Η ενότητα Θεού και κόσμου, νοητών και αισθητών, λόγων και τύπων θεμελιώνεται στο βασικό παράγοντα της μετοχής. Θεός και κτίση διαφέρουν ριζικά στη σχέση αυτής της ενότητας, γιατί ο Θεός μόνο «μετέχεται», ενώ η κτίση μετέχει και μετέχεται.
Ωστόσο μετέχεται μόνο στη μετάδοση μιας ανώτερης κατά την ποιότητα ζωής. Η ικανότητα αυτή για τη μετάδοση δεν είναι αυτοδύναμη, μια και είναι χάρισμα, προερχόμενο από τη μετοχή στη θεία ενέργεια.
Τα κτίσματα λοιπόν δεν έχουν με κανένα τρόπο το αυτοείναι και την αυτοζωή. Αυτά εξασφαλίζονται και πραγματώνονται με τη μετοχή στη θεία ενέργεια που χαρίζει το είναι και διαρκώς το συγκρατεί και το προάγει.
Περιττό να τονιστεί ότι η διάκριση αυτή μετεχόμενου και μετόχου, επειδή προέρχεται από τη δημιουργία «εκ του μη όντος», δεν κάνει το μέτοχο, μετά τη μετοχή, ανεξάρτητο και αυτόνομο.
Η μετοχή συνεχίζεται διαρκώς, γιατί ο μέτοχος δεν είναι μια διαβάθμιση της ουσίας του μετεχόμενου· δεν μετέχει, μια και είναι από το μηδέν, στη θεία ουσία. Με άλλα λόγια αυτή η σχέση μετεχόμενου και μετόχου δεν προέρχεται από την εκδίπλωση μιας αιώνιας ουσίας ή από την απορροή της, αλλά προκύπτει υστέρα από τη δημιουργική πράξη που βάζει το Θεό και τα κτίσματα σε μια τέτοια εξάρτηση, ώστε το είναι και το ευ είναι των κτισμάτων να θεμελιώνεται στη θεία παρουσία, όχι μόνο κατά τη στιγμή της γενέσεως αλλά και κατά τη διαρκή πορεία και ολοκλήρωση αυτών.
Στις Εννεάδες του Πλωτίνου βρίσκει κανείς κατά εντυπωσιακό τρόπο διατυπωμένη την άποψη για τη μετάδοση του είναι από την αίδια και πρώτη αρχή, που μένει ίδια και ανεξάντλητη, ενώ σκορπίζει σε πολλές διακλαδώσεις το είναι και τη ζωή. Εδώ όμως απουσιάζει η βασική προσυνέπεια της διακρίσεως ανάμεσα στην αμέθεκτη θεία ουσία και τη μεθεκτή ενέργεια.
Πρόκειται για μια κίνηση απορροής από την πρώτη ουσία του Ενός που παραμένει μια και πάντοτε ίδια. Τα πολυποίκιλα όντα που έχουν το είναι από την πρώτη αρχή, τελικά διαφέρουν προς την πρώτη αρχή κατά την πολλότητα και τον «κατακερματισμό» του διαχεόμενου φωτός, της αδάπανης πρώτης ουσίας και όχι κατά την ετερουσιότητα της φύσεώς τους.
Ο Πλωτίνος χρησιμοποιεί μάλιστα δυο εκφραστικές παραστάσεις, για να επισημάνει τον τρόπο της προελεύσεως των πολλών από τη μια ουσία. Η πρώτη παράσταση είναι η εικόνα της μιας πηγής, η οποία δεν έχει καμιά άλλη αρχή, και των πολλών ποταμών.
Οι πολλοί ποταμοί διακλαδίζονται και διαχέονται παντού, χωρίς να ξοδεύουν το νερό της πρώτης πηγής και χωρίς να την κατακερματίζουν. Αυτή μένει πάντοτε μια και αναλλοίωτη. Η δεύτερη παράσταση είναι η ρίζα και οι διακλαδώσεις ενός φυτού.
Πάντοτε η ρίζα είναι μια, ενώ δίνει τη ζωή σε όλες τις προεκτάσεις της. Και φυσικά, στην προκειμένη περίπτωση μια είναι η ουσία στο ένα και τα πολλά. Η διάκριση γίνεται μόνο ανάμεσα στο Ένα και την πολλότητα των όντων.
Ως προς την ουσία του Ενός και των πολλών δεν μπορεί να γίνει καμιά διάκριση, γιατί η προέλευση των όντων δεν συντελείται με τη δημιουργία από το μηδέν. Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατή ούτε επιτρεπτή η διάκριση της ουσίας και της ενέργειας του Ενός.
Πρόκειται για έκχυση και διάχυση της ουσίας του θείου φωτός σε μια διάσταση που διακλαδίζεται και κατακερματίζεται, μια και συντελείται η μορφοποίηση της κενής ύλης. Τα μορφοποιημένα όντα της φύσεως είναι πολλά, ενώ η μορφοποιητική ουσία της πρώτης αρχής μια και πάντοτε η ίδια.
Έτσι εξηγείται η μετοχή των πολλών στην ουσία της μιας και πρώτης αρχής. Η θεολογία του Μάξιμου όμως, η οποία στηρίζεται στις βασικές αρχές της πατερικής θεολογίας που προηγήθηκε, επιμένει στη διαστολή μετεχόμενου και μετόχου υπό το πρίσμα της δημιουργίας και της διακρίσεως ανάμεσα στην άκτιστη θεότητα και την κτιστή φύση όλων των δημιουργημάτων.
Η μετοχή συντελείται σαν μια συνέχιση του δημιουργικού και προαγωγικού έργου που αδιάκοπα σμιλεύει η θεία ενέργεια. Δεν πρόκειται για καμιά επέκταση της θείας ουσίας, αλλά για την ολοκλήρωση των ετερούσιων προς την θεότητα κτισμάτων.
Χωρίς μετοχή δεν έχουμε ούτε συγκράτηση της δημιουργίας ούτε προαγωγή και ολοκλήρωση αυτής. Η μετοχή αυτή γίνεται κατά τη δεκτικότητα κάθε κτίσματος. Μετέχουν και τα απρόσωπα κτίσματα που παίρνουν μόνο το είναι και το διατηρούν στη μετοχή αυτή.
Ωστόσο η δεκτικότητά τους είναι τέτοια που δεν επιτρέπει τη φανέρωση και την αύξηση του ευ είναι. Και αυτό συμβαίνει, γιατί δεν υπάρχει ο κατάλληλος λόγος εκείνης της δεκτικότητας που μπορεί να προχωρήσει στις μορφές μιας ανώτερης ζωής.
Με άλλα λόγια, μετά την ουσίωση από τη θεία ενέργεια κάθε κτιστής πραγματικότητας χρειάζονται ανάλογες βαθμίδες δεκτικότητας, για να γίνει η πορεία προς τη ζωοποίηση, τη λογοποίηση και τη θεοποίηση των όντων.
Έτσι άλλα κτίσματα παίρνουν μόνο το είναι ή απλώς ουσιώνονται· άλλα μετά την ουσίωση μετέχουν στη ζωή και την κίνηση που επιβάλλει αυτή· άλλα μετέχουν στο λόγο και φτάνουν στη νοερή ανάπτυξη της φύσεώς τους και τέλος θεώνονται με τη μετοχή στη θεοποιό ενέργεια της θείας ζωής.
Έχουμε λοιπόν την ουσιοποιό, τη ζωοποιό, τη σοφοποιό και τη θεοποιό ενέργεια της θείας χάριτος. Σ' αυτές μετέχουν τα όντα κατά τη δεκτικότητα της φύσεώς τους και κατά την ανάπτυξη της θελήσεώς τους σύμφωνα με την κατά φύση πραγματικότητα της υπάρξεώς τους.
Ως προϋπόθεση για το ευ είναι ισχύει η μετοχή στη ζωοποιό θεία ενέργεια. Έπειτα ακολουθεί η ανάπτυξη της λογικής ζωής, που μπορεί να γίνει και από πλάσματα που εναντιώνονται στη θεωτική χάρη.
Σ' αυτά ο λόγος αναπτύσσεται ξεχωριστά από την κίνηση του νου, ο οποίος είναι αποξενωμένος από τη θεία ζωή. Κατά το συγγραφέα των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων ακόμη και οι δαίμονες δεν είναι έξω από τη θεία αγαθότητα· δεν έχουν απλώς το είναι, γιατί ζουν, νοούν και κινούνται.
Έχουν κάποια μοίρα του αγαθού. Αλλά οπωσδήποτε στερούνται το ευ είναι που για την απόκτησή του χρειάζεται η ελεύθερη ανταπόκριση προς τη θεία προσφορά και η μετέπειτα δημιουργική αύξηση όλων των χαρισμάτων.
Με άλλα λόγια χάρισμα και κατόρθωμα δένονται οργανικά και κάνουν το ευ είναι. Κατά βάση εντούτοις η μετοχή διαδραματίζει τον κυριότερο και ουσιαστικότερο ρόλο. Αλλά δεν μπορεί να γίνει τίποτε, αν δεν ακολουθήσει η συμμόρφωση προς την κατά φύση ανάπτυξη της υπάρξεως.
Η μετοχή λοιπόν στις θείες ενέργειες, την ουσιοποιό, ζωοποιό, σοφοποιό και θεοποιό, την οποία πραγματώνει ένα πρόσωπο μπορεί να οδηγήσει στην ολοκλήρωση του ευ είναι. Μόνο προσωπικά όντα μπορούν να μετέχουν σ' όλες αυτές τις ενέργειες.
Η δεκτικότητά τους είναι προικισμένη για να ολοκληρώνεται στη σχέση της με τη θεία παρουσία. Το πρόσωπο μπορεί να αναφέρεται προς ένα άλλο πρόσωπο και στη συγκεκριμένη περίπτωση προς τον τριαδικό Θεό.
Η προσωπική αναφορά βάζει τον άνθρωπο στην κορυφή της ενότητας κτίσεως και Θεού. Στα προσωπικά όντα φαίνεται ξεκάθαρα ότι η κτίση, με τους λόγους που έχει από τη θεία δημιουργική ενέργεια, είναι εικόνα του τριαδικού Θεού.
Αυτά έχουν τη δεκτικότητα, πάντοτε στα όρια της κτιστής φύσεως, να ομοιωθούν προς το Θεό και να γίνουν κοινωνοί της θείας λογικότητας και της θείας τελειωτικής ζωής. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η αλήθεια για το μυστήριο των προσώπων της Αγίας Τριάδας και για το μυστήριο του προσώπου των λογικών όντων.
Εδώ η συστοιχία των λόγων της κτίσεως προς τη θεία ζωή βρίσκει την πληρότητα και την ολοκληρωμένη έκφραση. Η μετοχή της κτίσεως στη θεία ενέργεια είναι μια κλιμάκωση πορείας και ανόδου, από τη στοιχειώδη και δυσκίνητη ύλη ως τις πιο υψηλές μορφές της σχέσεως λογικών όντων και Θεού, πρόσωπον προς πρόσωπον.
Με άλλα λόγια η μετοχή της κτίσεως, στην ολοκληρωμένη της φάση, είναι κατά βάση προσωπική αναφορά προς τον τριαδικό Θεό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ολόκληρη η κτίση, στην ενότητα Θεού και σύμπαντος, έχει ως εκπροσώπους της τα λογικά και προσωπικά όντα που ολοκληρώνουν και τελειοποιούν τη μετοχή στην ενέργεια της θείας δόξας.
Το πρόσωπο και η προσωπική ζωή είναι τα κυρίαρχα στοιχεία σε ολόκληρη την κτίση, γιατί μόνο αυτά φέρνουν σε άμεση αναφορά την κτίση προς τον τριαδικό Θεό. Στην προκειμένη περίπτωση θα έλεγε κάνεις ότι η σχέση κτίσεως και τριαδικού Θεού δεν είναι κατά βάση διαλεκτική, όπως θα ήθελε ο Κ. Barth, αλλά διαλογική.
Ο Θεός διαλέγεται με τα προσωπικά όντα και αυτά αναφέρονται προς αυτόν. Με την αναφορικότητα αυτή, που είναι η υψηλότερη μορφή μετοχής στη θεία ενέργεια, ωριμάζει και ολοκληρώνεται η διαλογική σχέση κτίσεως και Θεού. Έτσι μόνο θεμελιώνεται και τείνει προς την ολοκλήρωσή της η ενότητα σύμπαντος και ζωής, σε σχέση με το Θεό.
Τελικά δεν υπάρχει μια στατική, απρόσωπη, απολιθωμένη και άκαμπτη ενότητα, αλλά μια δυναμική, προσωπική, προωθητική και ευλύγιστη ενότητα, που βρίσκει διαρκώς την πληρότητά της στην τελειότητα της θείας ζωής.
Βέβαια το κυρίαρχο στοιχείο αυτής της ενότητας είναι η προσωπική διάσταση, γιατί αυτή φανερώνεται και πραγματώνεται δυναμικά από τον προσωπικό Θεό της δημιουργίας...