Του Παντελή Μπουκάλα
Από τα ποιήματα που αφιέρωσε στην Ανάσταση ο Τάκης Παπατσώνης το πιο ανθρώπινο είναι «Το νείκος του Άδου» γιατί, «όσο το Πάσχα αν είναι έτσι τερπνό•/ όσο κι αν φυσάει γλυκόπνοο πνεύμα / όσο αν λουλούδια η γης ξαναφορτώθη•/ όσο πουλιά κι απόψε αν τραγουδούνε [...] όσο αν Ετούτος νίκησε κι εγέρθη», «λείπει απ’ το δείπνο» η «μαύρη σκιά» της μητέρας, του κάθε νεκρού μας, των τόσων νεκρών μας, κι αυτή η πληθυντική απουσία επαναφέρει την ήττα του Άδη στον κόσμο της σχετικότητας, του ανεκπλήρωτου. Αυτή είναι η μόνη γνωστή, απτή μοίρα του ανθρώπου άλλωστε, να ζει εντός του χρόνου και υπό το χρόνο, το χρόνο της ιστορίας και τη φθαρτότητας. Το περισσότερο «πολιτικό» πάλι πασχαλινό ποίημά του, με την έννοια ότι αναψηλαφεί μια κρίσιμη πτυχή της ιστορίας του χριστιανισμού, νομίζω πως είναι το «Εις ήχον αναστάσιμον», και συγκεκριμένα το τέταρτο και τελευταίο «μέλος» του ποιήματος. Το παραθέτω:
«Όχι έτσι εμείς: τους νιοσκαμμένους τάφους / θα τους ανοίγουν οι νεκροί για τους νεκρούς τους, / άφετε τούτους θάπτειν, όχι εμείς, / “την των Ελλήνων νεκράν φωνήν καταθάπτει / όλος ο Δήμος των αποστόλων, καθώς θεολογεί”. / Ας καταθάπτει, αλλά όχι εμείς. / Είπαν και τούτο το στενόκαρδο, / σε ώρα υψηγορίας: “Πέτρος ρητορεύει, / ο Πλάτων κατεσίγησε• διδάσκει Παύλος, / Πυθαγόρας έδυσεν”. Αλλά όχι εμείς / δεν θα το πούμε. Και Πέτρο κηρύσσουμε, / και Πυθαγόρα με τα τρίγωνα. Και τον Ταρσέα Παύλο / και Πλάτωνα υψιπέτη κι όλους τους ομίλους / άχρονους και πνευματικούς, κι όλους τους εις Χριστόν, / Εβραίων κι Ελλήνων σκάνδαλο και μωρία, / Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον, / Ιησούν Χριστόν με λάβαρο και που αληθώς / ανέστη, η ορθή και ζώσα καταλαλιά / για υπναλέους ψεύτικους μάρτυρες / που σκυθρωπάζουν, φρουρούς / περιδεείς και δωρολήπτες».
Χωρίς να προβαίνει σε κάποιο συγκρητιστικό εγχείρημα όπως ο Άγγελος Σικελιανός, αφού μάλλον δεν θα του το επέτρεπε η πίστη του, και έστω και δίχως την πρόθεση να προβεί σε βαθύτερη και περισσότερο επώδυνη ανατομία που θα χρειαζόταν άλλωστε διαφορετικό χώρο και πιθανόν άλλο είδος λόγου από το ποιητικό, ο Παπατσώνης θέτει το δάκτυλό του στον τύπο των ήλων, στη σχέση της χριστιανικής θρησκείας με το αρχαιοελληνικό πνεύμα• η σχέση αυτή υπήρξε πολύ πιο πλούσια και ταραγμένη, άρα πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσα, αν βέβαια νοιαζόμαστε για την ιστορία μας, από όσο υποθέτει ο όρος «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός» και οι θεωρητικοί και οι «πρακτικοί» του, βίαιοι αυτοί μέσα στην παχυλή αγνωσία τους. Εδώ ο ποιητής δεν μιλάει για τον Άδωνη (που τον θυμάται σε άλλο ποίημα, το «Μελτέμι») και για την επιστροφή του από τον Κάτω Κόσμο, η οποία γιορταζόταν την άνοιξη στα Αδώνια, με το ξύλινο ομοίωμα του νεκρού θεού πάνω σε μια κλίνη κατάφορτη λουλούδια• για άλλους νεκρούς μιλάει, ανθρώπους, όχι θεούς. Για τους σοφούς της αρχαίας Ελλάδας και την «κατασίγησή» τους από τους πρωτοκορυφαίους του χριστιανισμού. Μας επαναφέρει έτσι σε μια πολύτροπη σύγκρουση, πνευματική, θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική κατά τη μακρά διάρκεια της οποίας ούτε η αιματηρή βία έλειψε ούτε βέβαια οι αμφοτέρωθεν λίβελοι. Δεν δημιουργούνται άλλωστε εν κενώ οι θρησκείες, και κάθε νέος σπόρος δεν έρχεται να πέσει σε έδαφος παρθένο, που κανείς ποτέ δεν το καλλιέργησε.
Αν από την πλευρά των «εθνικών» ή «παγανιστών» το σφοδρότερο κείμενο αντιχριστιανικής πολεμικής, ο «Αληθής λόγος», ανήκει στον Κέλσο, τον Αλεξανδρινό φιλόσοφο του 2ου αι. μ.Χ. (το κείμενο το διέσωσε, εν μέρει, ο Ωριγένης, ενσωματωμένο στο «Κατά Κέλσου» σύγγραμμά του), στη χριστιανική «παράταξη» το δύσκολο έργο της υπεράσπισης της πίστης απέναντι όχι τόσο στις θεότητες των αρχαίων όσο στη φιλοσοφία τους, στον ορθό λόγο, όπως εκφραζόταν από ποικίλες σχολές, καθώς και στις γνωστικιστικού ή άλλου τύπου συγκρητιστικές δοκιμές, τον ανέλαβαν οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι υμνογράφοι. Τα αποφθέγματα, τα δόγματα μάλλον, στα οποία συμπύκνωσε η χριστιανική ρητορική την αντίθεσή της στην ελληνική αρχαιότητα, μνημονεύει ο Παπατσώνης στο ποίημά του, τη «νεκράν φωνήν των Ελλήνων», το «ο Πλάτων κατεσίγησε» ή το «Πυθαγόρας έδυσεν», όχι όμως για να τα προσυπογράψει ασμένως, όπως υποδηλώνει και η μέριμνά του να χαρακτηρίσει αυτούς τους αφορισμούς «στενόκαρδους», παραχθέντες «σε ώρα υψηγορίας». «Πού νυν Πλάτων; πού Πυθαγόρας; πού των Στωϊκών ο ορμαθός; [...] Και τα Κυνικά καθάρματα ώσπερ όναρ και σκιά πάντες παρήλθον» έγραφε λοιπόν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο «Υπόμνημα εις τον Άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστήν», ο Ναζιανζηνός στο «μεγαλυνάριό» του για τον Μέγα Αθανάσιο ενθέτει μια ειρωνική αποστροφή για τους «Σέξτους και τους Πύρρωνες», τους «αμφισβητίες των πάντων», ενώ ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός βάζει τον μεγαλομάρτυρα Αρτέμιο να λέει στον Ιουλιανό πως «η των Ελλήνων θρησκεία» είναι «νεκρά και εξωδηκυία».
Όπως κι ο Παύλος άλλωστε, αρκετοί από τους Πατέρες είχαν άριστη γνώση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής και θρησκευτικής σκέψης, ήταν μέτοχοι της θύραθεν παιδείας, είτε είχαν σπουδάσει στις σχολές της Αθήνας (όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός) είτε όχι, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης. Η στάση τους λοιπόν, που κι αυτή δεν ήταν ενιαία, διαφέρει σαφώς από τη στάση όσων δεν είχαν γευτεί τον αρχαιοελληνικό λόγο. Και οπωσδήποτε μπορούσαν να υποθέσουν ότι, αν οι θεοί ενδέχεται να πάψουν να ζουν κάποια στιγμή εφόσον γκρεμιστούν τα αγάλματά τους, οι αρχαίοι σοφοί θα αντέξουν ακόμα κι αν καούν τα συγγράμματά τους (και ξέρουμε ότι οι φανατικοί είχαν ανάψει «καθαρτήριες» πυρές), γιατί οι ιδέες είναι άυλες• μια έμμεση απόδειξη της αντοχής, έστω των ονομάτων παρά των ιδεών, αποτελεί το γεγονός ότι η βυζαντινή θρησκευτική εικονογραφία συμπεριέλαβε μορφές αρχαίων, του Αριστοτέλη λ.χ., του Πλούταρχου, του Θαλή, αλλά και του Ορφέα, δίπλα στους επίσημους αγίους, όπως στη μονή Φιλανθρωπηνών, που χτίστηκε τον 13ο - 14ο αιώνα στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων. Αν για τους Βυζαντινούς οι σοφοί αυτοί στάθηκαν «προάγγελοι του χριστιανισμού», για ορισμένους Ιουδαίους φιλοσόφους, όπως ο Αλεξανδρινός Αριστόβουλος του 2ου αι. π.Χ. ή περίπου δύο αιώνες αργότερα ο Φίλων, ο θεωρούμενος κύριος εκπρόσωπος της ελληνοϊουδαϊκής φιλοσοφίας, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εμπνευστεί από τη Βίβλο (αν δεν την είχαν αντιγράψει). Ο Αριστόβουλος, π.χ., διατεινόταν ότι ο Πλάτων άντλησε από τη «Γένεση» τις ιδέες περί δημιουργίας που εκθέτει στον «Τίμαιο»• την ίδια καταγωγή των αρχαιοελληνικών ιδεών υποστήριξαν, για διαφορετικούς λόγους, και χριστιανοί απολογητές τον 2ο αι. μ.Χ., για να φτάσουμε σήμερα ν’ ακούμε τους μισούς τηλεκήρυκες να διαλαλούν πως ο Χριστός ήταν Έλληνας και τους άλλους μισούς να ανακαλύπτουν, διαλύοντας τα κείμενα, προφητείες της ελεύσεως του Μεσσία στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία και ποίηση.
Για να γυρίσουμε στους Πατέρες της Εκκλησίας, ο ίδιος ο καταδικαστικός Χρυσόστομος βρίσκει τρόπο να συμπορευτεί με τον Βασίλειο και το σύγγραμμα του Καππαδόκη «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», εξηγώντας στους «Λόγους κατά Ιουδαίων» πως δεν είναι ύβρις κατά του Χριστού η χρήση αρχαιοελληνικών ιδεών, γιατί το ίδιο έπραξε ο Παύλος για να «υποτάξει» τους Αθηναίους: «Και μηδείς ύβριν είναι νομιζέτω του Χριστού ότι εν τοις περί αυτού λόγοις Πυθαγόρου και Πλάτωνος, Ζήνωνος και του Τυανέως μεμνήμεθα. [...] επεί και Παύλος ούτως εποίησεν,εισελθών γαρ εις τας Αθήνας [...] επειδή προς Έλληνας διελέγετο τους ουδενί των ημετέρων πιστεύοντας, από των οικείων αυτούς εχειρώσατο δογμάτων». Αυτό το βαρύ «εχειρώσατο» έχει πολλή αλήθεια μέσα του.
(Από την «Καθημερινή»)