Κάθεται μόνος και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι. Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει, κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι, σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι. Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη. Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι, δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει. Στην τηλεόραση χιονίζει, το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι και στις παλιές φωτογραφίες, γνώριμα μάτια των νεκρών, που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον. Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη και μόνο το δικό της βλέμμα έρχεται από τα περασμένα. Κοντεύουνε μεσάνυχτα και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί. Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα», ευχές δε φθάνουν ως εδώ, δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα, η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης, μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του. Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια. Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει. Μένει στα δάχτυλα το λάδι αλλά το χάδι χάνεται. Θυμάται κυνηγετικές σκηνές με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα, πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού, που τον παραμονεύει αθέατος αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο πότε μια λάμψη κάνης, πότε μια κίνηση στις κουμαριές κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του. Ξέρει καλά ότι κρατάει μακρύκανο παλιό μπροστογεμές γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο. Όταν αποφασίσει να του ρίξει δε θα προλάβει πάλι να τον δει πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του. Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια, και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις, πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί. Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου, ένας πατέρας που του έτυχε σιωπηλό και δύστροπο παιδί, και να του πω μια ιστορία για να τον πάρει ο ύπνος. Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα... Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο στις πλάτες του ν’ αχνίζει. Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε πως είναι πεθαμένη. Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς, παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε, να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε να παρηγορηθούνε. |
(από το Γυάλινα Γιάννενα, 1989) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου