικά θα δούμε ότι
ετυμολογικά η λέξη Άγιος προέρχεται από το αρχαίο ἅγιος < ἄγος ή ἅγος (=
εξάγνιση) και σημαίνει «ιερός, όσιος,
αφιερωμένος στο Θεό ή σχετιζόμενος με το Θεό» ενώ σε άλλο λεξικό διαβάζουμε
την ερμηνεία «αυτός που είναι
απαλλαγμένος από ηθικές ή άλλες ατέλειες».
Όλα τα στοιχεία που αναφέραμε μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι
η λέξη άγιος έχει σχέση με το Θεό ή μάλλον καλύτερα άγιος είναι μόνο ο Θεός και
καθίσταται άγιο ό,τι σχετίζεται μαζί του. Για να το καταλάβουμε καλύτερα, ας
χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που μπορεί να μην ανταποκρίνεται πλήρως αλλά
μπορεί να βοηθήσει: αν ο άγιος Θεός είναι ο ήλιος, οι άγιοι είναι τα αστέρια
που λάμπουν στο στερέωμα του ουρανού, και λάμπουν, επειδή λαμβάνουν το φως του
ήλιου και το αντιφεγγίζουν, χωρίς να είναι ήλιοι, δίχως ποτέ να μπορούν να
γίνουν ήλιοι, γιατί είναι αστέρια, δεν αλλάζει η φύση τους. Έτσι και οι Άγιοι
λάμπουν και φωτοβολούν λόγω της αγιότητας του Θεού.
Συνεπώς, στη φύση του, Άγιος και πηγή αγιότητας είναι μόνο ο
Θεός και τα πάντα, πρόσωπα και πράγματα, αγιάζονται και είναι άγια, λόγω
ακριβώς της αγιότητας του Θεού, εφ’ όσον βρίσκονται σε σχέση και κοινωνία με Αυτόν
και χωρίς να μπορούν βέβαια να γίνουν ίδια με Εκείνον. Αυτό συμβαίνει, επειδή η
αγιότητα του άκτιστου Θεού, είναι απρόσιτη, ανέφικτη για τους λοιπούς, δεν
μπορεί να υπολογιστεί με ανθρώπινα μέτρα και λόγια και συνεπώς είναι
διαφορετική από εκείνη των ανθρώπων και των αντικειμένων που είναι κτίσματα-δημιουργήματα.
Γι’ αυτό και η θέωση, η ένωση με το Θεό γίνεται δια των θείων Ενεργειών Του και
όχι δια τη Ουσίας Του.
Κατά χάριν Άγιοι λοιπόν, και όχι στη φύση τους, είναι οι
Άγιοι που τιμώνται από την Εκκλησία μας αλλά και όλοι εκείνοι οι αμέτρητοι
γνωστοί και άγνωστοι σε εμάς άνθρωποι, οι οποίοι κατόρθωσαν με τη χάρη του Θεού
να γίνουν κοινωνοί Του, να γίνουν ένα μαζί του. Η Εκκλησία μας προβάλλει ως
πρότυπα και τιμά ιδιαίτερα τη μνήμη κάποιων Αγίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
είναι οι μόνοι.
Τη δυνατότητα να γίνουμε
να γίνουμε άγιοι και ένα με το Θεό, μας την έδωσε ο Χριστός με την ενανθρώπηση,
τη σταύρωση και την Ανάστασή του. Ο ίδιος ο Χριστός λέγει στην αρχιερατική του
προσευχή προς το Θεό Πατέρα: «Όπως εσύ
έστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι και εγώ έστειλα αυτούς στον κόσμο, και για χάρη
τους θυσιάζω τον εαυτό μου σ’ εσένα, ώστε κι αυτοί, με τη βοήθεια της αληθείας
να είναι αγιασμένοι εν αληθεία»[12]. Η
ανθρώπινη φύση καθαγιάζεται από τον Θεάνθρωπο Χριστό και μας προσφέρεται με
αγάπη πλέον σε ένα άλλο επίπεδο, σε σχέση και εξάρτηση με την Εκκλησία, το σώμα,
δηλαδή, του Χριστού.
Βεβαίως η αγιότητα του
Χριστού είναι απόλυτη, απλησίαστη[13] και
εμείς οι άνθρωποι είμαστε όλοι κοινωνοί της αγιότητας του Θεού, γι’ αυτό και
είμαστε κοινωνία αγίων, ηγιασμένοι εν Χριστώ, κλητοί άγιοι[14]. Η
αγιότητά μας έχει εσχατολογική προοπτική και προορισμό τη βασιλεία του Θεού. Γι’
αυτό και ο Απόστολος Παύλος στην προς Κολασσαείς επιστολή του μας προτρέπει «Ως εκλεκτοί, λοιπόν, του Θεού, αγιασμένοι
και αγαπημένοι του, αποκτήστε φιλευσπλαχνία, καλοσύνη, ταπεινοφροσύνη,
πραότητα, μακροθυμία. Να ανέχεστε με υπομονή ο ένας τον άλλο, και να συγχωρείτε
ο ένας τον άλλο, κάθε φορά που δημιουργούνται παράπονα ανάμεσα σας… Πάνω απ’
όλα να έχετε αγάπη που είναι ο σύνδεσμος όλων και οδηγεί στην τελειότητα»[15].
Θα λέγαμε ότι η αγιότητα την οποία ήδη κατέχουμε ως ένα βαθμό επιζητεί την τελείωσή της στη βασιλεία του Θεού. Ο κατ’ εικόνα και ομοίωση άνθρωπος ποθεί την επιστροφή του κοντά στο Θεό. Για το λόγο αυτό έχει προδιάθεση προς την αγιότητα, η οποία είναι εφικτή και πραγματοποιήσιμη. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο δρόμος της αγιότητας είναι εύκολος και ευχερής, χωρίς κόπους και δυσκολίες , «στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν»[16]. Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας δείχνουν ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι προς τη βασιλεία του Θεού που φτάνουν μέχρι το μαρτύριο και το θάνατο, ο οποίος είναι τραγωδία και ευλογία, ταυτόχρονα, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ[17].
Η Βασιλεία του Θεού ξεκινά εδώ
και τώρα και επεκτείνεται στα έσχατα. Ζούμε έναν προς το παρόν αρραβώνα με το
Θεό, προγευόμαστε δια της Θείας Κοινωνίας την αιώνια ένωση μαζί του. Οι ναοί
μας, όπου τελούνται οι ιερές ακολουθίες, τα χαριτόβρυτα μυστήρια και προ πάντων
το μυστήριο των μυστηρίων, η Θεία Ευχαριστία, μάς μεταθέτουν στον επουράνιο
θρόνο του Θεού. Αυτό ψάλλει και ο υμνωδός λέγοντας «Ἐν τῷ Ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης
σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν, Θεοτόκε, πύλη ἐπουράνιε, ἄνοιξον ἡμῖν τὴν
θύραν τοῦ ἐλέους σου». Πραγματικά, όταν στεκόμαστε σε ένα ναό, νομίζουμε ότι
βρισκόμαστε στο αέναο θυσιαστήριο του Θεού. Όλα, από την αρχιτεκτονική του
ναού, μέχρι τις ψαλμωδίες και τα τελούμενα συντελούν, ώστε με όλες τις
αισθήσεις μας να μεταφερθούμε από τα επίγεια στα επουράνια, όπου καλούμαστε να
συναντήσουμε τον Άγιο Θεό. Οφείλουμε, αδελφοί μου, να το καταλάβουμε αυτό καλά
και να έχουμε επίγνωση ότι εισερχόμενοι σε ένα ναό εισερχόμαστε στα Άγια των
Αγίων. Στο χώρο, όπου ουρανός και γη γίνονται ένα, εκεί που όταν βλέπουμε τον
ιερέα να τελεί τη Λειτουργία, ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις, ο τελεσιουργός δεν
είναι άλλος από το Μέγα Αρχιερέα Χριστό περιστοιχιζόμενος από τους Αγίους
Αγγέλους του. Εκείνος είναι ο αγιάζων και εμείς οι αγιαζόμενοι, όπως λέγει ο
Απόστολος των Εθνών Παύλος[18].
Αδελφοί και
πατέρες,
Θα θέλαμε να κλείσουμε σήμερα με τους σοφούς
λόγους του αείμνηστου Καθηγητή του Παν/μιου Θεσσαλονίκης Ιωάννου Φουντούλη ο
οποίος γράφει σχετικά: «Αὐτό εἶναι τό
νόημα καί ὁ σκοπός τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων στήν Ἐκκλησία μας. Νά δείξη αὐτή τήν
ἀδιάλειπτο καί ἀδιάσπαστο κοινωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κοινωνία ζώντων ἐν
Χριστῷ πιστῶν, εἴτε στήν γῆ αὐτή εἴτε στήν μακαρία κατάστασι τοῦ οὐρανοῦ. Κοινωνία
γιά τήν ὁποία δέν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλά μόνο ζῶντες, ἐφ' ὅσον ὅλοι ὅσοι
ἀποτελοῦν μέλη της ἡνώθησαν διά τῶν μυστηρίων μέ τόν αἰώνιο καί ἀθάνατο χορηγό
τῆς ζωῆς, τόν Χριστό. Ὅλοι μαζί συνδοξολογοῦν καί συνυμνοῦν τόν Θεό καί δέονται
οἱ ζῶντες γιά τούς κεκοιμημένους καί οἱ κεκοιμημένοι γιά τούς ζῶντας. Ὅλοι
εἶναι πολῖται τῆς Βασιλείας, μέ τήν σφραγῖδα τῆς ἀθανασίας, μέ τά ὀνόματά των
γραμμένα στό βιβλίο τῆς ζωῆς»[19].
Αμήν.
[1] Βλ. Α΄ Κορ. 1, 2.
[2] Λόγος εἰς τὰ Θεοφάνεια, MPG 36, 324, 13. Βλ Αρχιμ.
Γεωργίου, Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής
του ανθρώπου, Εκδ. Ἱερᾶς μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους - Ἄθω.[4] Εξ. 19, 5-6.
[5] Λευτικόν, 11, 44.
[6] Γ΄ Μακ. 2, 21.
[7] Ησ. 6, 3.
[8] Ωσ., 11, 9.
[9] Βλ. περισσότερα στο κεφάλαιο «Η χρήσις του όρου “άγιος” εν τη Παλαιά Διαθήκη», εν Νικολίτσας Δ. Γεωργοπούλου, Communio Sanctorum, Η Εκκλησία ως κοινωνία Αγίων, Αθήνα, σ. 20-24.
[10] Βλ. Α΄ Κόρ. 3, 16-17.
[11] Εφ. 2, 19.
[12] Ιωάν. 17, 18-19.
[13] Βλ. Νικολίτσας Δ. Γεωργοπούλου, όπ. π., σ. 91.
[14] Α΄ Κορ. 1, 2.
[15] Κολ. 4, 12-14.
[16] Ματθ., 7, 14.
[17] Βλέπε Κάλλιστου Γουέαρ, Η εντός ημών Βασιλεία, εκδ. Ακρίτας, σ. 76 και εξής.
[18] Βλ. Εβρ., 2, 11. Στην αρχιερατική προσευχή Του ο Χριστός αναφερόμενος στη επερχόμενη σταυρική Του θυσία για τους ανθρώπους λέγει «ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» (Ιωαν, 17, 19).
*Εσπερινή Ομιλία στον Ι. Ν. Αγίας Μαρίνης πόλεως Ιωαννίνων, στις 2/2/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου