Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018
Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018
«Στοχασμοί του Δεκαπενταύγουστου»
Η
Πλατυτέρα των Ουρανών
Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της
Παναγίας! Όσο κι αν περιλαμβάνει αυτός ο μήνας και μια μεγάλη δεσποτική εορτή
-τη Μεταμόρφωση του Χριστού- ο Αύγουστος είναι ο κατ’ εξοχήν θεομητορικός μήνας
του χρόνου. Ακόμη πιο πολύ κι από τον Μάρτη, τον μήνα του Ευαγγελισμού. Γιατί
δεν είναι μόνο η γιορτή, η Κοίμηση της Παναγίας στις 15 Αυγούστου, που
χρωματίζει όλο τον μήνα. Είναι προπάντων ολόκληρο το πριν από την Κοίμηση δεκαπενθήμερο:
Οι καθημερινές Παρακλήσεις στην εικόνα της Παναγίας με την κατάνυξη και τη
συντριβή τους. Η νηστεία, η πιο φιλάνθρωπη όλου του χρόνου, μιας και δεν
λείπουν τα παντοειδή φρούτα και λαχανικά. Τα μελτέμια που προϊδεάζουν για τον
επερχόμενο χειμώνα και κάνουν πιο ποθητή τη μητρική αγκαλιά… Ακόμη ηχεί πένθιμα
στ’ αυτιά μου η δειλινή ικεσία του χριστιανού ποιητή Μ. Μουντέ:
«Έλα
σαν Αυγουστιάτικο μελτέμι
προτού
οι εφτά πληγές σφραγίσουνε το τέλος…».
Αυτός ο «δεκαπεντισμός», όπως
τον λένε στη Μυρτιδιώτισσα των Κυθήρων, είναι που κάνει τον Αύγουστο
αποκλειστικό μήνα της Παναγίας. Όπως το Άγιον Όρος είναι το αποκλειστικό
Περιβόλι Της!
Όμως τι είναι ένας μήνας ή το
δάκτυλο μιας χερσονήσου, όταν πρόκειται για τη «Μεγαλόχαρη», την «Παντάνασσα»,
την «Πλατυτέρα των Ουρανών»;
Κανένα πρόσωπο στην Εκκλησία
δεν εγνώρισε τόσο μεγάλη χάρη από τον Θεό. Αλλά και κανένα πρόσωπο δεν
αφιερώθηκε τόσο νωρίς και τόσο ανεπιφύλακτα στου Θεού το θέλημα. Στο Ναό
εισήλθε «ως τριετίζουσα δάμαλις», και στο μήνυμα του Ευαγγελισμού, το
ανήκουστο, απάντησε: «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ.
1,38). Γι’ αυτό την εχαρίτωσε ο Θεός και την μακαρίζουν πάσαι αι γενεαί ως την
Κεχαριτωμένη. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν αρκέσθηκε να την κηρύξει Αγία, και
την ονόμασε Παναγία. Και επειδή δέχθηκε στη γαστέρα Της παν το πλήρωμα της
Θεότητος σωματικώs, ήταν πολύ φυσικό να μη φθάνει ένας μόνο χαρακτηρισμός για
να εκφράσει ολόκληρο το μυστήριο της Παναγίας. Γι' αυτό ο λαός μας της έδωσε
άπειρα ονόματα, είτε ανάλογα με τις ιδιότητές Της, είτε ανάλογα με τα τοπωνύμια
των προσκυνημάτων Της. Έτσι την είπε Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοο, Γλυκοφιλούσα,
Οδηγήτρια, Λαοδηγήτρια, Ελεούσα, Παμμακάριστο, Περίβλεπτο, Δεξιοκρατούσα,
Επταβηματίζουσα, Μυρτιδιώτισσα, Βαλουκλιώτισσα, Καμαριανή, Λαμπινή, Πορταΐτισσα
κ. ά. Απ’ όλον αυτόν τον πλούτο των ονομάτων και επιθέτων, που δείχνουν πόσο
ζωντανή και βαθειά μένει πάντα η λατρεία της Παναγίας στη λαϊκή μας ευσέβεια,
θα αναλύσουμε εδώ με συντομία μόνο ένα χαρακτηρισμό Της, που φαίνεται να
εκφράζει και να συνοψίζει συγχρόνως και όλους τους άλλους μαζί. Πρόκειται για
τον χαρακτηρισμό Πλατυτέρα των Ουρανών.
Τι εννοούμε λοιπόν μ’ αυτή την
προσωνυμία της Θεοτόκου; Είναι απλώς μια υπερβολή της πιστευούσης ψυχής; Είναι
ένας ρητορισμός της βυζαντινής γραμματείας; Ή μήπως έχει και συγκεκριμένο
θεολογικό περιεχόμενο ένας τέτοιος χαρακτηρισμός; Δεν χωρεί καμμιά αμφιβολία
ότι η Παναγία ονομάστηκε «Πλατυτέρα των Ουρανών» γιατί εχώρεσε στη γαστέρα Της
«τον αχώρητον Θεόν». Οι ουρανοί δεν τον χωρούσαν και τον εχώρεσε η μήτρα της
Παρθένου! Γι’ αυτό ο υμνωδός διερωτάται θαυμαστικώς: «Ο αχώρητος παντί πώς
εχωρήθη εν γαστρί;»;
Αυτή όμως είναι μόνο η μία
πλευρά του νομίσματος· το ένα μόνο μέρος της ιστορίας. Υπάρχει και η άλλη, που
έχει κι αυτή τη σπουδαιότητά της, και μάλιστα το συγκλονιστικό ενδιαφέρον της,
γιατί αφορά εμάς τους ανθρώπους και όχι τον Θεό. «Πλατυτέρα των Ουρανών»
λέγεται η Παναγία, όχι μονάχα γιατί εχώρεσε τον «αχώρητον Θεόν», αλλά γιατί
χωρεί και άλλους, που για πολλούς λόγους δεν χωρεί ο ουρανός! Στον ουρανό,
δηλαδή στη Βασιλεία των Ουρανών, δεν χωρούν όλοι. Θέση και δικαίωμα εκεί έχουν
μόνο οι άγιοι, οι εκλεκτοί. Οι αμαρτωλοί και βέβηλοι δεν έχουν εκεί θέση. Όμως
στης Παναγίας την καταφυγή και προστασία τολμούν να πλησιάσουν κι αυτοί
ζητώντας έλεος και πρεσβείες και μεσιτεία. Γνωρίζοντας οι αμαρτωλοί πως είναι
από τη γη η Παναγία, την αναγνωρίζουν μάνα όλου του κόσμου: «και Σε μεσίτριαν
έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν…», ψάλλουμε στην Παράκληση. Η Παναγία λοιπόν
χωρεί περισσότερα από τον ουρανό και εν σχέσει με μας τους ανθρώπους. Γι' αυτό
είναι και από αυτή την άποψη των ουρανών Πλατυτέρα!
Ας ευχηθούμε να μη στερηθεί
κανείς πιστός και κανείς άνθρωπος τη σωτήρια πρεσβεία Της προς τον Υιό Της και
Λόγο και Σωτήρα του κόσμου!
Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός
(Από το έργο
«Ενσαρκώσεις του Δόγματος», Εκδόσεις «Δόμος»)
«Η Κοίμηση της Παναγίας»
Γύρω στριμωγμένοι οι απόστολοι κι οι
άγγελοι. Ο Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης ασπάζονται την Παναγιά. Μπροστά στο
νεκροκρέβατο ένας Εβραίος με κομμένα χέρια που κρέμονται πίσω του. Όλα αυτά τα
στοιχεία βρίσκουμε στην παραδοσιακή εικόνα για την «Κοίμηση». Ο Θεόφιλος στη
σύνθεσή του έχει τους έντεκα απόστολους και στη θέση που στην παραδοσιακή
εικόνα υπάρχει το ξαφτέρουγο, αυτός βάζει το θεϊκό μάτι. Επίσης, στην εικόνα
του δεν υπάρχουν τα σπίτια, τα μανουάλια με λαμπάδες αναμμένες, δίπλα στο
νεκροκρέβατο, οι άγιοι ιεράρχες Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Ιερόθεος και
Τιμόθεος να βαστάνε ευαγγέλια, γυναίκες να κλαίνε, οι δώδεκα απόστολοι να
έρχονται μέσα σε σύννεφα, ο Δαμασκηνός Ιωάννης να βαστά χαρτί, ο άγιος Κοσμάς ο
ποιητής.
Στην παραδοσιακή εικόνα, η «Κοίμηση της
Θεοτόκου», όπως μας περιγράφει ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά (Αγράφων) ιερομόναχος
στο βιβλίο του «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» (Εν Πετρουπόλει 1909)
ζωγραφίζεται έτσι: «Σπίτια και μέσον η Παναγία κειμένη επί κλίνης νεκρά, έχουσα
έμπροσθέν της σταυρωμένα τα χέρια, και πλησίον της κλίνης ένθεν και ένθεν
μανουάλια με λαμπάδας αναμμένας· και εις Εβραίος έμπροσθεν της κλίνης, έχων
κομμένα τα χέρια, κρεμασμένα εις την κλίνην, και έμπροσθεν αυτού εις άγγελος με
γυμνό σπαθί· και εις τους πόδας της ο απόστολος Πέτρος θυμιών με θυμιατόν, και
εις την κεφαλήν της ο άγιος Παύλος και ο θεολόγος Ιωάννης ασπαζόμενοι αυτήν·
και γύρωθεν οι λοιποί απόστολοι και οι άγιοι ιεράρχαι Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης,
Ιερόθεος και Τιμόθεος, βαστάζοντες ευαγγέλια, και γυναίκες κλαίουσαι· και
επάνωθεν αυτής ο Χριστός βαστών εις τας αγκάλας του την αγίαν αυτής ψυχήν
λευκοφόρον· και γύρωθεν αυτού φως πολύ και πλήθος αγγέλων, και άνωθεν εις τον
αέρα πάλιν οι δώδεκα απόστολοι ερχόμενοι μετά νεφελών· και εις την δεξιάν άκρην
του σπιτίου ο Δαμασκηνός Ιωάννης βαστών χαρτί λέγει: "Αξίως ως έμψυχον σε
ουρανόν υπεδέξαντο ουράνια, πάναγνε, θεία σκηνώματα, και παρέστηκας" κτλ.
Και εις την αριστεράν ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής βαστών χαρτί λέγει: "Γυναίκα
σε θνητήν αλλ' υπερφυώς και μητέρα Θεού ειδότες, πανάμωμε"».
«Η Κοίμηση της Παναγίας», όπως τη βλέπουμε
στις φορητές εικόνες και στις πιο πολλές τοιχογραφίες, ιστορείται με κατάνυξη
στο θρησκευτικό «δρώμενο» για την κηδεία της. Η Παναγιά στο νεκροκρέβατό της
εικονίζει την κιβωτό με το αγίασμα, καθώς προεικονίστηκε στην Παλαιά Διαθήκη με
τον ψαλμό ΡΛΑ (8) από τον Δαβίδ «Ανάστηθι Κύριε εις την ανάπαυσίν Σου Συ και η
κιβωτός του αγιάσματός Σου».
Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018
«Της παραμυθίας χώρα απέραντη...»
«Μητέρα, που το
μέγεθός σου, επιτρέπει να πάρει
ο πόνος τη μορφή
ακύμαντης θάλασσας,
όταν τον
αντικρύζεις καθηλωμένο στο Σταυρό,
μη πάψεις να
διαμένεις στα μάτια μας,
σήμερα, που
δοκιμαζόμενα εκείνα,
χορηγούν σ όλους, την υπέρ πάντα αλήθεια.
Όχι τη λογική των θηρίων,
Αλλά εκείνην του ποιμνίου
Του καινούριου σου παιδιού,
Μάντρα των θελόντων σωθήναι,
της παραμυθίας χώρα απέραντη,
καταστόλιστη μ' όλες τις χάρες της άνοιξης,
επέτρεψε στους δούλους σου την είσοδο,
ώστε να μπορούν όρθιοι,
να συνεχίσουν να άδουν αδιάκοπα,
σε σένα, ευχαριστήριους ύμνους,
Υπέρμαχη σε όλους τους κινδύνους,
Στρατήγισσα».
Νίκος
Γαβριήλ Πεντζίκης
Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018
«Tω αυτώ μηνί IE΄, η σεβασμία Mετάστασις της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας»
Oυ θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Kόρην,
Tου Kοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος.
Zη αιεί Θεομήτωρ καν δεκάτη θάνε πέμπτη.
Όταν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός, ηθέλησε να παραλάβη εις τον εαυτόν του την εδικήν του Mητέρα, τότε προτίτερα από τρεις ημέρας, εφανέρωσεν εις αυτήν διά μέσου Aγγέλου (όστις λέγουσιν, ότι ήτον ο Aρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις Oυρανόν αυτής Mετάστασιν. Eλθών δε προς αυτήν ο Άγγελος, είπε. Tάδε λέγει ο Yιός σου· καιρός είναι να παραλάβω την Mητέρα μου εις τον εαυτόν μου. Όθεν μη ταραχθής διά τούτο, αλλά με ευφροσύνην δέξαι το μήνυμα, επειδή και μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον. Tούτο δε μαθούσα η Θεοτόκος, εχάρη χαράν μεγάλην. Kαι λοιπόν από τον πόθον κινουμένη του να μεταβή προς τον Yιόν της, ανέβη με σπουδήν και προθυμίαν επάνω εις το όρος των Eλαιών διά να προσευχηθή. (Eίχε γαρ η Πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνά εις το όρος αυτό.) Tότε δε ηκολούθησεν ένα θαύμα παράδοξον. Διότι όταν ανέβη εκεί η Θεοτόκος, τότε έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, οπού ήτον εις το όρος φυτευμένα, ωσάν να ήτον έμψυχα και λογικά, και έτζι επροσκύνησαν, και απέδωκαν κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Kυρίαν του κόσμου και Δέσποιναν.
Aφ’ ου δε ικανώς επροσευχήθη η Πανάχραντος, εγύρισεν εις την οικίαν της, και ω του θαύματος! παρευθύς εσείσθη όλη. Έπειτα άναψε πολλά φώτα η Δέσποινα, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενίδας αυτής και γειτόνισσας. Σαρόνοι τον οίκον της, ευτρεπίζει τον νεκροκράββατον, και ετοιμάζει όλα, όσα ήτον επιτήδεια εις τον ενταφιασμόν της. Φανερόνοι δε και εις τας άλλας γυναίκας τα λόγια, οπού την ελάλησεν ο Άγγελος διά την εις τους Oυρανούς αυτής μετάστασιν. Kαι εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων, δείχνει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, οπού έδωκεν εις αυτήν ο Άγγελος. Tούτο δε ήτον ένας κλάδος της φοινικίας. Η δε καλεσμέναις γυναίκες, το λυπηρόν τούτο ακούσασαι μήνυμα, εθρήνουν, και με δάκρυα το πρόσωπον αυτών έλουον, ελεειναίς φωναίς οδυρόμεναι. Παύσασαι όμως από τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. H δε Θεοτόκος τας εβεβαίονεν, ότι και αφ’ ου μετασταθή εις τους Oυρανούς, έχει να διαφυλάττη, όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον. Όθεν με τα τοιαύτα παρηγορητικά λόγια, έπαυσε την υπερβολικήν αυτών λύπην.
Tου Kοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος.
Zη αιεί Θεομήτωρ καν δεκάτη θάνε πέμπτη.
Όταν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός, ηθέλησε να παραλάβη εις τον εαυτόν του την εδικήν του Mητέρα, τότε προτίτερα από τρεις ημέρας, εφανέρωσεν εις αυτήν διά μέσου Aγγέλου (όστις λέγουσιν, ότι ήτον ο Aρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις Oυρανόν αυτής Mετάστασιν. Eλθών δε προς αυτήν ο Άγγελος, είπε. Tάδε λέγει ο Yιός σου· καιρός είναι να παραλάβω την Mητέρα μου εις τον εαυτόν μου. Όθεν μη ταραχθής διά τούτο, αλλά με ευφροσύνην δέξαι το μήνυμα, επειδή και μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον. Tούτο δε μαθούσα η Θεοτόκος, εχάρη χαράν μεγάλην. Kαι λοιπόν από τον πόθον κινουμένη του να μεταβή προς τον Yιόν της, ανέβη με σπουδήν και προθυμίαν επάνω εις το όρος των Eλαιών διά να προσευχηθή. (Eίχε γαρ η Πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνά εις το όρος αυτό.) Tότε δε ηκολούθησεν ένα θαύμα παράδοξον. Διότι όταν ανέβη εκεί η Θεοτόκος, τότε έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, οπού ήτον εις το όρος φυτευμένα, ωσάν να ήτον έμψυχα και λογικά, και έτζι επροσκύνησαν, και απέδωκαν κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Kυρίαν του κόσμου και Δέσποιναν.
Aφ’ ου δε ικανώς επροσευχήθη η Πανάχραντος, εγύρισεν εις την οικίαν της, και ω του θαύματος! παρευθύς εσείσθη όλη. Έπειτα άναψε πολλά φώτα η Δέσποινα, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενίδας αυτής και γειτόνισσας. Σαρόνοι τον οίκον της, ευτρεπίζει τον νεκροκράββατον, και ετοιμάζει όλα, όσα ήτον επιτήδεια εις τον ενταφιασμόν της. Φανερόνοι δε και εις τας άλλας γυναίκας τα λόγια, οπού την ελάλησεν ο Άγγελος διά την εις τους Oυρανούς αυτής μετάστασιν. Kαι εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων, δείχνει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, οπού έδωκεν εις αυτήν ο Άγγελος. Tούτο δε ήτον ένας κλάδος της φοινικίας. Η δε καλεσμέναις γυναίκες, το λυπηρόν τούτο ακούσασαι μήνυμα, εθρήνουν, και με δάκρυα το πρόσωπον αυτών έλουον, ελεειναίς φωναίς οδυρόμεναι. Παύσασαι όμως από τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. H δε Θεοτόκος τας εβεβαίονεν, ότι και αφ’ ου μετασταθή εις τους Oυρανούς, έχει να διαφυλάττη, όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον. Όθεν με τα τοιαύτα παρηγορητικά λόγια, έπαυσε την υπερβολικήν αυτών λύπην.
Έπειτα εδιώρισεν η Πάναγνος διά τα δύω φορέματα οπού είχεν,
ότι δηλαδή αι δύω χήραι, οπού ήτον εις αυτήν γνώριμαι και φιλαινάδαι, και οπού
ετρέφοντο παρ’ αυτής, αυταί να πάρουν κάθε μία το ένα φόρεμα. Eις καιρόν δε
οπού ταύτα εδιάτασσεν η Πανάμωμος, ω του θαύματος! έγινεν αιφνιδίως ένας ήχος
μιάς δυνατής βροντής, και ευθύς ήλθον εκεί πάμπολλα νέφαλα, τα οποία αρπάσαντα
από τα πέρατα της οικουμένης τους Aποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της
Θεοτόκου. Mαζί δε με τους Aποστόλους ήλθε και ο Aρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος
Iερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Aπόστολος Tιμόθεος, και οι λοιποί
θεόσοφοι Iεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Oι οποίοι καθώς έμαθον την
αιτίαν, διά την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως εσυνάχθησαν, ταύτα έλεγον προς
την Θεοτόκον. Σε Δέσποινα, βλέποντες ημείς, πως έζης και έμενες εις τον κόσμον,
επαρηγορούμεθα, ωσάν να εβλέπομεν τον Yιόν σου και Δεσπότην ημών και
Διδάσκαλον. Eπειδή δε τώρα με την βουλήν του Yιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις
τα Oυράνια, διά τούτο θρηνούμεν, ως οράς, και δακρύομεν. Aγκαλά και κατά άλλον
τρόπον χαίρομεν, διά τα επί σοι οικονομούμενα πράγματα. Tαύτα δε λέγοντες,
έβρεχον το πρόσωπόν τους με δάκρυα.
Tότε η Θεοτόκος προς αυτούς απεκρίθη. Ω φίλοι και μαθηταί του
εμού Yιού και Θεού, μη κάμετε πένθος και λύπην την εδικήν μου χαράν. Aλλά
ενταφιάσετε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω το σχηματίσω επάνω εις το
νεκροκράββατον. Όταν δε ταύτα τα λόγια ετελειώθησαν, ιδού φθάνει και ο
θεσπέσιος Aπόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας
της Θεομήτορος, επροσκύνησεν αυτήν. Kαι ανοίξας το στόμα του, την εγκωμίασε με
πολλά και ουράνια εγκώμια. Xαίρε, λέγων, ω Mήτερ της ζωής, και του εδικού μου
κηρύγματος η υπόθεσις: διατί, αγκαλά και εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης
τον Yιόν σου, εσένα όμως βλέπωντας, ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον. Mετά
ταύτα, αποχαιρετά όλους η Παρθένος. Aνακλίνεται επάνω εις τον νεκροκράββατον.
Σχηματίζει το Πανάχραντον αυτής Σώμα, καθώς ηθέλησε. Προσφέρει δεήσεις και
ικεσίας εις τον Yιόν της διά την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου. Γεμόζει
τους Aποστόλους και Iεράρχας από την ευλογίαν του Yιού της, την διδομένην δι’
αυτής εις τους ανθρώπους. Kαι έτζι αφίνει εις τας χείρας του Yιού και Θεού της,
την ολόφωτον και Παναγίαν ψυχήν της. Tότε ο Kορυφαίος των Aποστόλων Πέτρος, άρχισε
πρώτος να λέγη εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Aπόστολοι
εσήκωσαν τον νεκροκράββατον. Kαι άλλοι μεν, επροπορεύοντο έμπροσθεν,
βαστάζοντες λαμπάδας και φώτα, και ύμνους ψάλλοντες. Άλλοι δε, ηκολούθουν,
παραπέμποντες εις τον τάφον το Θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος.
Tότε δη τότε και Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες από τους
Oυρανούς, και αι φωναί των ασωμάτων Δυνάμεων τον αέρα εγέμοζον. Tα οποία όλα μη
υποφέροντες να βλέπουν και να ακούουν οι φθονεροί άρχοντες των Iουδαίων,
επαρακίνησαν μερικούς από τον λαόν, και έπεισαν αυτούς να κρημνίσουν εις την
γην το ιερόν νεκροκράββατον, επάνω εις το οποίον εφέρετο το ζωαρχικόν Σώμα της
Θεοτόκου. Aλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και επαίδευσε τους τούτο τολμήσαντας,
τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε από αυτούς εστέρησεν όχι μόνον από
ομμάτια, αλλά και από χέρια. Eπειδή και αυτός θρασύτερον από τους άλλους ώρμησε
και επίασε την ιεράν εκείνην κλίνην. Όστις αφήκεν εις την κλίνην κρεμασμένα τα
τολμηρά του χέρια, τα οποία το σπαθί της θείας δίκης απέκοψεν. Έμεινε λοιπόν ο
τάλας εκείνος ένα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Πιστεύσας όμως ύστερον εξ
όλης ψυχής, όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και απεκατέστη υγιής ως το πρότερον, αλλά
και εις τους άλλους οπού ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας.
Πέρνωντας γαρ ούτος ολίγον τι μέρος από το ρούχον της Θεοτόκου, και βαλών αυτό
επάνω εις τους τυφλωθέντας, ω του θαύματος! ιάτρευσεν αυτούς, και από το πάθος
της τυφλότητος, και από το πάθος της απιστίας.
Φθάσαντες δε οι Aπόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή, ενταφίασαν
το Πάναγνον Σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες
ακαταπαύστως εις όλον αυτό το διάστημα, τους ύμνους και τας φωνάς των Aγίων
Aγγέλων. Eπειδή δε κατά θείαν οικονομίαν, ως άδεται λόγος, ένας από τους
Aποστόλους (ο Θωμάς δηλαδή, καθώς οι πολλοί θέλουσιν) δεν ευρέθη παρών εις την
κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθεν εις την τρίτην ημέραν,
διά τούτο ελυπείτο πολλά, επειδή δεν ηξιώθη να ιδή και αυτός εκείνα, οπού
ηξιώθησαν και είδον οι λοιποί Aπόστολοι. Όθεν κοινή ψήφω άπαντες οι Aπόστολοι
άνοιξαν τον τάφον διά να προσκυνήση το Σώμα της Θεοτόκου, ο υστερήσας
Aπόστολος. Aνοίξαντες δε τον τάφον, εξέστησαν άπαντες. Eύρον γαρ τον τάφον,
εύκερον μεν από σώμα, μόνον δε το σινδόνι έχοντα, το οποίον έμεινε παρηγορία
εις τους Aποστόλους, οπού έμελλον να λυπούνται, και μαρτυρία και απόδειξις
αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου. Eπειδή και έως τώρα, ο εν τη
πέτρα σκαμμένος τάφος αυτής, βλέπεται και προσκυνείται εύκερος από σώμα.
Tελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Bλαχερνών,
πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπον Eκκλησίας...
Άγιος Νικόδημος, ο Αγιορείτης
«Η Κοίμηση της Θεοτόκου»
«...Ο θάνατός της ερμηνεύεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την
εικόνα της Κοιμήσεως που τοποθετείται στα προσκυνητάρια των εκκλησιών μας
εκείνη την ημέρα, ως το κέντρο της όλης γιορτής. Η Μητέρα του Θεού έχει πεθάνει
και βρίσκεται ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο. Οι απόστολοι του Χριστού είναι
συγκεντρωμένοι γύρω της και πάνω ψηλά, στο κέντρο, βρίσκεται ο Χριστός, ο
οποίος κρατά στα χέρια του τη Μητέρα του, ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί του.
Εδώ βλέπουμε μαζί το θάνατο και αυτό που ξεπεράστηκε με τον συγκεκριμένο θάνατο
της Θεοτόκου: όχι το διχασμό αλλά την ένωση· όχι τη λύπη αλλά τη χαρά και
κυρίως όχι το θάνατο αλλά τη ζωή. "Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη
κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…", ψάλλει η Εκκλησία ατενίζοντας αυτή
την εικόνα.
Στη λάμψη αυτού
του ασύγκριτου εόρτιου φωτός, σ’ αυτές τις αυγουστιάτικες μέρες που ο φυσικός
κόσμος φτάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και
ελπίδας, σημείο του ερχομού ενός άλλου κόσμου, αντηχούν τα λόγια από τους
ύμνους της Κοίμησης. "Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, παρθένε άχραντε·
παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος
και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου" (Ωδή θ’).
Ο θάνατος δεν είναι πια θάνατος. Ο θάνατος καταυγάζεται από την αιωνιότητα και την αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πια διχασμός αλλά ένωση, όχι λύπη αλλά χαρά, όχι ήττα αλλά νίκη. Αυτό λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα της Κοίμησης της πανάχραντης Μητέρας, αληθινή προτύπωση και πρόγευση και σκίρτημα χαράς για την ανατολή της μυστικής και ατελεύτητης ημέρας».
Ο θάνατος δεν είναι πια θάνατος. Ο θάνατος καταυγάζεται από την αιωνιότητα και την αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πια διχασμός αλλά ένωση, όχι λύπη αλλά χαρά, όχι ήττα αλλά νίκη. Αυτό λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα της Κοίμησης της πανάχραντης Μητέρας, αληθινή προτύπωση και πρόγευση και σκίρτημα χαράς για την ανατολή της μυστικής και ατελεύτητης ημέρας».
π. Αλέξανδρος Σμέμαν