Γράφει ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος
Τελευταία μέρα τοῦ καλοκαιριοῦ. Καί ἡ Τιμία Ζώνη τῆς Θεοτόκου «κατατίθεται ἐν τῷ σεβασμίῳ Ναῷ αὐτῆς, ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις» (Μηναῖον). Στήν Πόλη μας. Καί συνεχίζουμε καί στό Σεπτέμβριο μέ τήν Ἀχώριστη. «Ἄλλην γάρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοί πρός Θεόν». Μέ ὄρθια, μπροστά μας τήν Παναγία τήν Παμμακάριστο. Στόν Πατριαρχικό Ναό. Κατηγλαϊσμένη καί μωσαϊκο-ποίκιλτη. Αἰῶνες πρίν ἀπορφανισμένη ἀπό τόν πέμπτο λόφο καί τώρα πλουτισμένη καί μέ τήν Φαναριώτικη ἀρχοντοσύνη. Καί μέ γιορτή τήν πρωτοχρονιά τῆς Ἐκκλησίας. Τήν Ἰνδικτιῶνα. Ἀρχή τοῦ Σεπτεμβρίου.
Εἴμαστε κάτω ἀπό αἰθέρες μέ ἐκχύλισμα χάριτος. Ραντισμένης στίς πιό ἀπίθανες βουνοπλαγιές καί ὀπές τῆς γῆς παραμένει ἡ χαρμονή μας. Γιά ὅλους τούς χρόνους. Καί σέ ὅλες τίς περιστάσεις. Μέσα στήν ἀλλοειδή μοναξιά τῆς Ρωμηοσύνης. Τήν τραγική δημογραφική ἀνισομέρεια καί κοινωνική ἀλλομορφία. Πάντα μέ τό ἐγκώμιο στό στόμα. Γιά τήν ἀπειρόγαμη καί ἀπείρανδρη. Πού σέ χιλιάδες ἀνέρχονται οἱ προσωνυμίες τῆς Χριστιανικῆς γραμματείας καί πρό παντός τοῦ πιστοῦ λαοῦ της.
Μπαίνοντας τώρα στό Σεπτέμβρη καί στό Φθινόπωρο, συλλογίζομαι. Ἀναλογίζομαι τίς ἐνδόμυχες εὐρηματικές καί ἀσώματες ἐκεῖνες φωνές πού θά μᾶς καλύψουν τή σκέψη. Τίς ἔνσαρκες παρουσίες καί τίς ἔνθεες νεκρώσεις χαραγμένες στήν ἡμέρα τους, ἡ κάθε μιά μέ τή λειτουργία της, μέ τό πανηγύρι της. Σχηματισμένες ἀπ᾿ τήν καρδιά τοῦ ρωμηοῦ. Μέ τά δικά του χρώματα καί τή δική του μουσική.
Ἡ Πόλη καί ἡ Ὀρθοδοξία στήν Πόλη. Δυό θεοκύρωτα δράγματα. Καί δυό ἰδεολογήματα μέ μυστηριακή περιχώρηση. Δυό ὑπέρτιμες καί ἀναφεῖς οὐσίες, πού γιά τήν κραταίωση τους προσευχόμαστε αἰῶνες. Ὅπως τό ἐπιτάσσει ὁ «ἱερός ἀνασταθμός» τοῦ γένους καί τῆς ἱστορίας μας.
Ἀναπνέουμε μέσα σ᾿ αὐτό τό ὄφλημα. Κάτω ἀπ᾿ αὐτό τό χρέος. Οὔτε ἐξατμίζεται, οὔτε ξεχρεώνεται. Προσκύνημα καθημερινό μας τά δύο κατεστημένα. Ὁ γενέθλιος τόπος καί ἡ Θεοφροσύνη μας. Ἡ Πόλη μας καί ἡ Ὀρθοδοξία μας. Ὄμορφη καί παράξενη πατρίδα. Ἐρωτική περιδίνηση.
Ἀκοῦμε στήν Πόλη τόν κρότο τῶν ἀψύχων καί τό ψιθύρισμα τῶν ζώντων. Καί εἶναι μιά συνεχής παράκληση στό Θεό, λαξευμένη καί στά τείχη. «Ἀτάραχον καί ἀπολέμητον φύλαττε τήν Πόλιν». Τά λόγια τῆς πέτρας. Μᾶς ἐναγκαλίζονται μέ τό ἁπτό καί τό ἀκατάλυτο.
Περπατοῦμε πάνω σ᾿ ἕνα ὁμόκεντρο σχῆμα ἀλληλισμοῦ Ρωμηοσύνης καί Ὀρθοδοξίας. Ὀρθοδοξίας καί Ρωμηοσύνης. Καί πάνω στό σχῆμα αὐτό συνεχίζουμε νά γράφουμε τό ἱστόρημα μας. Ἔργο ἀμφίπλεκτο σάν μιά ἀμφιπρόσωπη εἰκόνα. Κι᾿ ὕστερα τό ποτίζουμε. Αἰῶνες τό ποτίζουμε. Ὥσπου νά μοσχομυρίσει γιά πάντα. Νά γίνει ὁ «βασιλικός» μας. Στόλισμα στό κραταίωμα καί τῶν δύο. Τῆς Ρωμηοσύνης καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Νά γίνει ὁ Σταυρός μας. Καί νά τόν Ὑψώνουμε.