Ο Μ Ι Λ Ι Α
ΣΤΗ Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ
ΝΗΣΤΕΙΩΝ
ὑπὸ
τοῦ πρωτ. Λάμπρου Χ. Τσιάρα,
προϊστ.
τοῦ Ἱ.Ν. ἁγ. Ἀθανασίου Ἰωαννίνων
1. Τὸ Εὐαγγέλιο
τῆς Β΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μιλάει γιὰ τὴ θεραπεία ἑνὸς
παραλυτικοῦ ἀνθρώπου στὴν πόλη τῆς Καπερναούμ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θεράπευσε πρῶτα
τὴν ψυχὴ τοῦ ἀσθενοῦς, συγχωρώντας τὶς ἁμαρτίες του κι ὕστερα θεράπευσε καὶ τὸ
σῶμα του, καλώντας τον νὰ σηκωθεῖ, νὰ πάρει τὸ κρεβάτι του καὶ νὰ πάει στό σπίτι
του. Ἡ ἄρση τῆς ἁμαρτίας προηγεῖται τῆς σωματικῆς θεραπείας, γιατὶ ἡ ἁμαρτία
εἶναι ἡ ἀπώτερη αἰτία ὅλων τῶν δεινῶν τῆς
ἀνθρωπότητος.
2.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία, μέσα στὴν Τεσσαρακοστή, ἀναγινώσκει περικοπὴ
ποὺ μιλάει γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν, εἶναι προφανής: οἱ πιστοὶ ξεκινήσαμε καὶ
διεξάγουμε τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς νηστείας, ποὺ εἶναι ἀγώνας πνευματικός, «πρὸς
καθαρισμὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων»· ἀγώνας δηλ. κατὰ τῆς ἁμαρτίας,
ποὺ ἀμαυρώνει ψυχὴ καὶ σῶμα. Τὴν ἁμαρτία
θέλουμε νὰ τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας· γι’ αὐτὸ νηστεύουμε καὶ κόβουμε τὰ θελήματά
μας, γι’ αὐτό «προσκαρτεροῦμε ταῖς προσευχαῖς», γι’αὐτὸ διακονοῦμε τοὺς ἀδελφούς
μας στὶς ἀνάγκες τους, γι’αὐτὸ ταπεινωνόμαστε καὶ μετανοοῦμε: γιὰ νὰ λάβουμε
ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση. Καὶ στὸν ναὸ γι’ αὐτὸ ἐρχόμαστε: γιὰ νὰ
παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ εἶναι εὐσπλαχνικὸς μαζί μας καὶ οἰκτίρμων· νὰ μᾶς
καθαρίσει «ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος», ὥστε νὰ δεχτοῦμε μέσα μας
τὴ θεία χάρη καὶ ἐνέργεια· νὰ δεχτοῦμε αὐτὸν τοῦτον τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν
Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, στὸν ὁποῖο «κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»
(Κολ. 2, 9). Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μᾶς μιλάει γιὰ ἄφεση ἁμαρτιῶν: θέλει νὰ
μᾶς προετοιμάσει ἔτσι, ὥστε νὰ γίνουμε δοχεῖα
πεπληρωμένα θεότητος· ἄνθρωποι δηλ. ποὺ λάβαμε θεία ἐνέργεια καὶ χάρη «ἐκ
τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἁγ. Γρηγ. ὁ Παλαμᾶς).
3. Μιλώντας τώρα
γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀναίρεσή της, καλὸ εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο
πρὸ τῆς παρακοῆς. Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι «ἐθεῶντο» τὸν Θεό· μιλοῦσαν μὲ αὐτόν. Ὁ λαμπρὸς διάκοσμος τοῦ «κατ’ εἰκόνα», μὲ τὸν
ὁποῖο τοὺς στόλισε ὁ Δημιουργός, ἀντανακλοῦσε τὸ ἄκτιστο θεῖο φῶς. Στὸν
παράδεισο οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν «ἐν τῷ φωτί» δηλ. «ἐν τῷ Θεῷ», καὶ ὁ
Θεὸς ζοῦσε «ἐν αὐτοῖς». Σκότος, ἀρρώστεια, πόνος, θάνατος δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖ.
Ὅλη ἡ κτίση, μὲ κορωνίδα τὸν ἄνθρωπο, ἦταν μέσα στὸ φῶς, τὴ ζωὴ καὶ τὴ χαρὰ τοῦ
Δημιουργοῦ. Μὲ τὴν ἁμαρτία ὅμως σκοτείνιασε ὁ κόσμος τοῦ ἀνθρώπου· τὸ «κατ’ εἰκόνα»
ἀμαυρώθηκε, καί, πλέον, ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος μπῆκε ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ θέα ἐξέλιπε, ἡ κοινωνία διεκόπη. Κρίμα· ἐκεῖ ποὺ ὅλα «ἐπληροῦντο» φωτός, ἀνοίχτηκε
μιὰ ἄβυσσος χαίνουσα στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ… «Ἐψεύσθη πάλαι Ἀδάμ, καὶ Θεὸς ἐπιθυμήσας
οὐ γέγονεν» (= θέλησε ὁ γενάρχης μας νὰ γίνει Θεός, ἀλλὰ διαψεύσθηκε). Ἔπεσε,
λοιπόν καὶ κυλίστηκε στὸ θάνατο, παρασύροντας μαζί του καὶ τὴν κτίση.
4. Ἀλλὰ κι ἂν ἀπέτυχε
ὁ παλαιὸς Ἀδάμ, τὸ θεῖο σχέδιο δὲ θὰ μποροῦσε νὰ
ματαιωθεῖ. Ὁ προορισμός τοῦ πρώτου Ἀδὰμ θὰ ἐκπληρωθεῖ ἀπὸ τὸν δεύτερο, τὸν
Χριστό, ὁ ὁποῖος ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἑνώσει «τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα» καὶ νὰ
λύσει «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» (Ἐφεσ. 2, 14). «Ἄνθρωπος γίνεται (ὁ) Θεός, ἵνα
θεὸν τὸν Ἀδάμ ἀπεργάσηται», (Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ). Ὁ
Υἱός λοιπόν, μᾶς ἐπισκέφθηκε ὡς ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», μέ ἔργο καί ἀποστολή
νά φωτίσει τούς «ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένους». Ὁ ἴδιος εἶπε πώς εἶναι
φῶς, καί πώς ἦρθε στόν κόσμο ὡς φῶς, ὥστε κανένας νά μή μείνει «ἐν τῇ σκοτίᾳ» τῆς
ἁμαρτίας. Καί, πράγματι τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἔργο φωτιστικό. Στό τέλος τῆς ἐπί
γῆς παρουσίας του, μέ τόν σταυρικό του θάνατο καί μέ τήν ἀνάστασή του, σήκωσε ἀπάνω
του τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, κατέλυσε τό κράτος τοῦ θανάτου κι ἄνοιξε γιά μᾶς
διάπλατα τὴν ὁδὸ γιὰ τὴ συμμετοχή μας στὸ πλήρωμα τῆς θείας ζωῆς, τὴν ὁδὸν δηλαδή
τῆς θεώσεως ποὺ εἶναι ὁ τελικὸς προορισμός μας.
Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος «πληρώσας τὴν ὑπὲρ ἡμῶν
οἰκονομίαν, καὶ τὰ ἐπὶ γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις», (Κοντάκιον τῆς Ἀναλήψεως),
βρίσκεται ὡστόσο πάντοτε μεθ’ ἡμῶν, γιὰ
νὰ μᾶς «καθαρίζει» μὲ τὸ Αἷμα τῆς θυσίας του «ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν.
1, 7), καὶ νὰ μεταγγίζει μέσα μας τὸ πῦρ
τῆς θεότητός του. Τὸ ὁμολογοῦμε αὐτὸ στὴν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως:
«… ζωοῦται καὶ θεοῦται πᾶς ὁ τρώγων σε καὶ πίνων ἐξ εἰλικρινοῦς καρδίας».
5.
Δὲν εἶναι τυχαῖο, ἀδελφοί, ὅτι ὁ ἀγώνας τῶν πατέρων τῆς ἀσκητικῆς παράδοσής
μας, ἐξόχως δὲ τοῦ σήμερα τιμωμένου ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, εἶναι νὰ
δείξουν, ὅτι ἡ «κατὰ Χριστὸν ζωή» εἶναι
πορεία ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τῆς θεογνωσίας· εἶναι
πορεία καθάρσεως καὶ ὅρασης: «καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ
φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα», (Ὄρθρ. Ἀναστάσεως)·
εἶναι –τέλος– ἡ χριστιανικὴ ζωὴ, πορεία κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ, τοὐτέστιν πορεία θεώσεως. Τὸ ἄκτιστο θεῖον φῶς, γιὰ τὸ ὁποῖο μᾶς
μιλοῦν οἱ ἅγιοι πατέρες, ἐξόχως δὲ ὁ Παλαμᾶς, δὲν ἔχει ἔννοια θεωρητική,
φιλοσοφική. Εἶναι μιὰ πραγματικότητα στὴ
ζωὴ τῶν ἁγίων, ἕνα δεδομένο τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας ποὺ τὸ πετυχαίνουν οἱ ἄξιοι ἤδη
ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή· θεῶνται δηλ. –κατὰ τὸ μέτρο τῆς τελειότητάς τους– τὴν ἐξαστράπτουσα
φωτοχυσία τῆς τριλαμποῦς μιᾶς θεότητος, καθ’ ὅν τρόπον οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ «ἐθεάσαντο»
αὐτὸ τὸ φῶς στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
ἦταν νὰ διασφαλιστεῖ ἡ δυνατότητα μιᾶς συνειδητῆς κοινωνίας–σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τὸν Θεόν· νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ πραγματικὴ
ἐμπειρία τῆς θεογνωσίας, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς χαρίζει στοὺς ἀξίους του διὰ τῶν ἀκτίστων
ἐνεργειῶν του. Στὶς μέρες ἐκεῖνες τῶν ἡσυχαστικῶν λεγομένων ἐρίδων,
διακυβεύονταν ὁ ἔσχατος προορισμός μας, δηλ. ἡ πραγματική (ὄχι ἡ στοχαστική,
θεωρητική, φιλοσοφική) ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό.
Ἡ δυτικὴ θεολογία ἰδεῶν (διάβαζε:
θρησκευτικὴ φιλοσοφία) ἀρνιόταν νὰ δεχτεῖ ὅ,τι δὲν καταλάβαινε τὸ ἀνθρώπινο
μυαλό. Ὅ,τι ἤτανε ὑπέρλογο τῆς φαινότανε «μωρία». Ἀλλ’ ἡ κατὰ Θεὸν «μωρία» τοῦ
Παλαμᾶ κατίσχυσε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τῆς ἀνθρώπινης σοφίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία
μας ἀναγνώρισε τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ὡς δεύτερη νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας,
καὶ ὅρισε νὰ γιορτάζεται ἡ μνήμη του μία Κυριακὴ μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
6. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί·
ἡ πραγματοποίηση τοῦ προορισμοῦ μας νὰ γίνουμε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β΄
Πέτρ. 1, 4), ἀρχίζει μὲ τὴν ἄρση τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι βέβαιο ὅτι σὲ καθέναν ποὺ ἀπεκδύεται
τὴν «δοράν» τῆς νεκρώσεως, τοὐτέστι τὴν προβιὰ τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐνδυθεῖ
«τὴν στολὴν τὴν πρώτην», ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες του καὶ
νὰ τὸν κάνει υἱὸν φωτός. Αὐτὸ
πραγματοποιεῖται σὲ συγκεκριμένο χῶρο, τὴν Ἐκκλησία, (ποὺ εἶναι σῶμα τοῦ
Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως), καὶ μὲ
συγκεκριμένο τρόπο: διὰ τῶν ἁγίων Μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Στὴν
προσπάθειά μας γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν ὁλοφώτεινη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ ὀρθόδοξη
παράδοσή μας, μὲ τὴν πεῖρα ἁγιωσύνης ποὺ διαθέτει, μᾶς χειραγωγεῖ στὸ δρόμο τῆς
μετὰ τοῦ Θεοῦ ἑνώσεως. Ἡ θεολογία τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ περιέβαλε μὲ τὸ κῦρος της ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, μᾶς δείχνει τὸ δρόμο τῆς περισυλλογῆς καὶ τῆς νήφουσας ἡσυχίας· μᾶς
διδάσκει ὅτι «διὰ καταδύσεως (ἐντός μας) ἡ πρὸς Θεὸν ἡμῶν ἄνοδος γίγνεται»· μᾶς
χειραγωγεῖ σὲ μιὰ σιωπὴ βοῶσα, σὲ μιὰ προσευχὴ ἀλάλητη, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε
προσευχή, σὲ μιὰ είρήνη ποὺ ξεπερνᾶ κάθε κοσμικὴ εἰρήνη· γιὰ νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴ
σύγχυση τῆς ἁμαρτίας στὸ ξέφωτο τῆς θείας δόξης· ἐκεῖ, ὅπου ὁ Ἄγνωστος «ἐν τῇ οὐσίᾳ
του» θὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ, κρυμμένος ὑπὸ τὴν ἀφθονία τοῦ φωτός του! ΑΜΗΝ.