«Η γριά Μπάμπαινα ετοιμάζει στο φτωχόσπιτό της τα κόλυβα της
κόρης της, της Ευμορφίας, που έχει πεθάνει πριν από έξι μήνες, γιατί την
επομένη είναι Ψυχοσάββατο. Εκεί ζει με τη νύφη της, τη Μαρία, την οποία θεωρεί
υπεύθυνη για το θάνατο της Ευμορφίας.
Η Μαρία και η Μπάμπαινα συνομιλούν στην
αρχή του έργου και αποτυπώνεται η αμοιβαία τους αντιπάθεια. Περιμένουν τον
Κωνσταντή, τον άντρα της Μαρίας από τις δουλειές στην εξοχή. Όταν ο Κωνσταντής
φτάνει ανακοινώνει ότι σε λίγο θα έρθει ο ξάδερφός του ο Λίγερος. Η Μαρία
δείχνει να περιμένει με λαχτάρα τον ερχομό του Λίγερου. Τρώνε όλοι μαζί και η
γριά συνεχώς επιτίθεται στη νύφη της και υποστηρίζει ότι ζούμε μαζί με τους
νεκρούς, ότι κάνουμε ό,τι εκείνοι θέλουν. Η Μαρία τρομάζει, σαν να είδε κάτι
και σιγοκλαίει. Τέτοια περιστατικά επαναλαμβάνονται τακτικά και ο γιατρός τους
είπε ότι είναι «υστερικά». «Οι πεθαμένοι μας κυβερνούν» ξαναλέει η γριά
Μπάμπαινα, δείχνοντας ευθέως προς τη νύφη της, αλλά ο Κωνσταντής παίρνει το
μέρος της γυναίκας του.
Όταν η Μαρία μένει μόνη με τον Λίγερο του ζητά να την
πάρει να φύγουν, να την πάει στη μάνα της και να γίνει δική του. Ο Λίγερος την
είχε ζητήσει από τον πατέρα της, αλλά εκείνος την έδωσε στον πλούσιο Κωνσταντή.
Η Μαρία βιώνει επώδυνα το γάμο της και η Ευμορφία, όσο ζούσε, της έκανε τη ζωή
δύσκολη καθημερινά. Τελικά η Μαρία πείθει το Λίγερο να την πάρει μαζί του και
οργανώνουν τη φυγή τους. Η δράση διακόπτεται από το «Ιντερμέτζο» και η σκηνή
γεμίζει ψυχές. Η Ευμορφία ως Κορυφαία του Χορού των ψυχών, τραγουδά μαζί με τις
συντρόφισσές της την επιστροφή στο σπίτι της που τη γεμίζει χαρά. Και με το
τραγούδι οι ψυχές χάνονται. Η Μαρία με αναμμένο το λύχνο πάει να φύγει, αλλά
στην πόρτα βλέπει την Ευμορφία που την εμποδίζει και πέφτει λιπόθυμη. Ο Λίγερος
προσπαθεί να την συνεφέρει και να την πάρει μαζί του. Η Μαρία τελικά ομολογεί
πως άνοιξε το παράθυρο τη νύχτα και ξανακύλησε η άρρωστη αδερφή στην αρρώστια.
Η γριά Μπαμπαινα έρχεται να συνηγορήσει και ο Κωνσταντής σύρει τη γυναίκα του
«απάνου στο κρεβάττι της πεθαμένης». Ακούγονται κρότοι και μια υπόκωφη κραυγή
της Μαρίας. Η Μπάμπαινα υψώνει τα χέρια: «Δικαιοσύνη». Χτυπάει ο όρθρος του
Ψυχοσάββατου…».