Του μακαριστού Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος*
Οικιακός
μας είναι ο θάνατος εδώ πάνω στο νησί μας. Ήμερος. Αναμενόμενος. Παραμερίζει
τις ροδοδάφνες και ξεπροβάλλει. Και ο δούλος του Κυρίου, αντικρύζοντάς τον, δεν
αιφνιδιάζεται, δεν αγριεύεται. Φυσικά, δεν είναι καλόδεχτος. Όμως, ακόμη και
στις τραγικώτερες επισκέψεις του, δεν είναι ξένος, επίσημος, παγερός.
Στις
συναντήσεις μαζί του κυριαρχεί ένας τόνος μαλακός, ένα είδος σπιτικής
ζεστασιάς. Κάπου εκεί στο γωνίδι τον βάζουμε και κάθεται, και αρχίζουμε μαζί
του συνομιλία. Μοιρολογούμε. Διαλογικά μοιρολογούμε. Ζητούμε λόγους, εξηγήσεις.
Παραπονιόμαστε. Τον κακίζουμε τον θάνατο. Χύνουμε πύρινα δάκρυα. Κάποτε ο τόνος
γίνεται θερμότερος. Ανεβαίνει η κλίματα του θρήνου, γίνεται κραυγή γοερή,
οδυρμός. Πάλι όμως τα πράγματα είναι μερωμένα, δεν ξεπερνούν τα χριστιανικά
ανθρώπινα όρια.
Οικιακός μας
είναι ο θάνατος εδώ. Το βασίλειό του βρίσκεται λίγο πέρα από την αυλή του
σπιτιού μας, στην στροφή του αυλόγηρου της εκκλησίας μας. Συνορεύει με το
χωράφι μας και με τ’ αμπέλι μας… Απλά απλωμένο κοντά στην ζωή μας, το νεκροταφείο
του χωριού, ούτε μας απωθεί, ούτε μας τρομάζει. Σκόρπιοι χαμηλοί σταυροί
ξεφυτρώνουν μέσ’ απ’ το χαμομήλι.
Πουθενά
βάρος και κρυάδα μαρμάρου. Καμμία καταθλιπτική επιβλητικότητα. Ούτε άκαμπτη
γαλήνη. Ειρήνη ιλαρή… πλάϊ στην ορθή αυστηρότητα του κυπαρισσιού, μία
αγριοτριανταφυλλιά έχει τινάξει το ρόδινό της τόξο, και μέσ’ απ’ τον κισσό
ξεπηδά μία φαιδρή νότα ανθισμένης αμυγδαλής. Θαρρείς κι’ είναι περιβόλι του
σπιτιού μας…
Λιβανίζει το
σπίτι η Ιμβριώτισσα νοικοκυρά, κι’ έτσι καθώς είναι, με την ποδιά της, παίρνει
το λιβανιστήρι και πηγαίνει στο μικρό νεκροταφείο, για να λιβανίσει κι’ εκεί
κάποιο δικό της σταυρό. Κι’ έπειτα, στην βάση του σταυρού, θα ανάψει το
καντήλι. Και θάρθει κι άλλη νοικοκυρά. Κι άλλη. Θάρθουν πολλές.
Κάθε σπίτι
έχει και τον σταυρό του. Σπίτι και σταυρός. Ανάβουν στα σπίτια τους τα τζάκια,
ανάβουν και στους σταυρούς γλυκά καντήλια. Και σαν πέφτει το σκοτάδι, πάνω από
τα χαμομήλια, λαμπυρίζουν σαν πυγολαμπίδες πολλά, σκορπισμένα, τόσα δα φωτάκια.
Σαν ένα κομμάτι καθρεφτισμένου ουρανού, με πολλά – πολλά αστράκια, είναι το
νεκροταφείο μας την νύκτα. Κι είναι ήμερο και ζεστό και στο σκοτάδι.
Πριν λίγο
καιρό, στο Γλυκύ (χωριό της Ίμβρου), πέθανε ένα μικρό παιδί. Έφυγε από την αυλή
του σπιτιού του, μέσ’ απ’ τα μικρά παιδιά, και πήγε σ’ ένα μικρό σπιτάκι, κάτω
απ’ την χλόη του νεκροταφείου. Τ’ άλλα παιδιά συνέχισαν τα παιχνίδια τους, στις
αυλές των σπιτιών. Μα μία μέρα, καθώς έπαιζαν, θυμήθηκαν το μικρό αγόρι, κι
αφήνοντας μισοτελειωμένο το παιχνίδι, πήγαν να βρουν τον μικρό τους φίλο. Στο
μικρό του μνήμα μετέφεραν το παιχνίδι τους. Και, μ’ αυτή τη σοβαρή τρυφερότητα
που έχουν τα παιδιά, φύτεψαν πάνω στο νωπό χώμα βιολέτες και τριανταφυλλιές….
Κι’ ενώ θα
κορυφώνεται το τραγούδι της ζωής, η καμπάνα του χωριού θα σημάνει Ψυχοσάββατο…
Από κάθε σπίτι, από κάθε γωνιά του σπιτικού, θα ξεκινήσουν μαυροντυμένες
γυναίκες με τα κόλλυβα στα χέρια, ταπεινές, σιωπηλές, η μία κατόπι στην άλλη,
σα λιτανεία θάρθουν στην εκκλησιά.
Εκεί θα
κατεβούν αμίλητες και οι ψυχές. Και, μέσα στο ημίφως του εσπερινού, νεκροί και
ζωντανοί θα ανταμώσουν. Δεν θάναι ούτε στη χώρα της ζωής, ούτε στη χώρα του
θανάτου. Θα σταθούν για μία στιγμή μαζί, αυτοί που έζησαν και αυτοί που ζουν,
κάπου πέρα από τον θάνατο και τη ζωή, στη γη της αβασίλευτης ημέρας.
*Ένα κείμενο που περιγράφει πώς οι Ίμβριοι μέσα από την λαϊκή ευσέβειά τους αντιμετώπιζαν τον θάνατο ως «οικιακό» (οικείο) τους και πώς τελούσαν τα «νενομισμένα» περί των κεκοιμημένων, όταν ο αοίδιμος Μελίτων ήταν Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου