Αισθάνομαι ζωηρά την ενθουσία των βημάτων μου που με φέρνουν στη Βλαχέρνα. Τα ωθεί το περιαύγασμα του μυστηρίου της Πόλης. Και πιο πολύ η λαχτάρα της συνάντησης μου με την Παναγία. Με τη Βλαχερνήτισσα Παναγία.
Πάντα νοιώθω ξέχειλο μπροστά στην Εικόνα Της το χρονικό της Ρωμηοσύνης, να συμψάλλει με τον ψαλτωδό στο κάθε «Χαίρε». Στο κάθε «ευχαριστώ» προς την Παναγία. «Χαίρε» και για τα τότε, «Χαίρε» και για τα τώρα. Και πάντα «Χαίρε».
Μια λέξη γεμάτη ποίηση. Με όλες τις έννοιες και τις διαστάσεις. Ένας μονόλεκτος στίχος σε ρυθμό ευγνωμοσύνης. Και με ρυθμούς πόθου και πάθους. Ένας στίχος βγαλμένος από τα άδυτα του γένους. Από το χρονολόγιο της Πόλης. Και χαραγμένος, απ' όλους όσοι αγρύπνησαν με το όραμα της, για την αλήθεια της. Όσοι τραγούδησαν και έκλαψαν για την Πόλη. Κά ὅσοι τη νοστάλγησαν κι ακόμη τη νοσταλγούν.
Να σκύψουμε στις βουλές της Σοφίας του Θεού. Μέχρι να νοιώσουμε τη Χάρη Του. Να φυλλομετρήσουμε τις Ινδικτιώνες της Εκκλησίας. Και θα συναντήσουμε τους Πατριάρχες γονατιστούς μπροστά στη Μεγαλόχαρη. Κι ἄν η ματιά μας σκαρφαλώσει και στα κάστρα, θα διαβάσουμε βασιλικές γραφές λατρείας της Πόλης. Σαν μια ικεσία στους αιώνες λάμπει σε κάθε ανατολή η φράση: «Την Πόλιν Σου φύλαττε Θεοτόκε». «Η ζωή είναι μνήμη» [1].
Στέκομαι σέ μιά στροφή ενός ποιήματος μου [2] :
«Πάνω στου γένους το κύμα
κουστωδοί περπατώντας ορθοί
γνώρισαν και την «αρχή».
Μ' αυτούς ξετυλίγω το νήμα»,
και συναντώ κάτι το «ηδύπικρο» σε όσους ένιωσαν τον παλμό που τον χαράζει στην καρδιά η μνήμη του χαμένου όμορφου. Και συνεχίζουν να τον βιώνουν.
Έναν τέτοιο παλμό χαρμολύπης μας δημιουργεί απόψε και η θύμηση του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη. Είμαστε σύμψυχοι στον ηδύπικρο παλμό. Γι αὐτό και εραστού και προσκυνητού της Πόλης. Όπως τη χάραξε μέσα του από κάποιο Βοσπορίτικο ακροθαλάσσι, η αλμύρα του ρωμαίηκου ένστικτου.
Το Ζωγράφειο και τα εκπαιδευτήρια Ε. Μαντουλίδη, από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και η παρουσία τόσων άλλων φίλων μας, μας συγκινούν τιμώντας μαζί τα 150 χρόνια (1863-1933) από τη γέννηση του. Ξαναφέρνουν στη μνήμη μας τα αξεπέραστα περασμένα. Το φεγγος της πολίτικης παιδείας.
Απόψε, εδώ στο αγιασμένο και θαυματουργό αυτό χαριτούργημα της Ορθοδοξίας, τη Βλαχέρνα, δύο πτολίεθρα συνθέτουν το χρώμα της βραδυάς. Κωνσταντινούπολη και Αλεξάνδρεια. Αλλά και έννοιες πολιτισμικές λατρείας και παιδείας, που στολίζουν και
τη βραδυά και το όνειρο,
το τρισκέλι και το Έδρανο,
τους χαιρετισμούς και το χαιρετισμό,
το Θείο και το ανθρώπινο,
το ουράνιο και το επίγειο,
την Υμνωδία και την ποίηση,
τη Μελωδία και την τεχνουργία,
το Τροπάριο και τον στίχο,
το Κοντάκιο και τον Ίαμβο,
το ρυθμό και το μέτρο,
την αιωνιότητα και τον χρόνο.
Στην προσευχή προς τον Χριστό, μπροστά στην εικόνα του[3] υπάρχει και η φράση:
«Διανάστησον δε ημάς εν τω καιρώ της προσευχής...». Σημαίνει, εγκαρδίωσε μας, εμψύχωσε μας, ξύπνησε το μυαλό μας. Να νοιώσουμε την αλήθεια Σου, Χριστέ μου. Να θυμηθούμεν και τον ίδιο τον εαυτό μας.
Tέτοια ώρα, είναι η ώρα του Ακαθίστου. Ώρα εγκαρδίωσης. Ώρα εμψύχωσης. Ώρα συνάντησης με τον Χριστό και την Παναγία.
Διακρίνω τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη στα Ανάκτορα των Βλαχερνών, (τον ΙΔ’ αιώνα) να τον συγκινεί, λόγω του «ταλαίπωρου τότε Κράτους», η φτωχική στέψη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης Ανδρονίκου Ασάν (Ποίημα του, «από υαλί (γιαλί) χρωματιστό»).
Τι θάλεγε όμως σήμερα από τη Βλαχέρνα, βλέποντας στο «ταλαίπωρο κράτος» και μάλιστα στο χώρο της Παιδείας, ο Ελλαδισμός να κατατρώει τον Ελληνισμό και να θέλει να σκοτώσει τον Όμηρο;
Αλλάζοντας τη λέξη «Εστία» με τη λέξη «Βλαχέρνα» σε μια στροφή ποιήματος του Ιωάννη Πολέμη που το επιγράφει «ο Λύχνος», ένα αιώνα σχεδόν πριν διαβάζω:
«Τι κι αν περνούν αγύριστα τα χρόνια μεσ στης Βλαχέρνας τον άχραντο ναό, άγρυπνο κερί με μια λάμψη αιώνια φωτίζει τον προσκυνητή λαό» [4].
_________________________
[1]Ιωάννα Τσάτσου, Ώρες του Σινά, Αθ.1981, σ. 15
[2]«Εκ Φαναρίου» τα Ποιητικά, «Ο Πρώτος Λόφος, Αθ. 2004, σ. 22
[3]«Και δος ημίν Δέσποτα...»
[4]Ιωάννης Πολέμης, Ο λύχνος, Εστία, Αθ. 19 Μαρτίου 1924.