Μου ‘στειλε πριν από λίγο ο Τάσης αυτές τις φωτογραφίες απ’ το ‘ξωκλήσι τ’ Αγίου Σάββα στη Φολέγανδρο. Τέτοια μέρα, τριάντα κάτι χρόνια πριν, στεκόμουνα σ’ αυτή τη θέση κι αυτή την εικόνα είχα δει, το σκοτεινό παράθυρο με τα κεριά, έργο μονάχο του στον τοίχο. Μ’ αυτή τη μνήμη ζωγράφισα ύστερα τα έργα με τις φλόγες και τα κεριά. Μύριζαν φρέσκο ασβέστη οι πέτρες, θυμάρι η γη κι όλο τριγύρω θάλασσα. Φιλοξενούμενος τότε του Γιάννη Παρασκευάδη και της Ελένης Μπεχράκη στην Αλυσιδερή, πλάι στο Καραβοστάσι. Το ‘κλησάκι μικρό, μονόχωρο, στο πουθενά έξω απ’ τη Χώρα προς την Άνω Μεριά, είχανε πάει από νωρίς η Ελένη με τη μάνα της να το παστρέψουνε για τη γιορτή του, το ‘χαν δικό τους και το φρόντιζαν, εγώ με τον Γιάννη ανεβαίναμε αργότερα χαζολογώντας, έγερνε ο ήλιος να βουτήξει πέρα απ’ το φρυγανισμένο τοπίο του νησιού, κι εκεί όπως περπατούσαμε έσκυψε μια στιγμή κι έπιασε ένα σκονισμένο ξερόχορτο μικρό, το ‘τριψε στα δάχτυλα, ευώδιασε ένα άρωμα σεμνό, δεσποινοβότανο, και μου ‘πε ένα ντόπιο τετράστιχο γι’ αυτό που το ‘χε μάθει απ’ την πεθερά του, την μητέρα της Ελένης: “το δεσποινοβοτανάκι κι ένα άλλο χορταράκι, αν δεν σκύψεις να τα πιάσεις, την αγάπη σου θα χάσεις”. Και ποιό είναι τ’ άλλο βότανο, τον ρώτησα. Εδώ είναι το μυστικό, μου λέει, αυτό καθένας πρέπει να το ‘βρει μόνος του. Ζωγράφος τρυφερός, γλυκύτατος ο Γιάννης, είχε γεμίσει ένα στρατσόχαρτο μικρούλια θυμαράκια τόσα δα, ζωγραφισμένα με χρωματιστά μολύβια, το ‘χα ζηλέψει κι ακόμα το θυμάμαι εκείνο το χαρτάκι, δεν θέλει πολλά ν’ αποδοθεί η ψυχή, το πρώτο βλέμμα, φτιαγμένο με το τίποτε, λίγο πρασινάκι θαμπό, λίγο ρόδινο μαβί, μια στάλα σκουρότερη στη ρίζα για σκιά, ίσα να σταθεί, ούτε προοπτική, τίποτα, μόνο η χωροταξία και το αίσθημα του γύρω τόπου, ανάλαφρα, λιτά και μυρωμένα.
Χρήστος Μποκόρος