«Σοφία, Ὀρθοί! Φῶς Χριστοῦ φαίνει
πᾶσι».
Tό φῶς τό ἱλαρό πού ἁπλώνει ἡ
λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης τό νοιώθεις ὅτι εἶναι ἡ φωτεινή ματιά τοῦ Θεοῦ, πού
μεγαλύνει τόν Κόσμο. Εἶναι ἡ ἀπαστράπτουσα παρουσία Του ἀπό τότε, ἀπό τόν καιρό
τῆς Δημιουργίας, μέ κεῖνο τό κορυφαῖο πρόσταγμα: «Καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1,3).
Φωτεινή παρουσία πού δέν ἔπαψε νά εἰσέρχεται σέ ὅλα μας τά σκότη καί νά τά
φωτίζει, δίχως νά ἐξετάζει ποιά. Ἀρκεῖ τίς θύρες τῆς ψυχῆς νά βρεῖ ἀνοικτές.
Στό μυρωμένο ἀνοιξιάτικο πρωϊνό ἀνεβαίνει
τό εὐῶδες θυμίαμα κι ἀπό τό Πρόσωπό Του κατεβαίνει Φῶς Χριστοῦ καί καταυγάζει
τήν Ἐκκλησιά, τούς πιστούς, τήν οἰκουμένη ὁλάκερη.
Αὐτό τό Φῶς πού αἰῶνες
προσφέρεται, καί θά προσφέρεται ἕως τῆς συντελείας, γίνεται τό μέσον διά τοῦ ὁποίου
καί οἱ Γραφές καί οἱ Λόγοι καί ἡ Ἀνάγνωση τοῦ Σύμπαντος Κόσμου κατανοεῖται, ἐμβιώνεται,
ὁδηγεῖ εἰς ὁδούς σωτηρίας.
Αἰῶνες στέκει στήν Ὡραία Πύλη ὁ ἀρχαῖος
ὁ παπᾶς, ἀκίνητος, εὐσχήμων, ἱεροπρεπής καί κατενυγμένος. Κρατᾶ τήν ἀκοίμητα ἀναμμένη
λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης καί τό θυμιατό, γιά νά ὁρίσει τήν Προσευχή τῶν πιστῶν,
νά συμμαζέψει τούς καημούς τους, τίς μετάνοιες καί τίς ἱκεσίες τους καί νά τά
τυλίξει σέ νοητά ὀθόνια γκρίζου θυμιάματος.
Νά συμμαζέψει τήν Πίστη τους στή
χρυσογάλανη φλόγα τοῦ κεριοῦ κι ὕστερα, ἤρεμα, ἁπλᾶ καί σέ ἦχο λιτό, ὑφασμένο
στόν ἀργαλιό τῆς ταπείνωσης, ἀνοίγει τή θύρα τοῦ Θεοῦ μέ τό «Κατευθυνθήτω».
Οἱ μετάνοιες εἶναι ἀσκήσεις πού
δέν ἀποδεικνύουν μόνο τή συμμετοχή τοῦ σώματος, ἀλλά κυρίως τή συντριβή τῆς ψυχῆς.
Γιατί ἐκεῖ πρέπει νά ἐπικεντρωθεῖ ἡ ὅλη διαδικασία μέ ἀπότοκο τή θεραπεία… Ἄλλωστε,
γι᾿ αὐτό «αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἀοράτως» μέν, ἀλλά μαζί μας ἀτενίζουν καί
διαπιστώνουν ὅτι, «ἰδού, εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης». Γιά ποῦ, ἄραγε; Τό
ἐρώτημα δυναμικό μεγαλειῶδες, οὐσιαστικό… Διότι εἰσπορεύεται, εἰσοδεύει ὁ
Βασιλεύς τῆς Δόξης, μέσα στό Ἅγιο Δισκάριο, μέ τήν ἡσυχία καί τή σιωπή τοῦ Ναοῦ
νά τήν καταλύει, ν᾿ ἀνοίγει ρωγμές σωτήριες, τό ρυθμικό κουδούνισμα τοῦ θυμιατοῦ.
«Ἰδού θυσία…», Θυσία Μυστική, ἀλλά
καί Τελειωμένη, πού μόνο οἱ Δυνάμεις τῶν Οὐρανῶν μέ τά παρθένα, τά φωτισμένα ἀπό
τόν Θεῖο Του Γνόφο Μάτια, μέ φρίκη βλέπουν καί κατανοοῦν, πασχίζοντας νά μᾶς εἰσάγουν
ὅλους σ’ αὐτό τό Μάθημα τῆς Θυσίας καί τῆς Προσφορᾶς. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός
τόν κόσμον…» ( Ἰω. 3, 15) ἀντίθετα μέ τόν κόσμο πού συνεχίζει, ὄχι μονάχα νά
μήν ἀγαπᾶ, ἀλλά ν᾿ ἀμφισβητεῖ καί νά ζητᾶ τίς ἔτι καί ἔτι θυσίες Του… πού τίς ἀντιπροσωπεύουν,
εὐτυχῶς, τά τῶν Ἁγίων Μαρτύρια… Τά ὁποῖα ἀσφαλῶς σήμερα ὡς ἐπί τό πλεῖστον εἶναι
μέν ἀναίμακτα, ἀλλά μουσκεμένα ἀπό δάκρυα, ἱδρῶτες, ἀγωνία καί μεγάλη Σιωπή πού
γιά νά τήν ἀντέξεις ἀπαιτεῖται νά μαθητεύσεις στή ἄλλη Σιωπή. Ἐκείνη, πού ἐκφράζεται
μέ διαφορετικά ρήματα καί πού ἐκκινεῖται ἀπό μιάν ἄλλη Σιωπή. «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα»
(Ματθ.26, 63).
Εἰσπορεύεται ὁ Βασιλεύς τῆς
Δόξης, λοιπόν. Κι ἐμεῖς βυθίζουμε τήν ὕπαρξή μας στά βάθη τῶν αἰώνων καί ψηλαφοῦμε
τίς ἀρετές τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι «Πίστει καί πόθῳ» προσέρχονταν γιά νά
καταστοῦν «μέτοχοι ζωῆς ἀθανάτου». Ἐκεῖνοι… Ἐμεῖς;
Οἰ λέξεις αὐτές, «πίστις»,
δηλαδή, πού δηλοῖ τήν ἐμπιστοσύνη καί κάτι παραπάνω, καί «πόθος», πού φανερώνει
τήν ἐπιθυμία, τή λαχτάρα τῆς παρουσίας κάποιου, διαπλέουν τίς θάλασσες τοῦ
Χρόνου καί μᾶς ἀνταμώνουν· λέξεις χλωρές, νεοφερμένες, πού ἐπιμένουν νά μᾶς εἰσοδεύσουν,
ὄχι μονάχα στό νόημά τους, ἀλλά καί στόν κόσμο τους… Τόν κόσμο τῆς Βασιλείας
Του. Μιά θύρα τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ Προηγιασμένη…
Σκόπελος, π. Κων. Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Ἀπρίλιος 2013, Ἀρ.
Τεύχους 128α