«Εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω» ( Ιωαν. 20, 25 ). Αυτά είπε ο Θωμάς, ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού, μόλις άκουσε τα ευχάριστα νέα αυτών που είχαν δει το σταυρωμένο και θαμμένο Διδάσκαλό τους να ανασταίνεται «εκ των νεκρών». Οκτώ ημέρες αργότερα, όπως αναγράφεται στα ευαγγέλια, όταν οι μαθητές ξαναβρέθηκαν όλοι μαζί, ο Χριστός εμφανίστηκε και είπε στο Θωμά: «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου, και φέρε την χείρά σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός». Ο Θωμάς αναφώνησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!». Τότε ο Χριστός του είπε: «ότι εώρακάς με, πεπίστευκας∙ μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» ( Ιωάν. 20, 24-31). Εκατομμύρια άνθρωποι σήμερα σκέφτονται και μιλούν όπως ο Θωμάς, και υποθέτουν πως αυτή είναι η μόνη προσέγγιση του θέματος που αξίζει σε κάθε σκεφτόμενο άνθρωπο. «Εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω». Δεν είναι αυτή η «επιστημονική προσέγγιση»στο σύγχρονο λόγο μας; Ο Χριστός μας λέει: «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Αυτό σημαίνει πως υπήρχε και υπάρχει μια άλλη προσέγγιση, ένα άλλο πρότυπο, μια άλλη δυνατότητα. Σωστά, αλλά άλλοι θα έλεγαν πως η προσέγγιση αυτή είναι αφελής και παράλογη∙ δεν είναι επιστημονική∙ είναι για οπισθοδρομικούς ανθρώπους∙ και επειδή είμαι άνθρωπος του σύγχρονου κόσμου, «εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω».
Ζούμε σ’ έναν κόσμο μεγάλης υπεραπλούστευσης και συνεπώς πνευματικής φτώχειας. «Επιστημονική» ή «μη επιστημονική». Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν λόγια σαν αυτά όλες τις εποχές σαν να ήταν αυταπόδεικτα και προφανή, και τα χρησιμοποιούν επειδή όλοι τα χρησιμοποιούν, χωρίς σκέψη και συζήτηση. Στην πραγματικότητα οι ίδιοι πιστεύουν αυτές τις απλοποιήσεις τυφλά και απλοϊκά έτσι, ώστε κάθε άλλη προσέγγιση να μη φαίνεται ούτε σοβαρή, ούτε άξια προσοχής. Το ερώτημα είναι ήδη αποφασισμένο. Είναι όμως πράγματι αλήθεια; Μόλις είπα πως ζούμε σ’ έναν κόσμο μεγάλης πνευματικής φτώχειας. Πράγματι, αν το τελικό αποτέλεσμα της ατέρμονης ανάπτυξης της ανθρωπότητας συμπυκνωθεί σ’ αυτή τη δήλωση, «εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω», αν το ανθρώπινο γένος θεωρεί αυτή τη δήλωση ως το ύψος της σοφίας και ως τη μεγαλύτερη νίκη της λογικής, τότε ο κόσμος μας είναι αληθινά φτωχός, ρηχός, και πάνω απ’ όλα απίστευτα πληκτικός. Εάν γνωρίζω μόνο ό,τι βλέπω, αγγίζω, μετρώ και αναλύω, πόσο λίγα πράγματα στην πραγματικότητα γνωρίζω! Ολόκληρος ο κόσμος τότε του ανθρώπινου πνεύματος πέφτει έξω, μαζί με όλη τη διαίσθηση και τη βαθιά γνώση που απορρέει όχι από το «βλέπω» ή «αγγίζω», αλλά από το «σκέφτομαι», και ιδιαίτερα από το «στοχάζομαι - θεωρώ».
Αυτό που εκπίπτει είναι το πεδίο της γνώσης που για αιώνες ρίζωνε όχι στην εξωτερική, παρατηρήσιμη εμπειρία, αλλά σε μια άλλη ανθρώπινη ιδιότητα, σε μια καταπληκτική και ίσως ακατανόητη ικανότητα που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από ο,τιδήποτε άλλο και τους κάνει αληθινά μοναδικούς. Τώρα ακόμη και τα ρομπότ, τα μηχανήματα και οι υπολογιστές μπορούν να αγγίξουν ,να χειριστούν και να χρησιμοποιήσουν αντικείμενα∙ μπορούν να κάνουν ακριβείς μετρήσεις, ακόμη και προβλέψεις. Γνωρίζουμε πως στην πραγματικότητα εκτελούν καλύτερα από τους ανθρώπους μετρήσεις, συγκρίσεις, και κάνουν ακριβείς παρατηρήσεις άψογα∙ είναι ακριβέστερα, και «επιστημονικότερα». Εδώ όμως είναι κάτι που κανένα ρομπότ, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, δε θα μπορούσε να ποτέ να κάνει: να γεμίσει από θαύμα, από δέος, να αισθανθεί, να κινηθεί από τρυφερότητα, να χαρεί, να δει ο,τιδήποτε δε μπορεί να ιδωθεί με οποιαδήποτε μέτρηση ή ανάλυση. Κανένα ρομπότ δε θα ακούσει αυτούς τους άρρητους ήχους που γεννούν τη μουσική και την ποίηση ∙ κανένα ρομπότ δε θα κλάψει ποτέ, ούτε θα δείξει εμπιστοσύνη. Δίχως όμως όλα αυτά ο κόσμος μας δε γίνεται άχρωμος, πληκτικός, θα έλεγα δε και αχρείαστος; Ω ναι, αεροπλάνα και διαστημόπλοια θα πετούν όλο και περισσότερο, όλο και ταχύτερα. Αλλά για πού και γιατί; Ναι, τα εργαστήρια θα εκτελούν τις αναλύσεις όλο και με περισσότερη ακρίβεια. Αλλά προς τι; Μου λένε «για το καλό της ανθρωπότητας». Καταλαβαίνω ότι αυτό σημαίνει πως μια μέρα θα έχουμε έναν υγιή, καλοθρεμμένο και ικανοποιημένο άνθρωπο, που θα είναι ολοκληρωτικά τυφλός, ολοκληρωτικά κουφός και χωρίς καμιά απολύτως συνείδηση για την τύφλα και την κωφότητά του…
«Εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω». Είναι σαφές λοιπόν πως η εκ παρατηρήσεως εμπειρία, τα εμπειρικά δεδομένα, δεν είναι παρά μια μορφή γνώσης, η πλέον στοιχειώδης, και γιαυτό κατώτερη. Η εμπειρική ανάλυση είναι χρήσιμη και αναγκαία, αλλά το να αναγάγουμε κάθε ανθρώπινη γνώση σ’ αυτό το επίπεδο είναι σαν να προσπαθούμε να κατανοήσουμε την ομορφιά ενός πίνακα με τη χημική ανάλυση του χρώματός του. Ό,τι αποκαλούμε πίστη βρίσκεται στο δεύτερο και ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης γνώσης, χωρίς την οποία μπορεί να ειπωθεί πως ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να ζήσει ούτε μια μέρα. Ο κάθε άνθρωπος πιστεύει σε κάτι ή σε κάποιον, έτσι το μόνο ερώτημα είναι ποιανού πίστη, ποιανού όραμα, ποιανού γνώση του κόσμου ανταποκρίνεται ακριβέστερα και πιο ολοκληρωμένα στον πλούτο και την περιπλοκότητα της ζωής.
Μερικοί λένε πως η ανάσταση του Χριστού πρέπει να αποτελεί πλαστογραφία αφού οι νεκροί δεν ανίστανται. Αυτό αληθεύει, αν δεν υπάρχει Θεός. Αν όμως υπάρχει Θεός, τότε ο θάνατος πρέπει να συντριβεί, επειδή ο Θεός δεν είναι Θεός της φθοράς και του θανάτου. Άλλοι τότε θα πουν: αλλά δεν υπάρχει Θεός, επειδή κανείς δεν Τον είδε. Πώς όμως τότε υπολογίζεται η εμπειρία εκατομμυρίων ανθρώπων που χαρούμενα διαβεβαιώνουν πως Τον έχουν δει, όχι βέβαια με τα φυσικά τους μάτια, αλλά με μια βαθιά και ορισμένη εσωτερική όραση; Δύο χιλιάδες χρόνια πέρασαν, αλλά όταν η χαρούμενη διακήρυξη «Χριστός ανέστη!» πέφτει σαν από τον ουρανό, όλοι δίνουν την ίδια θριαμβευτική απάντηση, «Αληθώς ανέστη!».
Είναι πράγματι αλήθεια πως δε βλέπεις ούτε ακούς; Είναι όντως αλήθεια πως στο βαθύτερο κομμάτι της συνείδησής σου, μακριά από κάθε ανάλυση, μέτρηση και ψηλάφηση, ούτε βλέπεις, ούτε αισθάνεσαι ένα άσβεστο ,ακτινοβόλο φως, δεν ακούς τους ήχους μιας αιώνιας φωνής; «Εγώ ειμί η οδός, η ανάστασις και η ζωή…»; Είναι όντως αλήθεια πως στο βάθος της ψυχής σου δεν αναγνωρίζεις το Χριστό μέσα μας, μέσα μου, να απαντά στον άπιστο Θωμά, «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες»;
Ζούμε σ’ έναν κόσμο μεγάλης υπεραπλούστευσης και συνεπώς πνευματικής φτώχειας. «Επιστημονική» ή «μη επιστημονική». Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν λόγια σαν αυτά όλες τις εποχές σαν να ήταν αυταπόδεικτα και προφανή, και τα χρησιμοποιούν επειδή όλοι τα χρησιμοποιούν, χωρίς σκέψη και συζήτηση. Στην πραγματικότητα οι ίδιοι πιστεύουν αυτές τις απλοποιήσεις τυφλά και απλοϊκά έτσι, ώστε κάθε άλλη προσέγγιση να μη φαίνεται ούτε σοβαρή, ούτε άξια προσοχής. Το ερώτημα είναι ήδη αποφασισμένο. Είναι όμως πράγματι αλήθεια; Μόλις είπα πως ζούμε σ’ έναν κόσμο μεγάλης πνευματικής φτώχειας. Πράγματι, αν το τελικό αποτέλεσμα της ατέρμονης ανάπτυξης της ανθρωπότητας συμπυκνωθεί σ’ αυτή τη δήλωση, «εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω», αν το ανθρώπινο γένος θεωρεί αυτή τη δήλωση ως το ύψος της σοφίας και ως τη μεγαλύτερη νίκη της λογικής, τότε ο κόσμος μας είναι αληθινά φτωχός, ρηχός, και πάνω απ’ όλα απίστευτα πληκτικός. Εάν γνωρίζω μόνο ό,τι βλέπω, αγγίζω, μετρώ και αναλύω, πόσο λίγα πράγματα στην πραγματικότητα γνωρίζω! Ολόκληρος ο κόσμος τότε του ανθρώπινου πνεύματος πέφτει έξω, μαζί με όλη τη διαίσθηση και τη βαθιά γνώση που απορρέει όχι από το «βλέπω» ή «αγγίζω», αλλά από το «σκέφτομαι», και ιδιαίτερα από το «στοχάζομαι - θεωρώ».
Αυτό που εκπίπτει είναι το πεδίο της γνώσης που για αιώνες ρίζωνε όχι στην εξωτερική, παρατηρήσιμη εμπειρία, αλλά σε μια άλλη ανθρώπινη ιδιότητα, σε μια καταπληκτική και ίσως ακατανόητη ικανότητα που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από ο,τιδήποτε άλλο και τους κάνει αληθινά μοναδικούς. Τώρα ακόμη και τα ρομπότ, τα μηχανήματα και οι υπολογιστές μπορούν να αγγίξουν ,να χειριστούν και να χρησιμοποιήσουν αντικείμενα∙ μπορούν να κάνουν ακριβείς μετρήσεις, ακόμη και προβλέψεις. Γνωρίζουμε πως στην πραγματικότητα εκτελούν καλύτερα από τους ανθρώπους μετρήσεις, συγκρίσεις, και κάνουν ακριβείς παρατηρήσεις άψογα∙ είναι ακριβέστερα, και «επιστημονικότερα». Εδώ όμως είναι κάτι που κανένα ρομπότ, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, δε θα μπορούσε να ποτέ να κάνει: να γεμίσει από θαύμα, από δέος, να αισθανθεί, να κινηθεί από τρυφερότητα, να χαρεί, να δει ο,τιδήποτε δε μπορεί να ιδωθεί με οποιαδήποτε μέτρηση ή ανάλυση. Κανένα ρομπότ δε θα ακούσει αυτούς τους άρρητους ήχους που γεννούν τη μουσική και την ποίηση ∙ κανένα ρομπότ δε θα κλάψει ποτέ, ούτε θα δείξει εμπιστοσύνη. Δίχως όμως όλα αυτά ο κόσμος μας δε γίνεται άχρωμος, πληκτικός, θα έλεγα δε και αχρείαστος; Ω ναι, αεροπλάνα και διαστημόπλοια θα πετούν όλο και περισσότερο, όλο και ταχύτερα. Αλλά για πού και γιατί; Ναι, τα εργαστήρια θα εκτελούν τις αναλύσεις όλο και με περισσότερη ακρίβεια. Αλλά προς τι; Μου λένε «για το καλό της ανθρωπότητας». Καταλαβαίνω ότι αυτό σημαίνει πως μια μέρα θα έχουμε έναν υγιή, καλοθρεμμένο και ικανοποιημένο άνθρωπο, που θα είναι ολοκληρωτικά τυφλός, ολοκληρωτικά κουφός και χωρίς καμιά απολύτως συνείδηση για την τύφλα και την κωφότητά του…
«Εάν μη ίδω… ου μη πιστεύσω». Είναι σαφές λοιπόν πως η εκ παρατηρήσεως εμπειρία, τα εμπειρικά δεδομένα, δεν είναι παρά μια μορφή γνώσης, η πλέον στοιχειώδης, και γιαυτό κατώτερη. Η εμπειρική ανάλυση είναι χρήσιμη και αναγκαία, αλλά το να αναγάγουμε κάθε ανθρώπινη γνώση σ’ αυτό το επίπεδο είναι σαν να προσπαθούμε να κατανοήσουμε την ομορφιά ενός πίνακα με τη χημική ανάλυση του χρώματός του. Ό,τι αποκαλούμε πίστη βρίσκεται στο δεύτερο και ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης γνώσης, χωρίς την οποία μπορεί να ειπωθεί πως ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να ζήσει ούτε μια μέρα. Ο κάθε άνθρωπος πιστεύει σε κάτι ή σε κάποιον, έτσι το μόνο ερώτημα είναι ποιανού πίστη, ποιανού όραμα, ποιανού γνώση του κόσμου ανταποκρίνεται ακριβέστερα και πιο ολοκληρωμένα στον πλούτο και την περιπλοκότητα της ζωής.
Μερικοί λένε πως η ανάσταση του Χριστού πρέπει να αποτελεί πλαστογραφία αφού οι νεκροί δεν ανίστανται. Αυτό αληθεύει, αν δεν υπάρχει Θεός. Αν όμως υπάρχει Θεός, τότε ο θάνατος πρέπει να συντριβεί, επειδή ο Θεός δεν είναι Θεός της φθοράς και του θανάτου. Άλλοι τότε θα πουν: αλλά δεν υπάρχει Θεός, επειδή κανείς δεν Τον είδε. Πώς όμως τότε υπολογίζεται η εμπειρία εκατομμυρίων ανθρώπων που χαρούμενα διαβεβαιώνουν πως Τον έχουν δει, όχι βέβαια με τα φυσικά τους μάτια, αλλά με μια βαθιά και ορισμένη εσωτερική όραση; Δύο χιλιάδες χρόνια πέρασαν, αλλά όταν η χαρούμενη διακήρυξη «Χριστός ανέστη!» πέφτει σαν από τον ουρανό, όλοι δίνουν την ίδια θριαμβευτική απάντηση, «Αληθώς ανέστη!».
Είναι πράγματι αλήθεια πως δε βλέπεις ούτε ακούς; Είναι όντως αλήθεια πως στο βαθύτερο κομμάτι της συνείδησής σου, μακριά από κάθε ανάλυση, μέτρηση και ψηλάφηση, ούτε βλέπεις, ούτε αισθάνεσαι ένα άσβεστο ,ακτινοβόλο φως, δεν ακούς τους ήχους μιας αιώνιας φωνής; «Εγώ ειμί η οδός, η ανάστασις και η ζωή…»; Είναι όντως αλήθεια πως στο βάθος της ψυχής σου δεν αναγνωρίζεις το Χριστό μέσα μας, μέσα μου, να απαντά στον άπιστο Θωμά, «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες»;
(Από το «Εορτολόγιο» του π. Αλέξανδρου Σμέμαν)